27.01.2018, 18:04 | εφσυν
Τα αίτια της υποτίμησης της βιολογικής φύσης μας και της βαθύτατης ενότητάς της με τα άλλα ζωικά είδη πρέπει να αναζητηθούν όχι τόσο στην έλλειψη των κατάλληλων γνωστικών ή ερευνητικών εργαλείων, αλλά μάλλον στη μεταφυσική προκατάληψη περί της μοναδικότητας του ανθρώπινου είδους, η διανοητική ανωτερότητα του οποίου ερμηνευόταν εσφαλμένα ως προϊόν θεϊκής δημιουργίας και όχι βέβαια της ταπεινής βιολογικής εξέλιξης από «κατώτερα» βιολογικά είδη.
Η αποδόμηση των κοινότοπων –αλλά ιδιαίτερα επίμονων– ψευδαισθήσεων σχετικά με τη βιολογική ανωτερότητα του είδους μας θα ξεκινήσει δειλά δειλά τον 20ό αιώνα χάρη σε μια σειρά από ιδιαίτερα ανατρεπτικές επιστημονικές εξελίξεις.
Η εντυπωσιακή ανάπτυξη της Εξελικτικής Βιολογίας, της Βιοψυχολογίας, των Νευροεπιστημών και της Φυσικής Ανθρωπολογίας έκανε σαφές όχι μόνο το πόσο ανυπόστατη είναι η ανθρώπινη υπεροψία, αλλά κυρίως το πόσο στείρο είναι γνωσιακά και κοινωνικά το να αντιδιαστέλλουμε τη Βιολογία στον Πολιτισμό ή τη Φύση στην Ανατροφή (Nature – Nurture).
Ο γόρδιος δεσμός μεταξύ Βιολογίας και Πολιτισμού
Eνώ όλοι συμφωνούν ότι τα ζώα διαθέτουν μια «ζωική φύση», δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι, από καθαρά βιολογική άποψη, εμείς οι άνθρωποι διαθέτουμε μια ιδιαίτερη ή επιπρόσθετη «ανθρώπινη φύση».
Διότι αμέσως προκύπτει το εύλογο ερώτημα: Πώς συνδέεται αυτή η επιπρόσθετη «αφύσικη-πνευματική φύση» μας με τη «φυσική-βιολογική φύση» μας;
Πώς είναι δυνατόν να είμαστε νοήμονα και πολιτισμικά όντα και ταυτόχρονα βιολογικές μηχανές που αποβλέπουν μόνο στην αναπαραγωγή των γονιδίων τους;
Το βέβαιο πάντως είναι ότι εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε τα υπερβιολογικά, ασώματα και αενάως εύπλαστα όντα, όπως προπαγανδίζεται παντοιοτρόπως από τη μεταμοντέρνα μυθολογία.
Δεν είμαστε όμως ούτε οι ανόητες και μη συνειδητές βιολογικές μηχανές που υπάρχουν και επιβιώνουν μόνο για να διευκολύνουν την αναπαραγωγή των γονιδίων τους, όπως υποστηρίζουν κάποιες απλοϊκές βιολογικές προσεγγίσεις. Τόσο η εικόνα του «ανθρώπου-πλαστελίνη» όσο και η εικόνα του «ανθρώπου-βιοαυτόματο» είναι εξίσου παραπλανητικές.
Στις μέρες μας είμαστε επιφυλακτικοί και ιδιαίτερα δύσπιστοι απέναντι σε όποιον επικαλείται την έννοια της «ανθρώπινης φύσης». Η επιφυλακτικότητα και η δυσπιστία μας είναι απολύτως δικαιολογημένες, δεδομένου ότι η διαμάχη σχετικά με το αν η «ανθρώπινη φύση» καθορίζεται από τη βιολογική ή την ψυχική μας υπόσταση και αν είναι εκ φύσεως αγαθή ή κακοήθης κρατά εδώ και αιώνες.
Γιατί, παρά τον υποκριτικό αποτροπιασμό μας για τις αναρίθμητες δολοφονίες, σφαγές και γενοκτονίες, που «κοσμούν» την ανθρώπινη ιστορία, διστάζουμε να αναγνωρίσουμε, πόσο μάλλον να κατανοήσουμε, το γιατί η φαινομενικά «κτηνώδης» επιθετικότητα και η λεγόμενη «τυφλή» βία αποτελούν τα σταθερά και δυσεξάλειπτα συστατικά της κοινωνικής μας ζωής;
Homo homini lupus;
Στο περίφημο έργο του «Λεβιάθαν», ο Αγγλος φιλόσοφος Τόμας Χομπς (Thomas Hobbes, 1588-1679), πρωτοπόρος θεωρητικός της νεωτερικής πολιτικής φιλοσοφίας, επιχείρησε να καταδείξει ιστορικά ότι οι άθρωποι δεν διαθέτουν αγαθή φύση, αλλά αντίθετα: «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος» (Homo homini lupus).
Υιοθετώντας ο Χομπς αυτό το αρχαίο ρητό, που αποδίδεται στον Λατίνο κωμωδιογράφο Πλαύτο, υποστηρίζει ότι η λυσσαλέα ανταγωνιστικότητα, επιθετικότητα και βία αποτελούν διαχρονικά γνωρίσματα όχι μόνο της ζωικής αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς· θεωρεί, μάλιστα, ότι υπερτερούν σαφώς σε σχέση με άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά μας όπως η συντροφικότητα, η συνεργασία και η αλληλεγγύη.
Ανέκαθεν, λοιπόν, αυτές οι συμπεριφορές αναγνωρίζονταν ως οι αυθόρμητες και αναπόφευκτες εκδηλώσεις της «ανθρώπινης φύσης», μιας ασαφώς προσδιορισμένης και άρα σκοτεινής βιοπολιτισμικής οντότητας, που προδιαγράφει, υποτίθεται, τα όρια κάθε ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς μας.
Κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφορες κοινωνικές, πολιτικοοικονομικές, ψυχολογικές εξηγήσεις, που επιχειρούν ανεπιτυχώς να εκλογικεύσουν τέτοιες φαινομενικά «αναίτιες» ή «παράλογες» εκδηλώσεις της ανθρώπινης επιθετικότητας.
Καμία, όμως, από αυτές τις κοινωνικές «εξηγήσεις» δεν στάθηκε στους νευροβιολογικούς μηχανισμούς που, ενώ αποτελούν το φυσικό υπόστρωμα για την εκδήλωση κάθε βίαιης και επιθετικής συμπεριφοράς, υποβαθμίζονται συστηματικά ως παραπλανητικές φυσικαλιστικές προσεγγίσεις.
Και ας σημειωθεί ότι μιλάμε για το «υπόστρωμα» και όχι για τα «αίτια» που προκαλούν ή, ακριβέστερα, πυροδοτούν τις εκδηλώσεις βίας.
Μετά τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις της ηθολογίας, της κοινωνιοβιολογίας και πιο πρόσφατα της εξελικτικής ψυχολογίας, θεωρείται σχεδόν αναμφισβήτητο και ευρύτατα αποδεκτό ότι η επιθετική συμπεριφορά όλων των ζώων καθορίζεται από έμφυτους βιολογικούς παράγοντες.
Πολύ σοβαρότερες αντιστάσεις συναντά, ακόμη και σήμερα, η αποδοχή της ανθρώπινης επιθετικότητας ως έμφυτης βιολογικής συμπεριφοράς.
Ως συμπεριφοράς, δηλαδή, που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από εξωγενείς περιβαλλοντικούς, μαθησιακούς και εν τέλει κοινωνικούς παράγοντες, αλλά και από κάποιες εγγενείς βιολογικές δομές που διαμορφώθηκαν κατά την εξελικτική ιστορία του είδους μας.
Πρόκειται για την πολύ γνωστή αντιπαράθεση του έμφυτου βιολογικά με το επίκτητο πολιτισμικά ή, αν προτιμάτε, της Φύσης με τον Πολιτισμό.
Με άλλα λόγια, για την οντολογική διάζευξη και τον αμοιβαίο αποκλεισμό των βιολογικών παραγόντων (εξελικτικών, γονιδιακών, εγκεφαλικών) από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εμμένοντας κανείς στον έναν από τους δύο πόλους αυτής της στείρας αντιπαράθεσης, καταλήγει σε μια εσφαλμένη, δηλαδή αποσπασματική και παραπλανητική εικόνα της ανθρώπινης φύσης.
Μια ιδιαίτερη ανθρώπινη φύση, η οποία, επειδή δεν θεωρείται απλώς ή μόνο «ζωώδης», δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι και… αγγελική.
Η οικουμενικότητα των συναισθημάτων
Mέχρι πρόσφατα η δυτική σκέψη επέμενε να υποβαθμίζει ή και να αποκλείει επιδεικτικά κάθε δυνατότητα βιολογικής εξήγησης της σκέψης, των συναισθημάτων και της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων, παρότι ο Κάρολος Δαρβίνος είχε παρουσιάσει –ήδη από το 1872!– στο βιβλίο του για την «Εκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα» ένα σχεδόν πλήρες επιστημονικό πρόγραμμα έρευνας, το οποίο ήταν όχι μόνο θεωρητικά στιβαρό, αφού βασιζόταν στη θεωρία της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής, αλλά και εμπειρικά θεμελιωμένο, δεδομένου ότι προέκυψε από πλήθος παρατηρήσεων σε ανθρώπινους και ζωικούς πληθυσμούς.
Μολονότι τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις αποτελούν μια θεμελιώδη πτυχή της ανθρώπινης φύσης, πριν από μόλις τέσσερις δεκαετίες ήταν ένα υποτιμημένο γνωστικό αντικείμενο για τις βιοψυχολογικές έρευνες, οι οποίες επέλεγαν πιο «απτά» αντικείμενα μελέτης, όπως π.χ. την κυτταρική οργάνωση του νευρικού συστήματος ή τις βιοχημικές λειτουργίες του εγκεφάλου, αφήνοντας έτσι στη δικαιοδοσία της ψυχανάλυσης, της ψυχοθεραπείας ή της κοινωνικής ψυχολογίας τη διερεύνηση των δήθεν ασώματων ψυχικών λειτουργιών.
Η αποδόμηση αυτών των κοινότοπων αντιλήψεων σχετικά με τα ανθρώπινα συναισθήματα θα ξεκινήσει κατά τη δεκαετία του 1960, χάρη στις πρωτοποριακές ψυχολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες του Πολ Εκμαν (Paul Ekman).
Ενός εντελώς ασήμαντου, τότε, Αμερικανού εξελικτικού ψυχολόγου που αποφάσισε να μελετήσει πειραματικά και με επιτόπιες ανθρωπολογικές έρευνες τις φευγαλέες αλλά επαναλαμβανόμενες εκφράσεις των συγκινήσεων στο πρόσωπο όλων των ανθρώπων, σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Πράγματι, οι εκφράσεις και οι μορφασμοί του ανθρώπινου προσώπου –καθώς και πολλών άλλων ζώων!– αποτελούν την απτή μαρτυρία και την ορατή εξωτερίκευση των συγκινήσεων που βιώνουν πολλοί οργανισμοί.
Κάτι που πρώτος ο Δαρβίνος όχι μόνο αναγνώρισε αλλά και προσπάθησε να εξηγήσει επιστημονικά, χωρίς ωστόσο να πείσει την επιστημονική κοινότητα της εποχής του:ακόμη και οι πιο πιστοί δαρβινιστές αρνήθηκαν να αποδεχτούν τις λογικές συνέπειες της δαρβινικής εξήγησης για τη ζωική καταγωγή και εξέλιξη των ανθρώπινων συγκινήσεων!
Χρειάστηκαν δεκαετίες συστηματικών ψυχολογικών παρατηρήσεων και επιτόπιων ανθρωπολογικών ερευνών για να αλλάξει γνώμη η διεθνής επιστημονική κοινότητα.
Μόνο μετά τη συστηματική καταγραφή και ανάλυση που πραγματοποίησαν ο Πολ Εκμαν και οι συνεργάτες του σε πάνω από 10.000 πρόσωπα έγινε αποδεκτό ότι οι εκφράσεις μέσω του προσώπου των βασικών ανθρώπινων συγκινήσεων είναι «οικουμενικές», δηλαδή πανανθρώπινες και δεν εξαρτώνται από τυχαίες τοπικές ή πολιτισμικές διαφορές.
Το περίεργο είναι ότι διατυπώθηκαν περίπου οι ίδιες ιδεολογικές αντιρρήσεις ενάντια στις έρευνες του Εκμαν που επιβεβαίωναν, έναν αιώνα μετά, τη δαρβινική αρχή της εξελικτικής συνέχειας και της οικουμενικότητας: δηλαδή την εγγενώς βιολογική ομοιογένεια και άρα τη μη πολιτισμική εξάρτηση όλων των ανθρώπινων πληθυσμών ως προς την έκφραση των βασικών συγκινήσεων.
Ακόμη πιο εξωφρενικό, όμως, ήταν ότι αυτές οι αντιρρήσεις δεν διατυπώθηκαν από συντηρητικούς ακροδεξιούς, αλλά από προοδευτικούς ανθρωπολόγους και εθνολόγους οι οποίοι, τουλάχιστον θεωρητικά, δήλωναν αντιρατσιστές!
Ανάμεσα στους αντιπάλους του κοινού βιολογικού υποστρώματος στην έκφραση των ανθρώπινων συγκινήσεων ήταν οι θεωρητικοί του «πολιτισμικού σχετικισμού» (cultural relativism), όπως οι διάσημοι ανθρωπολόγοι Margaret Mead, Gregory Bateson και ο γλωσσολόγος-ανθρωπολόγος Ray Birdwhistell, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά διαφέρει ριζικά από τη ζωική, επειδή καθορίζεται πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικά, από εξωγενείς κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες.
Κατά αξιοπερίεργο τρόπο, η «προοδευτική» θέση των κοινωνικών ανθρωπολόγων ενισχύει, αν δεν ταυτίζεται, με τις πολιτικά «ύποπτες» και επιστημονικά «αντιδραστικές» απόψεις των συμπεριφοριστών ψυχολόγων: τίποτα δεν είναι έμφυτο στην ανθρώπινη φύση, τα πάντα εξαρτώνται από το κοινωνικό-πολιτισμικό περιβάλλον.
Κάθε συμπεριφορά μας καθορίζεται και διαμορφώνεται αποκλειστικά από εξωγενείς παράγοντες και οι άνθρωποι δεν είμαστε τίποτε άλλο από εύπλαστες… κοινωνικές μαριονέτες!
Μια επιστημονικά μεροληπτική και προκλητική ιδεολογική άποψη για την ανθρώπινη φύση που θα διερευνήσουμε διεξοδικότερα στο επόμενο άρθρο.
Προδιαμόρφωση ή επιγένεση της ανθρώπινης φύσης;
Στη διπλή έλικα του DNA βρίσκονται κωδικευμένες όλες οι απαραίτητες γενετικές πληροφορίες για τη συγκρότηση και την καλή λειτουργία ενός οργανισμού, όμως το μόριο του DNA είναι απελπιστικά αδρανές και «αυτιστικό»: μόνο όταν βρίσκεται στο κατάλληλο κυτταρικό μικροπεριβάλλον και χάρη στην παρουσία μιας σειράς διαφορετικών μορίων καταφέρνει να εκφραστεί.
Και σε αυτό το σημείο υπεισέρχονται οι επιγενετικοί μηχανισμοί τροποποίησης της έκφρασης των γονιδίων.
Για παράδειγμα, η μεθυλίωση, η προσθήκη δηλαδή μιας ομάδας μεθυλίου σε μια από τις τέσσερις βάσεις του DNA, έχει αποτέλεσμα την «αποσιώπηση» του μεθυλιωμένου γονιδίου.
Με άλλα λόγια, η μεθυλίωση καθιστά τα γονίδια ανενεργά, ενώ ό,τι αφαιρεί τη μεθυλική ομάδα επανενεργοποιεί το γονίδιο.
Σε μια σειρά από πρωτοποριακές έρευνες οι Michael Meaney και Moshe Szyf έδειξαν, αρχικά στους αρουραίους και κατόπιν στους ανθρώπους, τα δραματικά αποτελέσματα που έχουν το στρες και η ψυχολογική πίεση στη μεθυλίωση των γονιδίων μας. Ενώ και άλλες μεταγενέστερες έρευνες επιβεβαίωσαν τις αρνητικές επιγενετικές επιδράσεις του στρες.
Ανάλογα καταστροφική αποδείχτηκε η εμπλοκή των επιγενετικών τροποποιήσεων στη δημιουργία νεοπλασιών, καθώς και σε ασθενείς που πάσχουν από σοβαρά νευρολογικά προβλήματα (αυτιστικοί, σχιζοφρενείς, καταθλιπτικοί).
Στους ψυχωτικούς ασθενείς, μάλιστα, διαπιστώθηκε μια σαφής αύξηση της επιγενετικής μεθυλίωσης των γονιδίων (BDNF) στα κύτταρα του μετωπιαίου φλοιού τους.
Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών φαίνεται να παραβιάζουν και να αμφισβητούν στην πράξη τη θεμελιώδη απαγορευτική αρχή της σύγχρονης γενετικής που επιτάσσει «τα επίκτητα χαρακτηριστικά να μην κληρονομούνται ποτέ».
Μολονότι το περιβάλλον δεν μπορεί να προκαλέσει άμεσα κληρονομήσιμες αλλαγές του γενετικού υλικού (DNA), μπορεί κάλλιστα να προκαλεί βαθύτατες επιγενετικές μεταβολές στην έκφραση των γονιδίων, ορισμένες απο τις οποίες είναι κληρονομήσιμες.
Από τα μέσα του 20ού αιώνα στη βιολογική σκέψη κυριαρχεί ένα νέο και πολύ δυναμικό ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο επιζητεί να εξηγήσει σε μοριακό επίπεδο το σύνολο σχεδόν των πολύπλοκων ζωικών φαινομένων.
Πρόκειται για το πρόγραμμα της «μοριακής βιολογίας», το οποίο τα επόμενα πενήντα χρόνια θα αποδειχθεί ο παραγωγικότερος κλάδος της έρευνας στη Βιολογία.
Μεταγονιδιωματική εποχή
Εκτοτε, η μοριακή προσέγγιση θα θεωρηθεί η βασιλική οδός για την αποκάλυψη των μέχρι πρόσφατα επτασφράγιστων μυστικών της ζωής.
Πράγματι, χάρη στη λεπτομερή κατανόηση του μηχανισμού αναδιπλασιασμού του DNA, καταφέραμε να «λύσουμε» το μυστήριο της αναπαραγωγής.
Οι μοριακοί βιολόγοι ανακάλυψαν την ακριβή χημική δομή και διάταξη των γονιδίων πολλών οργανισμών και αποκρυπτογράφησαν τον καθολικό «γενετικό κώδικα», δηλαδή τους κανόνες έκφρασης ή μετάφρασης των γονιδίων σε πρωτεΐνες.
Επιπλέον, έμαθαν πώς να ανασυνδυάζουν και να κλωνοποιούν στο εργαστήριο γονίδια από διαφορετικούς οργανισμούς, δημιουργώντας ολότελα νέες «διαγονιδιακές» μορφές ζωής.
Ετσι εξηγείται το γιατί, τις τελευταίες δεκαετίες, στη βιολογική σκέψη επικράτησε η αναμφίβολα απλοϊκή αντίληψη ότι το DNA αποτελεί το μοναδικό υλικό υπόστρωμα των βιολογικών πληροφοριών.
Τα κοινά ανατομικά και νοητικά χαρακτηριστικά όλων των πλασμάτων που ανήκουν στο είδος μας (Homo sapiens) πρέπει να βασίζονται στην κοινή γονιδιακή μας κληρονομιά.
Και η κοινή γενετική μας κληρονομιά εξηγείται, με τη σειρά της, από την κοινή βιολογική καταγωγή και εξέλιξη όλων των ανθρώπινων γονιδιωμάτων.
Αν όμως η κοινή βιολογική μας ταυτότητα οφείλεται στην κοινή βιολογική καταγωγή μας, δηλαδή στα «κοινά» γονίδιά μας, τότε πώς εξηγούνται η τεράστια ποικιλομορφία στο εσωτερικό του είδους μας και η ουσιαστική μοναδικότητα κάθε ανθρώπινου όντος;
Η απάντηση σε αυτό το βασανιστικό ερώτημα θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τη διαύγαση των πολύπλοκων σχέσεων ανάμεσα στα γονίδια και το περιβάλλον τους, αλλά και από την κατανόηση των περίπλοκων επιγενετικών μηχανισμών που, όπως γνωρίζουμε, διαμεσολαβούν στις αμφίδρομες σχέσεις των γονιδίων μας με το οικολογικό, κοινωνικό περιβάλλον όπου ζούμε.