Τα μαύρα γυαλιά του έρωτα
29.01.2018, 22:15 | efsyn
Τραπέζι στρωμένο για δύο στο παράθυρο – πλήρως εκτεθειμένο ενώπιον ολόκληρης της πλατείας Piazza Navona. Ενα ζευγάρι -που δεν ήταν στην πρώτη νιότη- μπαίνει στο καφέ με τον βαρύ διάκοσμο. Αν ήμασταν σε ταινία, ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο πιανίστας θα σταματούσε να παίζει, όλα τα μάτια στυλωμένα πάνω τους και απόλυτη σιωπή απλώνεται στον χώρο.
Θέλω να σας γράψω πρώτα για τη γυναίκα. Περπατούσε πλάι του, με το όμορφο ασπρόμαυρο φόρεμά της να λικνίζεται σε κάθε της βήμα, τα καστανά μαλλιά της άγγιζαν τον ώμο του, κόκκινο κραγιόν στο χαμόγελό της.
Το άρωμά της σ’ έφτανε σαν ανοιξιάτικο αεράκι, Γενάρη μήνα. Ομορφη γυναίκα. Γύρω στα πενήντα. Εκείνος δίπλα της. Βαθύ γκρι κοστούμι, έναν τόνο σκουρότερο από τα μαλλιά του. Ψηλότερος, ανέκφραστος, με προσεκτικά σχηματισμένα μαύρα φρύδια. Πέρασαν από μπροστά μου. Κάθισαν στο τραπέζι. Το ατσάλινο εκμαγείο του προσώπου του άντρα συσπάστηκε. Ενας αόρατος σπασμός στα χείλη του κι έπειτα θα μπορούσε να διαβάσει κανείς δυο λόγια: la mia ragazza, κορίτσι μου. Η γυναίκα χαμογέλασε σαν κορίτσι. Αρχισε να του «μιλάει» πότε γελώντας, πότε σιωπώντας, πότε αγγίζοντάς τον.
«Αφησα» το τραπέζι τους και γύρισα προς την Piazza Νavona που είναι ένα μεγάλο θέατρο, το «Τσίρκους Αγκονάλις» των Ρωμαίων. Οι τουρίστες στέκονταν για λίγο στην «Κρήνη των Τεσσάρων Ποταμών» του Τζαν Λορέντζο Μπερνίνι. Οι τέσσερις ποταμοί που απεικονίζονται σαν τέσσερις γίγαντες είναι ο Νείλος, ο Γάγγης, ο Δούναβης και ο Ρίο ντε λα Πλάτα. Ο Νείλος έχει σκεπασμένο το πρόσωπο γιατί κανείς δεν ξέρει τις πηγές του, μου θυμίζει τον ανέκφραστο άντρα και γυρνώ να ξανακοιτάξω το ζευγάρι.
Εχει ακουμπήσει τα μαύρα του γυαλιά στο τραπέζι, την κοιτάζει χωρίς να τη βλέπει. Είναι τυφλός. Εκείνη του μιλά καθώς κόβει το γλυκό του, το τοποθετεί δίπλα στον καφέ του. Το χέρι του δεν ψάχνει πολύ για να βρει τον καφέ και το γλυκό. Σαν να είναι κάτι απόλυτα μετρημένο που του δίνει σιγουριά και ασφάλεια.
Της χαμογελάει. Ξέρει πόσο όμορφη είναι; Πώς έχει χτενίσει σήμερα τα μαλλιά της; Γι’ αυτό που λυπάμαι περισσότερο, δεν είναι που εκείνος δεν μπορεί να δει την όμορφη πλατεία και τα θαυμαστά έργα που τη στολίζουν, που δεν μπορεί να δει ανθρώπους από όλο τον κόσμο που περνούν μπροστά του, λυπάμαι γιατί δεν μπορεί να δει το βλέμμα της. Το βλέμμα της άλλαζε τον κυνικό κόσμο που ξέρουμε.
Κι εγώ, «εκεί που η φωτιά είχε φάει την πέτρα, είδα σήμερα κρίνα. Την αυγή να ’ναι πιο όμορφη απ’ όσο την έγραψα. Το νερό να κυλά σαν ψυχή χωρίς σώμα. Κι είδα ακόμη πως έχει κι άλλο βάθος η αγάπη. Πως σε τούτο τον κόσμο όλα είναι μεγάλα και πως: όχι μόνο στον ήλιο, στο τριαντάφυλλο, στ’ άλογο, στις πεδιάδες της γης που αναβρύζουνε δάση αλλά πως θα πρέπει ακόμη και στην πέτρα κανείς -όπως μπρος σ’ ένα σκήνωμα ηλίων- να προσεύχεται».