Έχουμε λοιπόν ένα γεωπολιτικό ζήτημα και μαζί μ’ αυτό όλα τα συμπαρομαρτούντα: ευκαιρίες (για μπάζες), αφορμές (για ανατροπές), ανακατατατάξεις (εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης).  Η κάθε πλευρά βλέπει στο Σκοπιανό μια προοπτική. Και πάνω σ’ αυτή τη σκοπιμότητα δοκιμάζεται, όχι μόνο η κοινή λογική, αλλά και οι αντοχές μιας χειμαζόμενης κοινωνίας.

Θεμιτή φιλοδοξία του Σύριζα είναι να επιλύσει ορθολογικά ένα σοβαρό πρόβλημα που κληρονόμησε από προηγούμενες κυβερνήσεις. Αυτό, και να ήθελε, δεν μπορούσε να το αποφύγει. Ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί βέβαια ταυτοχρόνως, όπως θα έκανε ο οποιοσδήποτε στη θέση του, να κεφαλαιοποιήσει ό,τι καλό θα μπορούσε να προκύψει στην κατεύθυνση του δικού του αφηγήματος: «τα πάμε καλά παντού».

Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες βλέπουν στο Σκοπιανό έναν τρόπο επανασύνδεσης με την εκλογική τους βάση που φθίνει εκθετικά. Πασόκ και λοπές δημοκρατικές δυνάμεις υιοθετούν τη στάση «άστους να φθείρονται». Το ίδιο περίπου και το ΚΚΕ, που αμφιταλαντεύεται όμως ανάμεσα σε μια θέση αρχής και σε έναν μαξιμαλιστικό τακτικισμό: να φύγουν τα αλυτρωτικά, να αλλάξουν οι Σκοπιανοί το Σύνταγμά τους, να αλλάξουν όλα. Αν είναι ποτέ δυνατόν …

Όλα αυτά ηταν αναμενόμενα με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα από τότε που κέρδισε ο Σύριζα τις εκλογές. Εκείνο που δεν ήταν και τόσο αναμενόμενο είναι η μετατροπή της Νέας Δημοκρατίας από κόμμα του (μέσες-άκρες) μεσαίου χώρου σε παράταξη που εκπροσωπεί πια και επίσημα εις τα καθ’ ημάς τον δεξιό εθνολαϊκισμό που έχει εμφανιστεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Η στάση της Νέας Δημοκρατίας στο Σκοπιανό δένει με την ατζέντα της περί «τάξης και ασφάλειας», την αμφίσημη και εν πολλοίς αντικοινοβουλευτική της συμπεριφορά και το ένδοξο παρεθόν της, τότε που «ανακαταλάμβανε τις πόλεις μας από τους λαθρομετανάστες», ύψωνε τείχη και συγκροτούσε τον νέο Παρθενώνα της Αμυγδαλέζας. Τότε που ο Μπαλτάκος «συνομιλούσε» με τη Χρυσή Αυγή, ο Φαήλος ήταν «σύμβουλος» του Σαμαρά και ο αρχιεπίσκοπος η «Δεξιά του Κυρίου». Όσοι στην Αριστερά δεν έχουν ακόμα καταλάβει τι πάει να πει «ενότητα» στο μπλοκ των συστημικών δυνάμεων καλό θα ήταν να θυμηθούν ότι ο Κυριακός Μητσοτάκης που τώρα εναγκαλίζεται τον Γεωργιάδη και τον Σαμαρά δεν είχε κανένα πρόβλημα να απεκδυθεί της οικογενειακής του παράδοσης, να «ξεχάσει» ποιοί έριξαν την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και να προσχωρήσει σε ένα πολιτικό κιτς που αντιφάσκει με το προφίλ του «μοντέρνου νεοφιλελεύθερου» που είχε με επιμέλεια φιλοτεχνήσει. Αυτό θα πει λαϊκισμός. Ό,τι νάναι, αρκεί να μας φέρει πιο κοντά στην εξουσία.

Παραμένει το «τεχνικό» πρόβλημα. Πώς δηλαδή θα αναγκάσουμε τα Σκόπια να αναθεωρήσουν τον αλυτρωτισμό τους. Σε αυτό το θέμα ισχύει λίγο το γνωστό «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια». Οι Κεντρώοι λένε εν τη ρύμη του λόγου τους κι ένα σωστό:  και μόνο η λέξη «Μακεδονία» στο όνομα του γειτονικού κράτους υπενθυμίζει μια σχέση με κάτι που εμείς θεωρούμε «δικό μας». Είναι αυτό αλυτρωτισμός;  Όχι. Μπορεί όμως να αξιοποιηθεί για μια εσωτερικής κατανάλωσης προπαγάνδα στο μέλλον, όταν οι εθνικιστές στα Σκόπια θα αναζητούν μια βάση για εικονικούς καυγάδες και «τσαμπουκά» με τις πλάτες βέβαια των Αμερικανών. Για να είμαστε όμως ακριβέστεροι:  στην κατεύθυνση του αλυτρωτισμού θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σχεδόν το ο,τιδήποτε, από μια εικόνα, μέχρι  ένα κείμενο ή ένα μνημείο. Για αυτό ακριβώς και δεν έχει κανένα νόημα η εμμονή στα ονόματα και τις διατυπώσεις. Για να έχει ουσία ο αλυτρωτισμός πρέπει η πλευρά που τον υιοθετεί να έχει με το μέρος της τον συσχετισμό των δυνάμεων. Γιατί αλλιώς μιλάμε για γραφικότητες και ανοησίες. Για σκεφτείτε πόσο γελοίο θα ήταν να είχαμε π.χ. στο Σύνταγμά μας τη «Μεγάλη Ιδέα» και να προσέθεταν τα κόμματα στα προγράμματά τους μία παράγραφο για το πώς θα «πάρουμε την Πόλη».

Αν αφαιρέσουμε τη γεωπολιτική συνθήκη, το Σκοπιανό μετατρέπεται σε ένα πρόβλημα που έχει μεν εύκολη λύση, αλλά δεν έχει καμιά ουσία και καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Και κατά τούτο η όλη υπόθεση θυμίζει το μοντέλο του «ξηρού νερού», που είχαν κάποτε υιοθετήσει οι Φυσικοί για να επιλύσουν τις βασικές εξισώσεις της υδροδυναμικής χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν το ιξώδες (δηλαδή τη «γλοιότητα») των υγρών. Βγάζοντας το ιξώδες από τη μέση οι εξισώσεις επιλύονται εύκολα. Ξηρό νερό όμως δεν υπάρχει!