07:10 | 22 Ιαν. 2018 | tvxs
Καθώς το «Ισλαμικό Κράτος» έχασε ένα από τα τελευταία του χωριά στο Ιράκ, ο Brett McGurk, ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στον συνασπισμό που πολέμησε εναντίον της οργάνωσης έγραψε στο Twitter πως το «ψευδο-χαλιφάτο φτάνει στο τέλος του».
‘Οντως, το Ισλαμικό Κράτος έχασε τη συντριπτική πλειοψηφία της επικράτειάς του, η οποία στο αποκορύφωμά της το 2014 περιελάμβανε περίπου το ένα τρίτο του Ιράκ και το ήμισυ της Συρίας. Αφού χαρακτηρίστηκε ως «η πλουσιότερη τρομοκρατική οργάνωση στον κόσμο» από τα Ηνωμένα Έθνη, έχει επίσης χάσει περίπου το 80% των κεφαλαίων που απέκτησε από τις κατεχόμενες περιοχές, μιμούμενο τις λειτουργίες ενός κράτους, δηλαδή συλλέγοντας φόρους.
Ωστόσο, τα περί «θανάτου» του «Ισλαμικού Κράτους» είναι μάλλον υπερβολικά διογκωμένα. Έτσι, η ιρακινή κυβέρνηση και οι σύμμαχοί της, δεν μπορούν να υπερηφανευθούν ότι κατήγαγαν ανάλογες με τις στρατιωτικές και οικονομικές νίκες επί των τζιχαντιστών. Εάν θέλουν την πραγματική εξάλειψη του «χαλιφάτου», πρέπει να βρουν τρόπους ώστε να στερέψουν οι λογαριασμοί του.
Σύμφωνα με Ιρακινό κυβερνητικό αξιωματούχο, ο οποίος συμμετέχει σε κοινοβουλευτική επιτροπή που συγκεντρώνει στοιχεία σχετικά με την πτώση της Μοσούλης και ο οποίος είναι γνώστης των οικονομικών των τζιχαντιστών, το «Ισλαμικό Κράτος» μετέφερε λαθραία περίπου 400 εκατομμύρια δολάρια από το Ιράκ και τη Συρία κατά τη διάρκεια της πρόσφατης υποχώρησής του. Στην συνέχεια τα «επανεισήγαγε» επενδύοντας σε τοπικές ιρακινές αγορές.
Η αποτυχία του ιρακινού κράτους να ελέγξει την παραοικονομία της χώρας προηγείται της αμερικανικής εισβολής το 2003. Στη δεκαετία του 1990, οι εξαντλητικές διεθνείς κυρώσεις με το εμπάργκο στις ιρακινές εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου οδήγησαν το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν να διευρύνει τα δίκτυα λαθρεμπορίου πέρα από τα σύνορα με την Τουρκία, την Συρία και την Ιορδανία.
Το «Ισλαμικό Κράτος» πάτησε σε αυτό το ήδη ανοιγμένο μονοπάτι και το αξιοποίησε προς όφελός του. Καταφέρνοντας να ελέγξει τους παλιούς δρόμους του λαθρεμπορίου κατά την επέλασή του στο Ιράκ και την Συρία. έφτασε το 2014 να κάνει «τζίρο» τουλάχιστον 1 εκατομμύριο δολάρια ημερησίως από την «οικονομία του πολέμου». Η οργάνωση εδραίωσε, ενδυνάμωσε και επέκτεινε ένα ευρύ δίκτυο λαθρεμπορίου ανεκτίμητων, λεηλατημένων αρχαιοτήτων, χρυσού και πετρελαίου, με τα στοιχεία να δείχνουν συνενοχή πολιτικών κομμάτων και καλά δικτυωμένων προσώπων από το Ιράκ και τις γειτονικές χώρες, στην τροφοδοσία αυτής της μαύρης αγοράς.
Καθώς σήμερα το «Ισλαμικό Κράτος» υποχωρεί, έχει ήδη επενδύσει τουλάχιστον 250 εκατομμύρια δολάρια σε νόμιμες επιχειρήσεις, κάνοντας παράνομο «ξέπλυμα». Τόσο στην Βαγδάτη όσο και στις πρόσφατα απελευθερωμένες περιοχές, βασίζεται σε μεσάζοντες οι οποίοι δεν εμπνέονται από την ιδεολογία του «Ισλαμικού Κράτους» αλλά από την προοπτική οικονομικού κέρδους. Πολλοί από τους μεσάζοντες είναι φυλετικοί ηγέτες ή επιχειρηματίες που έχουν καθαρό μητρώο και μπορούν να κρύψουν τους δεσμούς τους με την τρομοκρατική οργάνωση. Τους δίνεται ένα κατ’ «αποκοπή» ποσό για να επενδύσουν σε μια επιχείρηση και το «Ισλαμικό Κράτος» παίρνει ένα ποσοστό από τα κέρδη.
Υπάρχουν όμως και οι πελάτες…
Αυτές οι εταιρίες – «βιτρίνα», περιλαμβάνουν αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, καταστήματα ηλεκτρονικών ειδών και φαρμακεία – αλλά η πιο αγαπημένη «μπίζνα» των τζιχαντιστών είναι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες. Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα του Ιράκ, στην Βαγδάτη λειτουργούν σήμερα εκατοντάδες μικρές επιχειρήσεις ανταλλαγής συναλλάγματος που συνδέονται με το «Ισλαμικό Κράτος». Τέτοιες επιχειρήσεις επέτρεψαν στην οργάνωση να μετατρέψει τα ιρακινά δηνάριά τους σε αμερικανικά δολάρια. Το 2014 και το 2015, το «Ισλαμικό Κράτος» συμμετείχε στις συναλλαγματικές δημοπρασίες της Ιρακινής Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίες παρέχουν στις τράπεζες και στα ανταλλακτήρια συναλλάγματος, πρόσβαση σε δολάρια ΗΠΑ, σε μετρητά, βοηθώντας, ταυτόχρονα, την Βαγδάτη να σταθεροποιήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία. Ωστόσο, η ιρακινή κυβέρνηση χρειάστηκε περίπου ένα χρόνο για να αποτρέψει τη συμμετοχή της οργάνωσης σε αυτές τις δημοπρασίες.
Τα ιρακινά υπουργεία Εσωτερικών, Εξωτερικών, ‘Αμυνας και Οικονομικών, η κεντρική τράπεζα, το γραφείο του πρωθυπουργού και η αντιτρομοκρατική υπηρεσία προσπαθούν να εμποδίσουν τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, αλλά παραμένουν θεσμικά αδύναμοι και σπάνια συνεργάζονται μεταξύ τους. Ο απαιτούμενος στοιχειώδης συντονισμός έχει χτυπηθεί από τις πολιτικές αντιπαλότητες και τη διαφθορά μεταξύ των πολιτικών ελίτ. Μέλη αυτής της ελίτ επωφελούνται προσωπικά από τη μαύρη αγορά. Μάλιστα, ένας βουλευτής που ανήκει σε μια επιτροπή κατά της διαφθοράς είπε ότι «όλοι είναι διεφθαρμένοι», συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του, επομένως δεν έχουν κανένα κίνητρο για να σπάσουν τον κύκλο της διαφθοράς.
Για τους ηγέτες του «Ισλαμικού Κράτους», τα διαρθρωτικά οικονομικά προβλήματα που πλήττουν το Ιράκ αντιπροσωπεύουν μια «γραμμή ζωής». Θα συνεχίσουν να επωφελούνται από το εμπόριο ναρκωτικών, αρχαιοτήτων και όπλων, ενώ θα επιστρέψουν και στις απαγωγές ως πηγή εσόδων, μια τακτική στην οποία στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά τις πρώτες μέρες της οργάνωσης, εδώ και πάνω από μια δεκαετία πριν.
Το συμπέρασμα είναι απλό: Αν η διεθνής κοινότητα θέλει να απαλλαγεί από το «Ισλαμικό Κράτος» δεν αρκεί να το νικήσει στρατιωτικά, αλλά και να το χρεοκοπήσει οικονομικά. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να χτυπηθεί όλο το κύκλωμα του λαθρεμπορίου, αφού, είναι προφανές, ότι οι αρχαιότητες, το πετρέλαιο και ο χρυσός που λεηλατεί το ISIS βρίσκει πελάτες στο εξωτερικό, μεταξύ άλλων και στην Δύση. Άλλωστε, από το 2015 έχουν δει το φως της δημοσιότητας στοιχεία για τους τρόπους διοχέτευσης του πετρέλαιου από τις περιοχές που ήλεγχε η οργάνωση, μέσω της Τουρκίας, κυρίως. Είναι εύλογο, ότι τέτοιας κλίμακας επιχειρήσεις είναι αδύνατον να λαμβάνουν χώρα δίχως συνένοχους «υπεράνω πάσης υποψίας». Όπως έγραφε και το «Time» το 2015, το ISIS «πουλάει στους πάντες, δεν τίθεται ζήτημα ιδεολογίας». Το ερώτημα είναι αν οι ΗΠΑ και η ΕΕ έχουν το σθένος και την πολιτική βούληση να ψάξουν βαθύτερα, κοιτάζοντας και στον καθρέφτη.