
Αφέθηκαν. Μ’ αρέσει όταν αφήνονται. Ξεχάστηκαν. Είναι ενδιαφέρον όταν ξεχνιούνται. Αποκαλύφθηκαν κιόλας – αλλά αυτό ούτως ή άλλως ψιλοχοντροφαίνεται. Ωστόσο, πάντα στα πλαίσια μιας «δημοσιογραφικής δεοντολογίας», ενός «πολιτικά ορθού» λόγου και μιας κάποιας ελαφρολαϊκιάς φαμφαρολογίας. Οπότε δεν ξαφνιάζει. Δεν προκαλεί το κοινό αίσθημα του μέσου τηλεθεατή (λίγο ακόμη να συνεχίσω να μιλάω έτσι και με βλέπω σχολιαστού στο πλευρό του Πρετεντέρη, κάνοντας δεξιόστροφο μασάζ στην πιασμένη αριστερή του ωμοπλάτη). Κοινώς, δεν σοκάρει.
Τι γίνεται, όμως, όταν οι δημοσιογράφοι του τηλεθρανίου αφήνουν για λίγο στην άκρη όλα τα παραπάνω; Oταν ξεχνούν τον ρόλο τους ως μεσαζόντων της αληθινής, έγκυρης είδησης ανάμεσα στην πηγή της και τον πολίτη και ενδύονται τις μπότες του γάτου σπιρουνάτου, παίζοντας στο «παραμύθι χωρίς τέλος»; Τότε είναι που, ω θάμα, εμφανίζεται μπροστά σου η Σπυράκη (εκπρόσωπος Τύπου της Ν.Δ. για όσους νεοδημοκράτες δεν γνωρίζουν – οι υπόλοιποι την ξέρουμε όλοι). Ετσι κάπως εμφανίστηκε και στον ΣΚΑΪ και ως απάντηση σε τυχαίο (επαναλαμβάνω: τυχαίο) ερώτημα δημοσιογράφου για το τι πιστεύει ο αρχηγός και εργοδότης της για το Σκοπιανό, κατευθείαν (επαναλαμβάνω: κατευθείαν) ανέσυρε από τις σημειώσεις της το τι είχε πει ο εν λόγω. Και, ω ναι, ακόμα πιο κατευθείαν, με ταχύτητα που έσπασε το φράγμα του ήχου, το κανάλι βρήκε αμέσως και το ηχητικό ντοκουμέντο.
Κάτι τέτοια με κάνουν και ξανακερδίζω την πίστη μου στον άνθρωπο. Κάτι τέτοια με κάνουν να πιστεύω πως, έστω και με 50%+1, μπορώ να κατέβω σε απεργία ενάντια στην έμφυτη καχυποψία μου για τα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Κάτι τέτοια είναι που με κάνουν να θέλω να βγω, να το φωνάξω, να το πω: Ναι, μαζί μπορούμε!
Μετά από αυτή την εσωτερική αποκάλυψη, τ’ ομολογώ. Ενιωσα ντροπή που ώς τώρα κατέκρινα, έστω και βουβά, όσους διαβιούν μες στο ραχάτι, στο χουζούρι και στο μουρμούρι και παρ’ όλα αυτά κρίνουν και κατακρίνουν ηχηρά. Ή, τους ακόμα χειρότερους. Αυτούς που δίνουν και λίγο χρόνο να διαβάσουν μόνο τον τίτλο μιας είδησης ή που, στο τσακίρ κέφι, ανοίγουν και, ναι, θα τολμήσω να το πω, ένα βιβλίο. (Εδώ κρατάμε ενός λεπτού σιγή εις μνήμην της χαμένης στην ημιμάθεια αθωότητας).
Ε, αυτό είναι σχεδόν καταστροφικό. Διότι ο εν λόγω χουζουρολόγος, με την πρώτη ευκαιρία, σου πετάει τρία-τέσσερα τσιτάτα του συγγραφέα που ξεφύλλισε και της είδησης που ψηλάφισε και δεν σηκώνει και μύγα στο σπαθί του. Πάει περίπατο και ο διάλογος και η συζήτηση και το μέλλον.
Μαζί του, δε, παίρνουν θάρρος και οι τριγύρω μουρμουρολόγοι, που ειδικά στη μετά δημοψήφισμα Ιουλίου 2015 εποχή αυξήθηκαν σαν τα μανιτάρια, και στήνεται πανηγύρι. Μόνο τα χάλκινα λείπουν.
Κάτι τέτοιες στιγμές νιώθω σαν παράρτημα της Πτολεμαΐδας. Πριζώνομαι με χίλια καλώδια, ολούθε και πατόκορφα.
Και τότε, με καψαλισμένο εγκέφαλο, έρχομαι και δίνω έφεση αμαρτιών. Θέλω να συνδράμω Βαρδινογιανναίους, Μαρινάκηδες και Σαββίδηδες που, ένεκα τα πολλά λεφτά που ζητάει η κυβέρνηση για άδειες, αφήνουν τόσους εργαζόμενους εις τον δρόμο τον αγύριστο -το ότι είχαν ήδη πάρει τον στραβό τον δρόμο είναι άλλο θέμα- και τόσους τηλεθεατές χωρίς ποτέ πια «Ρετιρέ».
Βλέπεις, δεν πρόκανε ο υιός Ψυχάρης να τους μάθει πώς να παίρνουν θαλασσοδάνεια με αέρα. Ισως να ‘χουν και κόρη να παντρέψουν, δεν ξέρω. Πάντως να πληρώσουν δεν μπορούν. Και με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ίσως και να μη θέλουν κιόλας, βρε αδερφέ. Διότι αυτοί οι κυβερνητικοί είναι κάτι άλλο: διαφορετικό, ακόμα και αν κάπως ίδιο, ενοχλητικό, αν και κάπως διαχειρίσιμο.
Ετσι είναι, πώς να το κάνουμε δηλαδή. Θα μου πεις, τι είναι αυτό που λες; Αυτό π’ ακούς. Διότι, άλλο ένας κύριος και μια κυρία, άλλο δυο κυρίες, άλλο δυο κύριοι, άλλο τρεις παπάδες, άλλο τέσσερις πυροσβέστες, άλλο πέντε γεωπόνοι και άλλο η λεγεώνα των ξένων. Και κυρίως, γιατί άλλο το «ναι» και άλλο το «όχι».
Και ας ξεχνάμε πως η μόνη διαφορά ανάμεσά τους βρίσκεται αποκλειστικά στην ερώτηση.