Επιστολή στον πρωθυπουργό με τις θέσεις της Εκκλησίας σχετικά με την ονομασία της ΠΓΔΜ απέστειλε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος τονίζοντας ότι «δεν μπορεί να αποδεχθεί την απονομή του όρου “Μακεδονία” ή παραγώγου του ως συστατικού ονόματος άλλου κράτους».
«Η Εκκλησία έχει μαρτυρήσει με τον λόγο και το αίμα κλήρου και λαού την ελληνικότητα της Μακεδονίας, από αρχαιοτάτων χρόνων, γι’ αυτό και δεν μπορεί να αποδεχθεί την απονομή του όρου “Μακεδονία” ή παραγώγου του, ως συστατικού ονόματος άλλου κράτους, το οποίο θα έχει επιπτώσεις και στην ονομασία της σχισματικής αυτοαποκαλούμενης Εκκλησίας της “Μακεδονίας”» αναφέρει η ανακοίνωση.
Η ΔΙΣ προσθέτει ότι αναμένει «από την υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση, η οποία διαχειρίζεται το θέμα, να κατανοήσει την ανησυχία της, που είναι και ανησυχία του οικουμενικού Ελληνισμού», ενώ αποφασίστηκε να συγκληθεί εκτάκτως η Ιεραρχία.
Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος σε πιο απολογητικούς τόνους δήλωσε στην «Καθημερινή» ότι «όπως όλοι, έτσι και η Εκκλησία έχει κάθε δικαιολογία να ενδιαφερθεί γι’ αυτό το θέμα, γιατί όπως ξέρουμε όλοι μας δεν είναι μόνο θέμα πολιτικό, εθνικό, είναι και θέμα εκκλησιαστικό, Εκκλησίας».
Ωστόσο δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι μία από τις πρώτες κινήσεις του κ. Ιερώνυμου, λίγες βδομάδες μετά την εκλογή του στη θέση του Αρχιεπισκόπου, ήταν να στείλει συγχαρητήρια επιστολή τον Απρίλιο του 2008 στον τότε πρωθυπουργό για τους «εύστοχους χειρισμούς» του στην υπόθεση και να δηλώσει τη συμπαράσταση της Εκκλησίας.
Ο κ. Ιερώνυμος έστειλε παρόμοιες συγχαρητήριες επιστολές στην τότε υπουργό Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη («εύχομαι όμοια αγαθά αποτελέσματα σε κάθε προσπάθειά σας»), αλλά και στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιώργο Παπανδρέου, στον οποίο εξέφρασε την εκτίμησή του «για τις θέσεις του στην αντιμετώπιση του εθνικού θέματος», επισημαίνοντας ότι με τη στάση του ο τότε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ απέδειξε πως «αυτό που προέχει είναι η προώθηση θεμάτων μείζονος σημασίας» για τη χώρα.
Σχολιάζοντας ο Μικροπολιτικός των «Νέων» εξηγεί ότι ο Αρχιεπίσκοπος συγχαίρει τον Παπανδρέου «γιατί, ως αντιπολιτευόμενος, απέφυγε τη μικροπολιτική» (10.4.2008). Είχε όμως ήδη εξαγγελθεί από τον Κ. Καραμανλή ότι η επίσημη ελληνική θέση είναι «ναι στη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, για όλες τις χρήσεις».
Μάλιστα ο Τύπος της εποχής κατέγραφε ως δικαιωμένη την ψύχραιμη θέση του κ. Ιερώνυμου σε αντίθεση με τη στάση μητροπολιτών, όπως ο κ. Ανθιμος, ο οποίος είχε σπεύσει να οργανώσει -χωρίς επιτυχία- συλλαλητήρια. Τι άλλαξε από τότε, εκτός από το πολιτικό χρώμα της κυβέρνησης;
Δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η αναφορά της ΔΙΣ σε «σχισματική» Εκκλησία, κάτι που δεν έχει άμεση σχέση με το όνομα, αλλά αφορά τους συσχετισμούς μεταξύ ορθόδοξων Εκκλησιών και τις σχέσεις τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά κυρίως με το Σερβικό Πατριαρχείο, το οποίο μέχρι σήμερα δεν αναγνωρίζει τη «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία – Αρχιεπισκοπή Οχρίδας».
Αλλά εδώ αμφισβητείται -μέσω της Εκκλησίας- το δικαίωμα του γειτονικού κράτους να υπάρχει με οποιοδήποτε όνομα, παρά το γεγονός ότι είναι αναγνωρισμένο από τον ΟΗΕ!
Ενοχλημένη η κυβέρνηση
Κυβερνητικοί κύκλοι σχολίαζαν τη θέση της Εκκλησίας για την ονομασία της ΠΓΔΜ ως εξής:
«1. Αραγε η ηγεσία της Εκκλησίας αποφάσισε να συμπορευθεί με το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής;
2. Η ηγεσία της Εκκλησίας αποφάσισε να κάνει ανοικτή παρέμβαση στις πολιτικές υποθέσεις της χώρας. Επειδή έχει ξεπεράσει τα όρια των “αρμοδιοτήτων” της, μήπως να μας πει κιόλας η Εκκλησία και ποιο “όνομα” θέλει η ίδια για να το διαπραγματευτεί η κυβέρνηση με τα Σκόπια;
3. Η ηγεσία της Εκκλησίας, προτού εκφράσει άποψη, δεν μπήκε ούτε καν στον κόπο να ρωτήσει την κυβέρνηση, για να ενημερωθεί ποιες είναι οι θέσεις της και πώς έχει αποφασίσει να χειριστεί τις διαπραγματεύσεις με την ΠΓΔΜ.
4. Η ηγεσία της Εκκλησίας, όπως δηλώνει ρητά και κατηγορηματικά ότι δεν θέλει να εμπλέκεται το κράτος στις “ιερές υποθέσεις” της, θα πρέπει να γνωρίζει, εξίσου ξεκάθαρα, ότι επιβάλλεται να μην εμπλέκεται και η ίδια στις κρατικές και διπλωματικές υποθέσεις. Ειδικά σε τέτοια, τόσο σοβαρά εθνικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
5. Η ηγεσία της Εκκλησίας, η οποία δηλώνει ότι κόπτεται για τα εθνικά θέματα, επιβάλλεται να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και να εστιάζει στο εθνικό συμφέρον και όχι στην εξυπηρέτηση των ιδιωτικών συμφερόντων ιεραρχών, και, πολύ πιθανώς, των προσωπικών πολιτικών “συγγενειών” τους, με πρόσχημα δήθεν τις ανησυχίες του “ποιμνίου” τους για το ονοματολογικό».