Το αν η ηθικότητά μας είναι βαθιά ριζωμένη στη βιολογία μας και άρα εκδηλώνεται ως συνέχεια και συνέπεια του εξελικτικού μας παρελθόντος ή αν, αντίθετα, η εμφάνιση του «ηθικού» ανθρώπινου είδους αποτέλεσε ριζική τομή ή άλμα ως προς το εξελικτικό του παρελθόν, είναι ίσως το πιο αποφασιστικό ερώτημα για την κατανόηση της καταγωγής της ηθικής.
Αν όμως κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά έχει τις ρίζες της στο προανθρώπινο εξελικτικό μας παρελθόν, τότε πώς νομιμοποιούνται οι κοινωνικά επιβεβλημένοι ηθικοί κανόνες και οι δήθεν προσωπικές ηθικές «επιλογές» μας; Και πόσο αντικειμενική μπορεί να θεωρηθεί η βεβαιότητά μας ότι η «ηθικότητα» αποτελεί ένα αποκλειστικά ανθρώπινο προνόμιο;
Οπως θα δούμε, η εντυπωσιακή πρόοδος στην κατανόηση των βιολογικών προϋποθέσεων της ανθρώπινης φύσης και οι εντυπωσιακές ομοιότητες με άλλα «κατώτερα» ζωικά είδη μάς επιβάλλει πλέον να αναθεωρήσουμε πολλές μεταφυσικές βεβαιότητες του παρελθόντος, όπως π.χ. την αποκλειστικά πολιτισμική ή πνευματική προέλευση των ηθικών μας προτύπων και συνεπώς την «ανωτερότητά» τους.
Η βιολογική διάσταση του καλού και του κακού
Συνήθως ταυτίζουμε την ηθικότητα με την ηθική, όμως η «ηθικότητα» (morality, αγγλιστί) είναι μία λατινογενής λέξη η οποία αναφέρεται στις πράξεις των ανθρώπων που θεωρούνται ηθικά ορθές ή εσφαλμένες, ενώ η αρχαιοελληνική έννοια της «ηθικής» σχετίζεται με το «ήθος», δηλαδή με το πώς και με το αν ο ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός ανθρώπου ανταποκρίνεται στα κοινωνικά επιβεβλημένα πρότυπα συμπεριφοράς.
Οπως είδαμε στο άρθρο μας «Η φυσική ιστορία της ανθρώπινης ηθικής», η επιστημονική διερεύνηση της αλτρουιστικής και της ιδιοτελούς συμπεριφοράς των ανθρώπων μάς αποκαλύπτει την ύπαρξη εντυπωσιακών ομολογιών με τις αντίστοιχες συμπεριφορές των άλλων κοινωνικών ζώων.
Συμπεριφορές που επιλέχθηκαν και διατηρούνται κατά την εξέλιξη επειδή συμβάλλουν στην επιβίωση και την αναπαραγωγή των κοινωνικών ζώων, άρα και του ανθρώπου.
Η ιδέα λοιπόν της βιολογικής προέλευσης των ηθικών μας προδιαθέσεων δεν θα έπρεπε να στιγματίζεται ως αναγωγιστική ή, ακόμη χειρότερα, ως φυσιοκρατική πλάνη.
Από βιολογική εξελικτική σκοπιά η ανθρώπινη ηθική συμπεριφορά δεν είναι μια αυθαίρετη νοητική επινόηση ούτε βέβαια θείο δώρο, αλλά μια μορφή διευθέτησης και κωδίκευσης των συνεργατικών-ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων.
Πρόκειται δηλαδή για την κοινωνική έκφραση της έμφυτης ικανότητάς μας για κοινωνικότητα και συνεργασία, μια βιολογική αναγκαιότητα που αποκρυσταλλώνεται σε ρυθμιστικούς κανόνες-επιταγές της κοινωνικής συμπεριφοράς μας.
Οι μεγαλύτεροι στοχαστές και φιλόσοφοι της Δύσης επιχείρησαν μάταια να διαμορφώσουν ένα ισχυρό ηθικό σύστημα σκέψης που θα διασφάλιζε διαχρονικά την εύρυθμη λειτουργία των ανθρώπινων σχέσεων.
Η αποτυχία αυτών των μεγαλειωδών πνευματικών προσπαθειών οφείλεται στο ότι επιχείρησαν να θεμελιώσουν την «Ηθική» τους αποκλειστικά σε μια μεταφυσική, υπερφυσική και τελικά αφύσικη σύλληψη ενός ασώματου, δηλαδή προβιολογικού και προκοινωνικού έλλογου νου που, όπως υπέθεταν εσφαλμένα, καθορίζει την ηθική συμπεριφορά κάθε ανθρώπου.
Από τη μεταφυσική…
Με βάση τα όσα μάθαμε σήμερα μπορεί κανείς να πει ότι η αποτυχία των αμιγώς μεταφυσικών προσεγγίσεων της Ηθικής οφείλεται στην εμφανή ιστορική και γνωσιακή αδυναμία των φιλοσόφων του παρελθόντος να αναγνωρίσουν τις ιδιαίτερες φυσικές-βιολογικές προϋποθέσεις που μας επιτρέπουν να είμαστε τα υποκείμενα κάθε ηθικής δράσης-αντίδρασης.
Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ιμάνουελ Καντ (1724-1804) ο οποίος αναγνωρίζεται ως ο κορυφαίος φιλόσοφος των νεότερων χρόνων.
Στο περίφημο έργο του «Θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών», στο οποίο παρουσιάζει τις κυριότερες έννοιες και αρχές της ηθικής φιλοσοφίας, υποστηρίζει ότι όταν μιλάμε για ένα έμβιο ον «…δεχόμαστε ως θεμελιώδη αρχή ότι δεν υπάρχει σ’ αυτό κανένα όργανο για κάποιο σκοπό που να μην είναι το πιο κατάλληλο και το πιο ευνοϊκό για τον σκοπό αυτόν. Εάν λοιπόν σε ένα ον που έχει Λόγο και θέληση ήταν η διατήρησή του, η ευημερία του, με μία λέξη η ευδαιμονία του, ο πραγματικός σκοπός της φύσης, τότε θα είχε μεταχειριστεί πολύ άσχημα μέσα επιλέγοντας τον Λόγο του πλάσματος για να πραγματοποιήσει την πρόθεσή της αυτή. Διότι όλες τις πράξεις τις οποίες πρέπει να εκτελέσει το ον για την πρόθεση τούτη, καθώς και όλους τους κανόνες της συμπεριφοράς του θα μπορούσε να τα έχει υποδείξει πολύ ακριβέστερα το ένστικτο, εκείνος δε ο σκοπός θα μπορούσε να επιτευχθεί με αυτό [το ένστικτο] πολύ ασφαλέστερα από όσο μπορεί ποτέ να συμβεί με τον Λόγο».
Το απόσπασμα είναι από τη νέα και εξαιρετικά επιμελημένη μετάφραση αυτού του πολύ σημαντικού βιβλίου από τον Κώστα Ανδρουλιδάκη που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Διαβάζοντας προσεκτικά αυτό το κείμενο καταλαβαίνουμε το γιατί ένας μεγάλος κριτικός φιλόσοφος όπως ο Καντ υποπίπτει στον μεταφυσικό πειρασμό του να αποδώσει αποκλειστικά στον «Λόγο», δηλαδή στην έλλογη ψυχή, τον ρόλο του «κυβερνήτη» κάθε νοητικής και ηθικής συμπεριφοράς των ανθρώπινων όντων.
Αποδεχόμενος άκριτα την εσφαλμένη αλλά κυρίαρχη στην εποχή του επιστημονική άποψη ότι όλα τα όργανα του σώματος και τα «ένστικτα» έχουν σχεδιαστεί για να ικανοποιούν -και μάλιστα «τέλεια»!- τις βασικές βιολογικές λειτουργίες ενός οργανισμού όχι όμως και τις ανώτερες ψυχικές ανάγκές του, για τις οποίες απαιτείται η καθοδήγηση από τον Λόγο.
Είναι πια σαφές το γιατί τέτοιες δυϊστικές προσεγγίσεις, που διαφοροποιούσαν οντολογικά το σώμα από το πνεύμα και τον εγκέφαλο από τον νου, δεν μπορούσαν να περιγράψουν αντικειμενικά και άρα να εξηγήσουν ικανοποιητικά την ανθρώπινη ηθική συμπεριφορά και ακόμη λιγότερο βέβαια να διαφωτίσουν τις βιολογικές και ιστορικές προϋποθέσεις της σύγκρουσης του καλού με το κακό.
…στη βιολογική ηθική
Αντίθετα με τις μεταφυσικές εικασίες του παρελθόντος, οι σύγχρονες βιολογικές επιστήμες (από την Εξελικτική και τη Γενετική μέχρι την Ηθολογία), συνεπικουρούμενες από τις πρόσφατες κατακτήσεις των επιστημών του εγκεφάλου και του νου (τις Νευροεπιστήμες και τη Γνωσιακή ψυχολογία) μας προσφέρουν μια πολύ πιο ρεαλιστική -και κυρίως γνωστικά ελέγξιμη- εικόνα των εξελικτικών και εγκεφαλικών προϋποθέσεων για την ανάδυση της ανθρώπινης ηθικής.
Στο βιβλίο του «Πρωτεύοντα και φιλόσοφοι» (κυκλοφορεί από τις εκδ. Αλεξάνδρεια), ο κορυφαίος Ολλανδός ηθολόγος Φρανς ντε Βάαλ (Frans de Vaal) εκθέτει με τρόπο σαφή τις κατακτήσεις της Ηθολογίας, της επιστήμης που μελετά τα αίτια, τους μηχανισμούς και την εξέλιξη της συμπεριφοράς των πρωτεύοντων θηλαστικών, στα οποία ανήκει και το ανθρώπινο είδος.
Τα συμπεράσματα των ηθολογικών ερευνών διαψεύδουν την από αιώνες κυρίαρχη άποψη ότι ο άνθρωπος είναι ένα «εκ φύσεως» κακό και άκρως εγωιστικό είδος που, καταφεύγοντας στη νοημοσύνη του, επιχειρεί να συγκαλύψει τη «διαβολική» φύση του με ένα «επίχρισμα ηθικής».
Ο Φρανς ντε Βάαλ υποστηρίζει ότι αυτή η επιστημονικά ανανεωμένη εικόνα της «αμαρτωλής» και εγγενώς ανήθικης ανθρώπινης φύσης έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής χάρη στα βιβλία του Ρίτσαρντ Ντόκινς (Richard Dawkins) και του Ρόμπερτ Ράιτ (Robert Wright).
Κατά βάθος όμως πρόκειται για μια αντιδαρβινική και άρα αντιεξελικτική εικόνα του ανθρώπινου είδους, αφού ο ίδιος ο Δαρβίνος ήταν πεπεισμένος ότι υπάρχει εξελικτική συνέχεια (και όχι ασυνέχεια) ανάμεσα στο κοινωνικό ένστικτο των ζώων και την ανθρώπινη ηθική.
Επιπλέον η θεωρία του «ηθικού επιχρίσματος» δεν επιβεβαιώνεται από τις έρευνες πολλών βιοανθρωπολόγων, ψυχολόγων, πρωτευοντολόγων και οικονομολόγων, οι οποίες δείχνουν ότι οι άνθρωποι διαθέτουν μια ισχυρή βιολογική προδιάθεση για ενσυναίσθηση, αλληλεγγύη, και συνεργασία στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας.
Μια τόσο έντονη βιοψυχολογική ανάγκη για αμοιβαία αναγνώριση και συνύπαρξη με τους άλλους που, όταν δεν ικανοποιείται, γεννά «παράλογα» επιθετικές ή αυτοκαταστροφικές αντιδράσεις.
Ο εφιάλτης της βιοτεχνολογικής αυτοβελτίωσής μας
Δεδομένου ότι είναι σε θέση να επεμβαίνει τροποποιητικά στα πιο ιδιαίτερα φυσιολογικά και γενετικά χαρακτηριστικά του, το ανθρώπινο είδος αποτελεί πλέον ένα αντικείμενο των βιοτεχνολογικών πρακτικών που το ίδιο επινόησε.
Ο,τι μέχρι χθες στην προσωπική ιστορία μας καθώς και στην ιστορία του είδους μας το αφήναμε στο παιχνίδι της τύχης και της αναγκαιότητας των εξελικτικών διαδικασιών, σήμερα επιθυμούμε διακαώς να το προσχεδιάσουμε και να το χειραγωγήσουμε βιοτεχνολογικά.
Ποια νέα ηθικά και κοινωνικοπολιτικά προβλήματα γεννά η ευρύτατη πλέον εφαρμογή των νέων βιοτεχνολογιών στους ανθρώπους;
Αυτές οι νέες τεχνολογικές πρακτικές, είτε ασκούνται σε ενήλικα άτομα είτε σε αγέννητα έμβρυα, αποτελούν μια απροκάλυπτη επεμβατική βαρβαρότητα που προσβάλλει καταφανώς όχι μόνο την «αξιοπρέπεια» αλλά και την όποια «ιερότητα» της ανθρώπινης ζωής έχει απομείνει στις σημερινές κοινωνίες των αγορών.
Στο αμετάφραστο στα ελληνικά βιβλίο του «Η προσταγή της ηθικής ευθύνης» (The imperative of responsibility) ο μεγάλος φιλόσοφος Χανς Γιόνας (Hans Jonas), ένας από τους πιο εμβριθείς στοχαστές των ηθικών προβλημάτων που γεννά η εφαρμογή της σύγχρονης βιοτεχνολογίας, ήταν ο πρώτος που επισήμανε το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα ο άνθρωπος ήταν το υποκείμενο της τεχνολογίας ενώ η φύση ήταν το αντικείμενο.
Μετά την επινόηση της γενετικής μηχανικής αυτή η βολική και λίγο-πολύ σαφής διάκριση έπαψε να ισχύει!
Αν όπως όλοι υποκριτικά παραδεχόμαστε, υποστηρίζει ο Γιόνας, η ανθρώπινη ζωή πρέπει να προστατεύεται από την πρώτη στιγμή που αρχίζει να υπάρχει, τότε όλες οι γενετικές επεμβάσεις και οι κάθε είδους πειραματισμοί πάνω σε ανθρώπινα έμβρυα, ακόμη και για θεραπευτικούς σκοπούς, θα πρέπει να καταδικάζονται ή και να απαγορεύονται αυστηρά (αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό!), αφού παραβιάζουν την αυτόνομη πραγμάτωση και την ατομική εξέλιξη ενός ανθρώπινου προσώπου.
Νευροηθικά διλήμματα
Χάρη στην πρόοδο των νευροεπιστημών τις τελευταίες δεκαετίες, ο εγκέφαλός μας, έδρα των ανομολόγητων συναισθημάτων μας και των πιο μύχιων σκέψεών μας, έχει γίνει όχι μόνο διαφανής στην επιστημονική γνώση, αλλά και δυνητικά χειραγωγήσιμος από όποιους κατέχουν αυτή τη γνώση.
Πράγματι οι ειδικοί είναι ήδη σε θέση να εντοπίζουν επακριβώς και να αναλύουν σε επίπεδο νευρώνων τις εγκεφαλικές μικροδομές που ενεργοποιούνται όταν π.χ. ερωτευόμαστε, όταν μαθαίνουμε ή απομνημονεύουμε κάτι, όταν λέμε ψέματα, όταν κοιτάζουμε ένα έργο τέχνης ή το αγαπημένο μας πρόσωπο.
Δεδομένου ότι οι νευροϊατρικές πρακτικές είναι ήδη σε θέση να επεμβαίνουν στη βαθύτερη δομή του εγκεφάλου ενός ασθενούς για να βελτιώσουν την κατάσταση της υγείας του, θα ήταν άραγε εξίσου επιτρεπτή, δηλαδή κοινωνικά και ηθικά αποδεκτή, η προσφυγή σε τέτοιες νευροτροποποιητικές επεμβάσεις στον εγκέφαλο υγιών ατόμων;
Ποιος θα αποφασίζει σε ποιες περιπτώσεις είναι επιτρεπτή η χρήση νευροδιεγερτικών ουσιών ή νευροβελτιωτικών επεμβάσεων όχι για θεραπευτικούς σκοπούς, αλλά π.χ. για να βελτιώνει κανείς τις εγκεφαλικές του επιδόσεις;
Ομως οι νευροτεχνολογικές πρακτικές εισβάλλουν και σε άλλους τομείς της καθημερινής μας ζωής δημιουργώντας ασυνήθιστα νευροηθικά προβλήματα.
Για παράδειγμα, όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, οι δικαστικές αποφάσεις επηρεάζονται σημαντικά από τις επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με τις νευροβιολογικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης εγκληματικότητας.
Σε αυτά και σε πολλά άλλα καυτά κοινωνικά ζητήματα επιχειρεί να απαντήσει σήμερα η Νευροηθική, το πεδίο έρευνας που διερευνά τις ηθικές και τις κοινωνικές επιπτώσεις από την ανάπτυξη των νευροεπιστημών και της νευροτεχνολογίας.
Ωστόσο ο νεολογισμός «Νευροηθική» υποδηλώνει δύο συμπληρωματικά αλλά, για την ώρα, ασύνδετα αντικείμενα έρευνας: αφενός την «ηθική των νευροεπιστημών», δηλαδή την ηθική αξιολόγηση των επιτευγμάτων και κυρίως των πρακτικών εφαρμογών της νευροεπιστήμης και αφετέρου τη «νευροεπιστήμη της ηθικής», δηλαδή την κατανόηση των εγκεφαλικών προϋποθέσεων και των νευροβιολογικών παραγόντων που επηρεάζουν τις ηθικές μας κρίσεις και γενικότερα την ηθική μας συμπεριφορά.
Από όσα αναφέραμε μέχρι τώρα, ελπίζουμε να έγινε σαφές ότι για τις παραπάνω επιστημονικές και κοινωνικές εξελίξεις ούτε μπορούν ούτε και πρέπει να τα αποφασίζουν από μόνοι τους οι ειδικοί επιστήμονες και ακόμη λιγότερο οι πολιτικοί.
Οι ίδιοι οι πολίτες θα πρέπει να επιλέγουν, αφού πρώτα ενημερωθούν κατάλληλα, για το τι πρέπει να θεωρείται εφικτό και τι ευκταίο στις νέες βιοτεχνολογίες και τις βιοϊατρικές εφαρμογές τους.