08.01.2018, 15:43 | εφσυν
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ και η συνάντησή του με τον πρόεδρο Τραμπ πιστοποίησαν τη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας ως εγγυητή του στάτους κβο στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ν.Δ. και η Κεντροαριστερά απάντησαν μικρόψυχα και έξω από κάθε στρατηγικό πλαίσιο. Γιατί;
Διότι οι διεθνείς επιτυχίες της ελληνικής κυβέρνησης της δίνουν χρόνο και ισχύ να ξεκαθαρίσει το σάπιο πολιτικό σύστημα εσωτερικά. Η επαφή του Ελληνα πρωθυπουργού με τον πρόεδρο της Γαλλίας Μακρόν ήταν άλλη μια τονωτική πολιτική ένεση για τον ρόλο της χώρας στη Μεσόγειο και στην Ευρώπη.
Η επικοινωνία του κ. Τσίπρα με τον Σοσιαλδημοκράτη Γερμανό κ. Σουλτς και η προτροπή του πρώτου να συμμετάσχουν οι σοσιαλδημοκράτες στον κυβερνητικό γερμανικό συνασπισμό κατέγραψαν τον Ελληνα πρωθυπουργό ως ανερχόμενη βαρύνουσα πολιτική προσωπικότητα στην Ευρώπη και μάλιστα ως άτυπο συμβουλάτορα της ισχυρότερης χώρας της γηραιάς ηπείρου.
Μάλιστα, οι δύο επαφές με τον Αμερικανό και τον Γάλλο πρόεδρο ενισχύουν τη θέση του Ελληνα πρωθυπουργού και της χώρας στη διαδικασία προώθησης του πόλου της Νότιας Ευρώπης ως αντίβαρου στον ευρωπαϊκό Βορρά και στις μάχες που θα δοθούν προσεχώς για στρατηγικό επαναπροσδιορισμό των κυρίαρχων επιλογών της Ευρωπαϊκής Ενωσης προς μια κατεύθυνση δικαιότερων επιλογών για τους λαούς της. Η πορεία αυτή δεν θα είναι γραμμική και εύκολη λόγω της ανυπαρξίας σοβαρών κοινωνικών κινημάτων και της απουσίας συγκροτημένης Αριστεράς στις περισσότερες χώρες.
Ο δρόμος όμως έχει χαραχθεί. Πρώτη φορά συμβαίνει μια καθημαγμένη χώρα, σχεδόν υπό κατοχή, με κατάλυση θεμελιωδών παραμέτρων της δημοκρατίας, να αναβαθμίζεται γεωπολιτικά, με αριστερή κυβέρνηση, όταν στην Ευρώπη και στην Αμερική η συντήρηση παίρνει κεφάλι.
Σε αυτήν την πολιτική συγκυρία, με την Τουρκία για πρώτη φορά διεθνώς απομονωμένη, αλλά στιβαρή στρατιωτικά και οικονομικά, εκλήθη ο Τούρκος πρωθυπουργός κ. Ερντογάν για συνομιλίες με τον Ελληνα ομόλογό του. Οταν ο αλαζόνας και απρόβλεπτος κ. Ερντογάν αμφισβήτησε τη Συνθήκη της Λωζάννης, για πρώτη φορά δέχθηκε πυρά από ΗΠΑ και Ευρώπη, τόσο σφοδρά και συντονισμένα, το άλλοτε χαϊδεμένο παιδί της Δύσης. Ο Ελληνας πρωθυπουργός, κρατώντας αυτός τα κλειδιά της διεθνούς πολιτικής ισχύος, του απηύθυνε ως μονόδρομο την ειρηνική επίλυση των προβλημάτων.
Ο χρόνος θα δείξει. Ποια είναι η αριστερή στρατηγική στις διεθνείς σχέσεις; Να παίρνεις όσο περισσότερα δικαιούσαι προωθώντας την ειρήνη και την αμοιβαιότητα. Ωστόσο, η στρατηγική της γείτονος χώρας για τη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο είναι διακηρυγμένη και παρά την ήττα της στο θέμα της Συρίας και του Ιράκ, μόνο με μια αντίστοιχη πολιτική ήττα θα αλλάξει. Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα της νεο-οθωμανικής πολιτικής, Αχμέτ Νταβούτογλου, «η βάση της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι τα οθωμανικά κατάλοιπα, που είναι οι μουσουλμανικές κοινότητες…
Πρωτίστως, στις δύο χώρες (Βοσνία και Αλβανία), όπου οι μουσουλμάνοι είναι πλειονότητα και θεωρούνται φυσικοί σύμμαχοι της Τουρκίας, εμφανίστηκε η βούληση να μετατραπεί αυτή η κοινή ιστορική συσσώρευση σε μια συμμαχία. Οι τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούν στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, στο Σαντζάκ (επαρχία της Σερβίας), στο Κόσοβο και στη Ρουμανία αποτελούν σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας» (σελ. 200, «Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας», εκδ. Ποιότητα).
Είναι δεδομένη η επιλογή κυριαρχίας της Τουρκίας στα Βαλκάνια μέσω των μουσουλμανικών μειονοτήτων, λέγεται φωναχτά και ξεκάθαρα εδώ και χρόνια. Μάλιστα ο κ. Νταβούτογλου, στο σημείο της μελέτης του όπου αναφέρεται στην τεράστια βαρύτητα της Κύπρου για την Τουρκία, σημειώνει μεταξύ άλλων: «Ενδεχόμενη αδυναμία που θα μπορούσε να προκύψει αναφορικά με την ασφάλεια και την προστασία της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο από την άποψη της εν λόγω κοινότητας αλλά και του μέλλοντος των λοιπών κοινοτήτων, οι οποίες συνιστούν οθωμανικά κατάλοιπα».
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας θέτει συνδυασμένα και τον γεωστρατηγικό άξονα για την Κύπρο ως εξής: «Ο άξονας αυτός καθ’ εαυτόν είναι ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου» (σελ. 279, στο ίδιο).
Είναι σαφείς οι επιδιώξεις του τουρκικού κράτους. Η στρατηγική συμμαχία Ελλάδας-Ισραήλ-Αιγύπτου-Κύπρου με τη συμφωνία εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων στην περιοχή απέκλεισε οποιοδήποτε εγχείρημα στρατιωτικής παρέμβασης από την Τουρκία στο νησί ή άλλους πιεστικούς εκβιασμούς.
Στο θέμα της Θράκης, η βραχυπρόθεσμη απάντηση πρέπει να είναι η διεύρυνση της δημοκρατίας για τους μουσουλμάνους. Το θέμα με τη σαρία είναι σημαντικό. Ηδη όμως το Ισλάμ αλλά και οι άλλες θρησκείες, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνοεπιστήμης και των δικτύων, μεταλλάσσονται.
Η μεταμοντέρνα παγκοσμιοποίηση με βάση την τεχνολογία δημιουργεί στρεβλά κοσμοείδωλα της αγοράς που αντικαθιστούν την παραδοσιακή μεταφυσική, αλλά διατηρούν έναν υποδόριο μυστικισμό με έντονη εργαλειακότητα, που είναι σύμφυτος με τον δυτικό θετικισμό, αλλά ο οποίος υποσκάπτει τον ορθολογισμό, την κοινωνία των πολιτών και τη δημοκρατία.
Ο ISIS είναι το χαρακτηριστικότερο μόρφωμα αυτής της μετάλλαξης μαζί με τις κοινωνικές αιτίες γέννησής του, παρών σε όλες τις χώρες της Δύσης, αλλά παρομοίως και τα πάσης φύσεως ακροδεξιά και σκληρά τεχνοκρατικά ιζήματα.
Μια στρατηγική απελευθερωτική επιλογή η οποία θα δρούσε καταλυτικά, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, υπέρ εκείνης της οικουμενικότητας των αξιών που θα αναδείκνυε τα στοιχεία σύγκλισης των θρησκειών και των λαών από τα κάτω, ακυρώνοντας τις γεωπολιτικές πρακτικές ισχύος επί των μουσουλμανικών, χριστιανικών και άλλων μειονοτήτων, θα ήταν η ίδρυση Σχολών Φιλοσοφίας στη χώρα μας.
Η Φιλοσοφία είναι η μόνη λειτουργία που μπορεί να δημιουργήσει κριτική σκέψη και στοχασμό αυτοσυνειδησίας, ενδυναμώνοντας τη δημοκρατία και μειώνοντας τον θρησκευτικό φανατισμό και τον ρατσισμό και αναδεικνύοντας τη θετική διάσταση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων. Μια τέτοια επιλογή θα ήταν κοσμογονική και σ’ αυτήν θα έπαιζε η Ελλάδα πρωτεύοντα ρόλο, λόγω της πολιτισμικής της παράδοσης στον διάλογο Δύσης-Ανατολής, ως γέφυρα ειρήνης και συνεύρεσης των πολιτισμών και των λαών.
Ταυτόχρονα θα αποκτούσε με την πολιτισμική οικουμενική διπλωματία απευθείας σχέση με ρεύματα πολιτιστικά και κοινωνικά στην Τουρκία και σε άλλες μουσουλμανικές χώρες που αναζητούν διέξοδο προς τη δημοκρατία και τον πολιτικό αναστοχασμό. Επιπρόσθετα, θα ενεργοποιούσε κινήματα καθολικών αξιών στην Ευρώπη, τα οποία βρίσκονται σε ύπνωση, για την αντιμετώπιση του μεταμοντέρνου νεοφιλελευθερισμού και του εργαλειακού ορθολογισμού, ο οποίος σκοτώνει την ελευθερία, την ισότητα και τη δημοκρατία.
Θα έφερνε στο παγκόσμιο προσκήνιο την Ελλάδα και την Αριστερά, ανοίγοντας τον δρόμο για μια εναλλακτική πρόταση στις ελίτ της παγκοσμιοποίησης.