Η αρχισυντάκτρια της μεγαλύτερης βρετανικής εφημερίδας, του Guardian News & Media, Katharine Viner, στις 16 Νοεμβρίου έκανε μια βαρυσήμαντη ομιλία στο King’s Place του Λονδίνου σχετικά με τις προκλήσεις, τους κινδύνους και τις δυνατότητες για τη δημοσιογραφία και τους δημοσιογράφους σε μια περίοδο που η ενημέρωση δέχεται απανωτά πλήγματα, τόσο από τα οργανωμένα συμφέροντα που θέλουν να την ελέγξουν, όσο και από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες αλλάζουν το περιβάλλον, αλλά και την έννοια της είδησης και της ενημέρωσης.
Ο Guardian ιδρύθηκε στις 5 Μαΐου του 1821 στο Μάντσεστερ από τον Τζον Εντουαρντ Τέιλορ, με ιδρυτική πράξη την περιγραφή, την έρευνα και τις αποκαλύψεις σχετικά με τη «Σφαγή του Πίτερλου», κατά την οποία έντεκα άνθρωποι σκοτώθηκαν και εκατοντάδες τραυματίστηκαν στις 16 Αυγούστου του ίδιου έτους από την επέμβαση του στρατού σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας των πολιτών σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, πολιτικής καταπίεσης και μαζικής πολιτικοποίησης της εργατικής τάξης.
Η Viner μιλά και για τα ολέθρια λάθη της εφημερίδας, όπως η στάση της εναντίον της θέσπισης του Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS) το 1948 και η υποστήριξη στους Συντηρητικούς στις εκλογές του 1951. O Guardian έχασε τότε την ψυχή του, αλλά έβγαλε και τα αναγκαία συμπεράσματα, βασικότερο από τα οποία είναι η ανάγκη να βρίσκεται κοντά στα συμφέροντα των καθημερινών ανθρώπων και «απέναντι» στα μεγάλα συμφέροντα.
Ακολουθούν ορισμένα αποσπάσματα από την ομιλία της Viner, την οποία μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη στον Guardian.
[…] Ενας οργανισμός ενημέρωσης μπορεί συχνά να υποπίπτει σε σφάλματα και γι’ αυτό χρειάζονται κάποιες βασικές αξίες και αρχές τις οποίες πρέπει να τηρούμε προκειμένου να τα αποφεύγουμε. Ορισμένες απ’ αυτές τις βασικές αξίες προσδιορίστηκαν από τον αρχισυντάκτη μας C.P. Scott στην επέτειο των εκατό χρόνων της εφημερίδας, το 1921.
Ηταν τότε που ο Scott χρησιμοποίησε την περίφημη φράση «το σχόλιο είναι ελεύθερο, αλλά τα γεγονότα είναι ιερά» και διακήρυξε ότι «η φωνή των αντιπάλων έχει το δικαίωμα να ακούγεται όσο και εκείνη των φίλων». Οσο για τις αξίες του Guardian, έθεσε τότε την εντιμότητα, την ακεραιότητα, το θάρρος, τη δικαιοσύνη, την αίσθηση καθήκοντος απέναντι στον αναγνώστη, αλλά και στην κοινότητα.
Στη σχετική διακήρυξη πρόσθεσε μάλιστα ότι «η εφημερίδα έχει τόσο ηθική όσο και υλική ύπαρξη». Η ηθική μας πεποίθηση σήμερα βασίζεται πάνω στην πίστη ότι οι άνθρωποι επιθυμούν να κατανοήσουν τον κόσμο στον οποίο ζουν και να δημιουργήσουν έναν καλύτερο. Πιστεύουμε στην αξία της δημόσιας σφαίρας.
Πιστεύουμε ότι υπάρχει κάτι που λέγεται δημόσιο συμφέρον και κάτι που ονομάζεται κοινό αγαθό. Οτι όλοι αξίζουμε το ίδιο. Οτι ο κόσμος πρέπει να είναι ελεύθερος και δίκαιος.
Αυτές είναι οι πηγές έμπνευσής μας και φυλάσσονται ευλαβικά στην ανεξάρτητη δομή ιδιοκτησίας του Guardian, ο οποίος ανήκει μόνο στο Ιδρυμα Scott Trust [ΣτΜ: τα οικονομικά κέρδη πηγαίνουν για την ανάπτυξη της δημοσιογραφικής δουλειάς περισσότερο, παρά στους μετόχους, κάτι που αποτελεί διαχρονική προτεραιότητα].
Αυτή η αποστολή έχει παράσχει τα κίνητρα στις μεγάλες στιγμές στην ιστορία της εφημερίδας, από το ανεξάρτητο ρεπορτάζ μας στον Ισπανικό Εμφύλιο μέχρι τις δραματικές αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν. Από την αντιαποικιακή στάση μας στην κρίση του Σουέζ μέχρι την αντίστασή μας στον Ρούπερτ Μέρντοχ και στο σκάνδαλο υποκλοπών από την αστυνομία και τους πολιτικούς. Από το να στείλουμε στη φυλακή τον Τζόναθαν Αϊτκεν μέχρι τα Panama και τα Paradise Papers.
Διαβάστε επίσης:
● Εξι νοματαίοι για επτά άδειες
Ο νέος κόσμος του ίντερνετ
[…] Αυτές οι αξίες από μόνες τους δεν μας λένε πώς να ανταποκριθούμε στις ηθικές επιταγές αυτής της νέας εποχής. Ο κόσμος που ξέραμε έχει αλλάξει ριζικά και πρέπει να αναρωτηθούμε τι σημαίνει να κρατάμε σήμερα αυτές τις αξίες –ως πολίτες και ως δημοσιογράφοι– και πώς αυτές θα διαμορφώσουν τη δημοσιογραφία μας και την αποστολή μας. […]
Οι τρεις τελευταίες δεκαετίες –από την ανακάλυψη του παγκόσμιου ιστού το 1989– έχουν αλλάξει την άποψή μας για το κοινό με τρόπους που οι ιδρυτές μας θα ήταν αδύνατο να φανταστούν.
Υστερα από 600 χρόνια της εποχής του Γκούτενμπεργκ, όταν η μαζική επικοινωνία κυριαρχούνταν από κατεστημένες και ιεραρχικές πηγές πληροφόρησης, το διαδίκτυο ήρθε σαν μιαν ανάσα καθαρού αέρα: ανοιχτό, δημιουργικό, εξισωτικό. […] Αρχικά φάνηκε σαν η αρχή μιας συναρπαστικής εποχής υπερσυνδεσιμότητας, με όλη την παγκόσμια γνώση στις άκρες των δαχτύλων μας και με τη δυνατότητα συμμετοχής για τον καθένα.
Και ενώ πολλοί οργανισμοί ενημέρωσης είδαν το ίντερνετ σαν απειλή για τις παλιές ιεραρχίες εξουσίας, οραματιστές εκδότες όπως ο Alan Rusbridger, ο οποίος καθοδήγησε τον Guardian από το 1995 μέχρι το 2015, αγκάλιασαν αυτό το ελπιδοφόρο νέο μέλλον για τη δημοσιογραφία, επενδύοντας στην ψηφιακή επέκταση και αντιλαμβανόμενοι ότι οι δημοσιογράφοι σ’ αυτόν τον νέο κόσμο πρέπει να είναι ανοιχτοί στις προκλήσεις και στον διάλογο με το κοινό τους.
Ετσι ο Guardian έγινε η πρώτη εφημερίδα που όρισε έναν συντάκτη για τους αναγνώστες και έφτιαξε έναν ιστότοπο γνωμών, ο οποίος ανέτρεψε το παραδοσιακό μοντέλο του σχολιασμού εφημερίδας από πάνω προς τα κάτω.
[…] Το ανοιχτό διαδίκτυο δημιούργησε πραγματικά νέες δυνατότητες για τη δημοσιογραφία και οι δημοσιογράφοι που αντιστέκονται στην τεχνολογική επανάσταση βλάπτουν τόσο τα δικά τους συμφέροντα όσο και τα συμφέροντα της καλής δημοσιογραφίας.
Ωστόσο, αποδείχτηκε ξεκάθαρα ότι η ουτοπική διάθεση των αρχών του 2000 δεν προέβλεψε όσα θα καθιστούσε εφικτά η τεχνολογία.
Οι ψηφιακές πλατείες των πόλεων γέμισαν με άτομα επιθετικά, γεμάτα μισογυνισμό και ρατσισμό, τα οποία δημιούργησαν ένα νέο είδος υστερίας στον δημόσιο διάλογο.
Τα αισθήματα και οι κινήσεις μας παρακολουθούνται διαρκώς, επειδή η επιτήρηση είναι το επιχειρηματικό μοντέλο της ψηφιακής εποχής.
Το Facebook έχει γίνει ο πλουσιότερος και πιο ισχυρός εκδότης στην ιστορία, αντικαθιστώντας τους συντάκτες με αλγόριθμους… ενώ αποκομίζει δισεκατομμύρια από την πολύτιμη προσοχή μας.
Αυτή η αλλαγή αποτελεί μια τεράστια πρόκληση για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, αλλά φέρνει και ιδιαίτερα προβλήματα για τη δημοσιογραφία.
[…] Το βασικό επιχειρηματικό μοντέλο μέχρι σήμερα ήταν η πώληση διαφήμισης για τη χρηματοδότηση της δημοσιογραφίας που παρεχόταν στους αναγνώστες. Για κάποιο χρονικό διάστημα φάνηκε ότι το δυνητικά τεράστιας κλίμακας ψηφιακό κοινό θα μπορούσε να αντισταθμίσει την πτώση των αναγνωστών του εντύπου και των διαφημιζόμενων.
Ομως αυτό το επιχειρηματικό μοντέλο καταρρέει σήμερα, καθώς το Facebook και η Google καταπίνουν την ψηφιακή διαφήμιση. Ως αποτέλεσμα η ψηφιακή δημοσιογραφία που παράγεται από πολλούς ενημερωτικούς οργανισμούς χάνει όλο και περισσότερο το νόημά της.
Οι εκδότες που χρηματοδοτούνται από αλγοριθμικές διαφημίσεις έχουν εγκλωβιστεί σε μια κούρσα προς τα κάτω σε αναζήτηση οποιουδήποτε κοινού μπορούν να βρουν, δημοσιεύοντας απελπισμένα χωρίς να διασταυρώνουν τα γεγονότα και παρουσιάζοντας τις πιο ακραίες ιστορίες, προκειμένου να αυξήσουν τα «κλικ». Ομως ακόμα και αυτή η τεράστια κλίμακα δεν μπορεί να διασφαλίσει πλέον αρκετά έσοδα. […]
*Αρχισυντάκτρια της βρετανικής εφημερίδας Guardian
**Το δεύτερο μέρος αποσπασμάτων της ομιλίας της Viner θα δημοσιευτεί στο φύλλο της Δευτέρας