Η διαμεσολάβηση στις αστικές και εμπορικές διαφορές, η οποία εισήχθη στην Ελλάδα με τον Ν. 3898/2010, έχει διανύσει ήδη μία πορεία 7 ετών. Δυστυχώς όμως το μόνο που κατόρθωσε είναι να πείσει 1.771 δικηγόρους και λοιπούς επαγγελματίες να διαθέσουν -σε καιρούς οικονομικά χαλεπούς- από το υστέρημά τους σημαντικά ποσά ως δίδακτρα για να καταρτιστούν και να πιστοποιηθούν ως διαμεσολαβητές.
Ωστόσο ο αριθμός των διαμεσολαβήσεων στην Ελλάδα είναι πενιχρός και δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από τη μυστικότητα της διαδικασίας, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για να καλύψει την αδυναμία συλλογής στοιχείων. Οι αριθμοί όμως είναι αμείλικτοι: τα πρώτα 6 χρόνια λειτουργίας του θεσμού έχουν κατατεθεί μόλις 100 πρακτικά Επιτυχών Διαμεσολαβήσεων στα Πρωτοδικεία της χώρας.
Οι διατάξεις λοιπόν για τη διαμεσολάβηση που συμπεριλήφθησαν στο πολυνομοσχέδιο για το κλείσιμο της 3ης αξιολόγησης αποβλέπουν στην αναμόρφωση και την ποιοτική αναβάθμισή της, ώστε να αποκτήσουν οι Ελληνες πολίτες αλλά και το ίδιο το δικαιικό σύστημα εμπιστοσύνη απέναντι στον θεσμό και να τον αξιοποιήσουν ως μία εναλλακτική μορφή εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών τους.
Οι νέες ρυθμίσεις εισάγουν την υποχρεωτικότητα της διαδικασίας σε έναν πολύ περιορισμένο αριθμό υποθέσεων, οι οποίες εκ της φύσεώς τους είναι δεκτικές διαμεσολάβησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων διαφορών είναι οι οικογενειακές διαφορές και οι διαφορές μεταξύ συνιδιοκτητών, όπου οι φθοροποιοί δικαστικοί αγώνες δηλητηριάζουν τις σχέσεις των εμπλεκόμενων μερών και διαταράσσουν την ομαλή κοινωνική συμβίωσή τους.
Σημειωτέον ότι υποχρεωτικότητα υπαγωγής σε διαμεσολάβηση δεν σημαίνει υποχρέωση διευθέτησης της εκάστοτε υπόθεσης με διαμεσολάβηση, αλλά την υποχρέωση προσπάθειας επίλυσής της μέσω αυτής. Τα μέρη, αφού ενημερωθούν για τον θεσμό, έχουν το δικαίωμα να τερματίσουν τη διαδικασία οποτεδήποτε και χωρίς συνέπειες και να προσφύγουν στον φυσικό δικαστή.
Επομένως, οι φοβικές αντιδράσεις περί δήθεν «ιδιωτικοποίησης της δικαιοσύνης», οι οποίες προέρχονται από σκληρούς πολέμιούς της που δεν έχουν ιδέα περί τίνος πρόκειται, είναι ανεδαφικές καθώς η διαμεσολάβηση δεν ανταγωνίζεται το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης εφόσον ο διαμεσολαβητής δεν εκδίδει απόφαση και άρα δεν υποκαθιστά τον δικαστή.
Η διαμεσολάβηση λειτουργεί παράλληλα και εποικοδομητικά προς το σύστημα απονομής δικαιοσύνης και δίνει σε ιδιώτες που έχουν εξουσία διάθεσης της διαφοράς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν έναν άλλο ειρηνικό τρόπο επίλυσης αυτών, ο οποίος εγγυάται την ταχύτερη, αποτελεσματικότερη και οικονομικότερη επίλυσή τους.
Η εν λόγω διάταξη περί υποχρεωτικής προσπάθειας επίλυσης κάποιων αστικών και εμπορικών διαφορών με διαμεσολάβηση δεν καινοτομεί, αλλά ακολουθεί δοκιμασμένα επί σειρά ετών και επιτυχημένα ευρωπαϊκά πρότυπα. Συγκεκριμένα στην Τσεχική Δημοκρατία συναντούμε την υποχρεωτική συμμετοχή σε ενημερωτικές συναντήσεις σχετικά με τον θεσμό της διαμεσολάβησης με δικαστική εντολή για το σύνολο των διαφορών, ενώ σε 5 χώρες (Γερμανία, Αγγλία, Ουγγαρία, Λιθουανία, Ιταλία) η διαμεσολάβηση είναι υποχρεωτική σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων.
Χαρακτηριστικότερο και εξαιρετικά επιτυχημένο παράδειγμα τέτοιου κράτους-μέλους είναι η γειτονική μας Ιταλία, οι πολίτες της οποίας έχουν παρόμοια κουλτούρα με εμάς και ένα δικαιοδοτικό σύστημα με αντίστοιχα προβλήματα, οι οποίοι κατόρθωσαν να επιλύουν ετησίως 250.000 υποθέσεις με διαμεσολάβηση.
Επομένως και στη χώρα μας είναι δυνατόν να πετύχει ο θεσμός της διαμεσολάβησης και να συνδράμει στην επίλυση των χρόνιων προβλημάτων του δικαιικού μας συστήματος, αποσυμφορίζοντας τα πινάκια των δικαστηρίων από τις υποθέσεις που μπορούν να επιλυθούν συμβιβαστικά, περιορίζοντας τον αριθμό των υπό εκδίκαση υποθέσεων στα δικαστήρια, μειώνοντας τον χρόνο έκδοσης δικαστικών αποφάσεων και επιταχύνοντας έτσι την απονομή της δικαιοσύνης.
Σημαντικό είναι να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι η πρόβλεψη υποχρεωτικής προσπάθειας επίλυσης μιας διαφοράς με διαμεσολάβηση έχει κριθεί από το Δικαστήριο της Ε.Ε. ως απολύτως συμβατή με την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, αλλά και απολύτως συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο και ειδικότερα με το άρθρο 2 παρ. 1 γ της Οδηγίας 2008/52, όπου προβλέπεται ρητά η δυνατότητα θέσπισης υποχρεωτικής διαμεσολάβησης βάσει νόμου ενός κράτους -μέλους.
Οι εισαγόμενες διατάξεις διασφαλίζουν περαιτέρω την ακεραιότητα των Διαμεσολαβητών, αναμορφώνοντας τον Κώδικα Δεοντολογίας και θεσμοθετώντας ένα Πειθαρχικό Δίκαιο Διαμεσολαβητών, με συγκεκριμένη διαδικασία καταγγελίας αθέμιτων πρακτικών, με εξειδικευμένες ποινές και Πειθαρχικά Οργανα Επιβολής τους. Μέριμνα επίσης δόθηκε στη διασφάλιση της γνωστικής επάρκειας των διαμεσολαβητών.
Προς τον σκοπό αυτό τείνουν οι διατάξεις που προβλέπουν τον διπλασιασμό των ωρών εκπαίδευσης των υποψήφιων διαμεσολαβητών σε σχέση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, την υποχρεωτική μετεκπαίδευσή τους και την αυστηροποίηση των εξετάσεων για τη διαπίστευσή τους.
Εν κατακλείδι, οι νέες ρυθμίσεις για τη διαμεσολάβηση δίνουν μία ιστορική ευκαιρία στους Ελληνες πολίτες να αποκτήσουν έναν πολιτισμό φιλικής διευθέτησης των διαφορών τους και στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης την ευκαιρία να μην επιβαρύνεται από έναν σημαντικό αριθμό υποθέσεων που μπορούν να επιλυθούν ειρηνικά.
* βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ στην Πέλλα