1. Από τη στιγμή που δεχόμαστε τα τετελεσμένα των συνθηκών που προέκυψαν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, τους αντι-κρουόμενους δηλ. βαλκανικούς εθνικισμούς της περιόδου και τις ανταλλαγές πληθυσμών, συμπεριλαμβανομένων της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μετά την ήττα της πρώτης στον Σαγγάριο, η Μακεδονία είναι, πρώτα και κύρια, γεωγραφικός όρος. Εθνη επί εποχής Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν υπήρχαν, αυτή η διήγηση αφορά εθνικιστές, όχι την Αριστερά.
2. Ως τέτοιος χώρος διανεμήθηκε μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας και Ελλάδας, με την Ελλάδα να παίρνει υπό την κυριαρχία της το μεγαλύτερο κομμάτι γης. Η εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Ελλήνων από τη Μικρά Ασία μετά το 1923 ελληνοποίησε σχεδόν παντελώς το ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας, καθιστώντας οποιαδήποτε πολιτική περί αυτοδιάθεσης των μειονοτήτων από ουτοπική (για παράδειγμα, οι θέσεις του Παντελή Πουλιόπουλου στον Μεσοπόλεμο) έως επικίνδυνη (η καιροσκοπική θέση του Νίκου Ζαχαριάδη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940).
3. Αν κάποιο κράτος, μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, έχει κάποιο λόγο στο «Μακεδονικό» αυτό είναι περισσότερο η Βουλγαρία παρά η Ελλάδα. Η Ελλάδα, απλώς, πήρε μια θέση αντίδρασης το 1990-91, περισσότερο για λόγους εσωτερικής πολιτικής παρά ουσίας: και ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Αντώνης Σαμαράς αποσκοπούσαν στις ψήφους του ελληνικού λαού σε μια εποχή κρίσης ταυτοτήτων και επανέναρξης των αλυτρωτισμών μετά το τέλος των βαλκανικών κομμουνισμών.
Η Βουλγαρία, όμως, έχει κάθε νεωτερικό δικαίωμα να ισχυριστεί ότι οι κάτοικοι της γείτονος χώρας είναι περισσότερο «Βούλγαροι» παρά «Μακεδόνες», όχι μόνο λόγω γλώσσας και ονομάτων/επιθέτων, αλλά κυρίως λόγω της λανθασμένης εξωτερικής πολιτικής της Βουλγαρίας σε δύο παγκόσμιους πολέμους να είναι σύμμαχος της υπερδύναμης που έχασε, της Γερμανίας. Αν η Βουλγαρία είχε συμπαραταχθεί με τις νικήτριες Δυτικές δυνάμεις, σήμερα, πολύ πιθανόν, η περιοχή αυτή να ανήκε στη Βουλγαρία.
4. Με βάση τα παραπάνω δεν θα έπρεπε να υπάρχει «Μακεδονικό ζήτημα». Υφίσταται, όμως, διότι ο Τίτο, επί ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, δημιούργησε εκ του μηδενός μία Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, όπως και μία Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σερβίας (όχι εκ του μηδενός), της Κροατίας (όχι εκ του μηδενός) κ.λπ. Αυτή η δημοκρατία έπαψε να είναι «Σερβική», έγινε «Μακεδονική» και «Γιουγκοσλαβική».
Η εξαφάνιση της Γιουγκοσλαβίας έφερε πάλι στο προσκήνιο το «Μακεδονικό», διότι επί 45 χρόνια τα παιδιά εκεί μεγάλωναν με το να μαθαίνουν στο σχολείο ότι είναι Μακεδόνες, πρώτα, και μετά κομμουνιστές Γιουγκοσλάβοι, και διότι δημιουργήθηκε και παγιώθηκε εκεί μια κρατική διοίκηση με υλικά/ταξικά συμφέροντα. Αυτά είναι πολύ σημαντικά γεγονότα και δημιουργούν νέα τετελεσμένα. Ο «νεο-μακεδονικός εθνικισμός» των Σκοπίων, στον οποίο η Ελλάδα απαντά με έναν αντίστοιχο, λανθασμένο «νεο-ελληνικό εθνικισμό», είναι αποτέλεσμα αυτής της αντικειμενικής κατάστασης.
5. Με βάση τα παραπάνω, για λύση στο ζήτημα της ονομασίας στο μετα-ψυχροπολεμικό κράτος που αυτοπροσδιορίζεται ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», θα πρέπει να συνυπολογιστεί όχι μόνο τι θέλει η Ελλάδα, αλλά και το τι θέλει η Βουλγαρία και η μεγάλη εθνοτική μειονότητα των Αλβανών που ζουν σ’ αυτή τη χώρα και που οι δημιουργούμενες εντάσεις με τη «Μακεδονική πλειοψηφία» φτάνουν, από καιρό σε καιρό, μέχρι και σε ένοπλες συγκρούσεις.
Μόνο μια ονομασία που καλύπτει όλες αυτές τις διαστάσεις θα αποτελεί μόνιμη λύση του Μακεδονικού ζητήματος, έτσι όπως ανέκυψε μετά το τέλος της Γιουγκοσλαβίας. Εάν, για παράδειγμα, η αλβανική μειονότητα δεν είναι ικανοποιημένη με την οποιαδήποτε νέα ονομασία, τότε κίνδυνοι γενικότερης ανάφλεξης στη νέα χώρα και την ευρύτερη περιοχή δεν θα πρέπει να αποκλειστούν.
*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου και αρχισυντάκτης της επιθεώρησης Journal of Balkan and Near Eastern Studies