Εχω παρατηρήσει πως οι «ευτυχισμένοι» τίτλοι δεν έχουν πέραση. Ωστόσο, είπα να κάνω ποδαρικό στη νέα χρονιά με κάτι διαφορετικό. Διαφορετικό από τα συνηθισμένα, εντελώς διαφορετικό από το έξω μου, εξόχως διαφορετικό από το μέσα μου. Διαφορετικό και μετέωρο. Μετέωρο και μετεόρτιο. Μετεόρτιο και απρόσμενο. Διότι, έρχομαι και ερωτώ: τι είναι η ευτυχία, αν δεν είναι όλα τα παραπάνω;
…Ηδη άρχισα να αισθάνομαι άσχημα. Το κεφάλι μου γυρίζει. Το στομάχι μου ανακατώνεται. Ο «ευτυχισμένος» μου πρόλογος με έφτασε ήδη στα όρια κατάπτωσης. Τόσο, που μου θύμισα την ιστορία του κυρίου Κοσλόβσκι, ήρωα του σατιρικού συγγραφέα Μίκαελ Αουγκουστιν, τον οποίο έβλεπαν, λέει, να είναι σε κατάσταση διαρκούς ευφορίας και ανησύχησαν, καθώς δεν ήταν ποτέ έτσι στο παρελθόν.
«Η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή», εξήγησε ο Κοσλόβσκι, με ειλικρινή καλοσύνη. «Απελπίστηκα και τα παράτησα».
Λες να το έπαθα κι εγώ α λα Κοσλόβσκι; Να έφτασα σε τέτοια κατάσταση απελπισίας ώστε να συνεχίσω τον σαθρό μου βίο… ευτυχισμένη; Χριστός και Παναγιά! Πού είναι ένας παπάς, με την αγιαστούρα του και με τη μαγκούρα του, όταν τον χρειάζομαι; Να με συνεφέρει, να έρθω στα ίσα μου…
Ευτυχώς, αν δεν βρίσκεις παπά (τόσο καιρό στην απ’ έξω, έχουμε χάσει και τις γνωριμίες μας με το παπαδαριό βλέπεις), υπάρχει κι άλλη λύση. Ανοίγεις την τηλεόραση, παίρνεις τη δόση σου της απαισιοδοξίας και στανιάρεις. Προσωπικά, πήρα διπλή.
Πρώτη είδηση: η σακούλα. Πρώτος καλεσμένος: ο Αδωνις. Εβαλε το μνημόνιο στη σακούλα, το πήρε παραμάσχαλα και το αρμένιζε στους γνωστούς, μέγα μόδιστρους της αλήθειας, φίλους του δημοσιογράφους.
Τι χαρά πήρα! Ενιωσα τα πόδια μου να ξαναπατούν στη γη. Βυθίστηκαν τα οράματά μου για μια διαφορετική, ονειροπαρμένη πραγματικότητα σε έναν ωκεανό πλαστικού. Καταβαραθρώθηκαν οι όποιες σκέψεις για αλλαγή προς το καλύτερο, διαβρώθηκαν τα βιοδιασπώμενα, φιλικά προς την Αριστερά, αισθήματά μου. Κοινώς, ήρθε η καρδιά στη θέση της, μπήκε το μυαλό σε κατάσταση υπολειτουργίας και ξαναβρήκα την, γεμάτη νέφος και τοξίνες, αναπνοή μου.
Ανακούφιση. Ανακούφιση και δέος ησθάνθην μπροστά στον μοιραίο εναγκαλισμό με τη ζοφερή αλήθεια της φύσης μας: δεν είμαστε μόνο έρμαιο μιας «φυσικής» ανισότητας, αλλά και μιας ανθρωπόμορφης Αγοράς. «Και από τα μνημόνια να βγούμε, χειρότερα θα είναι», αναφώνησε ο Αδωνις.
«Ετσι να κάνει και να δώσει μια κοινωνική παροχή ο ΣΥΡΙΖΑ, τρεις και μία θα τους πάει, καθώς οι Αγορές θα τον πετάξουν έξω κλωτσηδόν! Ρούπι δεν θα τολμήσουν να κάνουν οι υπουργοί του από τους δημοσιονομικούς κανόνες. Κιχ δεν θα προλάβουν να βγάλουν». Κάπως έτσι τα ‘πε, από δω τα ’φερε από κει τα εξήγησε, ώσπου να γίνει κτήμα μας πως δημοκρατία δεν υπάρχει. Κάλλιο με το μνημόνιο, παρά με τις Αγορές, που κατά τ’ άλλα, κορόνα στο κεφάλι μας και σφραγίδα επί του βραχίονός μας.
Δόξα τω θεώ. Τίποτα δεν άλλαξε στον κόσμο, σκέφτηκα, και ελαφρά συναχωμένη, αλλά με ισοσκελισμένο τον συνειδησιακό χρονολογαριασμό μου, κίνησα για τα ψώνια της νέας χρονιάς.
Ανάλαφρη ως ένιωθα που όλα βαίνουν κακώς, έκανα την απερισκεψία να πάρω μαζί μου τις πάνινες τσάντες που χρησιμοποιώ εδώ και χρόνια για τα μαναβικά μου. «Πού πας, κυρία μου, με τα οικολογικά σου;» με επανέφερε η φωνή ενός, ευγενέστατου κατά τ’ άλλα, κυρίου, πίσω μου στο ταμείο. «Εμείς δίνουμε αγώνα για την επαναφορά της πλαστικής σακούλας κι εσύ μας μποϊκοτάρεις;»
Ανοιξε η γη να με καταπιεί. Μπροστά μου πέρασε σαν αστραπή η εικόνα του συνταξιούχου που δεν έχει πού να βάλει τα πενιχρά καταναλωτικά αγαθά του, της νοικοκυράς που της στερούν τη μοναδική χαρά της – να γεμίζει τρόφιμα/σκουπίδια τις σκουπιδοσακούλες της, του Νεοέλληνα που του παίρνουν τελευταία στιγμή μέσα από τα χέρια την ευκαιρία να γεμίσει τις θάλασσες με πλαστικές σακούλες. Σε μόλις 20 χρόνια, σου λέει, θα ήταν περισσότερες από τα ψάρια.
«Τη σακούλα στην κυρία από μένα!» είπε στην ταμία ο ευγενής κύριος πίσω μου και με έβγαλε από τη δύσκολη θέση.