06.02.2018, 15:04 | εφσυν
Κάποια στιγμή στο μέλλον, θα θυμόμαστε σίγουρα την προηγούμενη εβδομάδα. Κι ίσως επανερχόμαστε στις δύο ομιλίες που στάθηκαν, τόσο καθοριστικά, απέναντι η μια στην άλλη: την ομιλία του δημάρχου Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη, την Ημέρα Μνήμης των Εβραίων Ηρώων και Μαρτύρων του Ολοκαυτώματος, και του Μίκη Θεοδωράκη, στο αθηναϊκό συλλαλητήριο για τη Μακεδονία.
Αξίζει να τις ακούσει κανείς, ξανά και ξανά, τη μια δίπλα στην άλλη. Είναι εύκολο άλλωστε, καθώς έγιναν και οι δύο «viral» στη νέα δημόσια σφαίρα που αναπαράγεται στο διαδίκτυο.
Αξίζει να επιμείνει στις μεταξύ τους διαφορές. Και δεν εννοώ τα προφανή – ότι ο Μπουτάρης ξεκινά μιλώντας για το λάθος «μας», ενώ για τον Θεοδωράκη λάθος έχουν μόνο και πάντα οι άλλοι. Ή το ότι ο πρώτος θύμισε τα δεινά (και τη μεταδοτική συνενοχή) που φέρνει ο φασισμός, ενώ ο δεύτερος δεν φάνηκε να πτοείται επευφημούμενος (και) από φασίστες. Εννοώ τα κάπως πιο δυσδιάκριτα.
Εννοώ την εικόνα του Μπουτάρη να μιλάει φορώντας έναν μαύρο εβραϊκό κιπά, διακινδυνευμένα, σκυμμένος, συντετριμμένος, ταπεινωμένος από το γεγονός ότι ο μόνος τρόπος να μιλήσεις επανορθωτικά για ιστορία σήμερα είναι ξεκινώντας από το πλέγμα της δικής σου αδικίας, ακόμα κι όταν αυτή υπήρξε δευτερεύουσα. Κι απ’ την άλλη ο Θεοδωράκης, να μιλάει με βεβαιότητα και οργή, «πατριωτικά, φλογερά και ασυμβίβαστα», όπως λέμε τσαμπουκαλεμένος, επαναλαμβάνοντας πόσο ο λαός «του» έχει πάντα το δίκιο με το μέρος του.
Δυο άνθρωποι μιλούν συναισθηματικά. Ομως ο πρώτος συναισθηματικοποιεί την έννοια της πολιτειότητας, του «συμπολίτη», και θεωρεί τραυματικό το πόσο κάποτε δεν γίνεται ισότιμα η μοιρασιά της: ιστορία, λαός, κοινότητα είναι για τον Μπουτάρη κατηγορίες ανθρώπινες, ακριβώς γιατί μπορεί ο άλλος να τις μοιραστεί.
Ο Θεοδωράκης, πάλι, συναισθηματικοποιεί την εθνικότητα και στη βάση της θεωρεί τις έννοιες «πατρίδα» και «λαός» κλειστές και σίγουρες, κάτι σαν περιούσιο, γενετικό και ιστορικό αποτύπωμα, που εξ ορισμού είναι περιουσία που δεν μοιράζεται. Η δική του είναι «μια πατρίδα που σέβεται και αγαπά όλες τις πατρίδες του κόσμου», αρκεί, βεβαίως, να μην μπερδεύονται στα πόδια της.
Κι εδώ η διαφορά είναι μεγάλη. Γιατί ο Μπουτάρης ζητά να καταλάβουμε το πώς η μνήμη, η μνημολογία, η ταυτότητα, ο τόπος και η γλώσσα είναι κατηγορίες δύσκολες, ακριβώς γιατί είναι αυτές που πάντα κάπως μοιραζόμαστε, σε αυτές συγκατοικούμε και πρέπει να αγωνιζόμαστε για να μη γίνεται η κοινοχρησία τους πεδίο ανταγωνισμού, αλλά λόγος βαθιάς ανθρώπινης περηφάνιας.
Ο Αγιος Δημήτρης, η εκκλησία της Θεσσαλονίκης ο περίβολος της οποίας στρώθηκε με τα μάρμαρα από το κατεστραμμένο εβραϊκό νεκροταφείο, είναι πια, λέει ο δήμαρχος, «το πραγματικό εβραϊκό μαυσωλείο της Θεσσαλονίκης, ο Αγιος Δημήτρης των νεκρών Εβραίων». Η γλώσσα εδώ, υπαινικτικά αλλά ριζοσπαστικά, έχει καταφέρει να κυνηγήσει το φάντασμα του ρατσισμού και του αποκλεισμού ακριβώς μέσα στο σπίτι του, και αυτό το φάντασμα προσπαθεί να ξορκίσει.
Ο Θεοδωράκης πάλι επιμένει στο πώς ο Ελληνας έχει μάθει «να σηκώνεται όρθιος ξανά» και στο ότι δεν πρέπει με τίποτα «να κατεβάσουμε τα παντελόνια μας» στον αντίπαλο. Και τον ενδιαφέρει να εξηγήσει όχι τι χρειάζεται για να μπορεί κανείς να μοιράζεται, αλλά με ποια λογική μπορεί κανείς να αποκλείει.
Μιλάει για νόθους και για πραγματικούς κληρονόμους, για γνήσιους και κάλπικους, αναφέρεται συνεχώς με υποτιμητικό επιτονισμό σε «Σκοπιανούς» (όρο που, ας το παραδεχτούμε, καταλήγει τόσο με βία εκφερμένος, που γίνεται σχεδόν ρατσιστικός). Η γλώσσα εδώ είναι φτιαγμένη να συντηρεί όχι μόνο το status quo, αλλά και να το φυσικοποιεί.
Για τον Μπουτάρη, ιστορική γνώση είναι ένα ατελές αρχείο που ιχνηλατείται και, αργά, αναγκεμένα, σκυμμένα, επανορθωτικά και σχεδόν κουβεντιαστά, πάντα θα συμπληρώνεται. Για τον Θεοδωράκη, Ιστορία είναι κατηγορία εθνομυθική και πλήρης, φωναχτερή και σίγουρη, με κόπιραϊτ και αποκλειστικότητα, φτιαγμένη, σε αιώνιο φαύλο κύκλο, να επιβεβαιώνει και να επιβεβαιώνεται.
Κάποια στιγμή, την προηγούμενη εβδομάδα, Μπουτάρης και Θεοδωράκης βγήκαν από το σπίτι τους. Και ανέβηκαν στο δημόσιο βήμα. Η στιγμή ήταν τόσο αποφασιστική διότι και οι δύο –άνθρωποι με καλή γνώση της ελληνικής δημόσιας ζωής– ήξεραν σε ποιον απευθύνονταν και αποφάσιζαν με ποιους θα συνομιλήσουν.
Απευθύνονταν σε ένα κοινό, και μετωνυμικά σε μια εθνική ταυτότητα, που έχουν τόσο βασιστεί στη μισαλλοδοξία, τον εξαιρετισμό, τη φαντασιακή εθνοαναδελφότητα, τη δομική εβραιοφοβία, τη δομική ομοφοβία και την κατά καιρούς εργαλειοποίηση εκδοχών ρατσισμού – συχνά με πασπαρτού το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο», για να οριστεί ο ελληνισμός ως ανωτερότητα φυλετικού τύπου.
Η διαφορά των δύο αυτών ομιλιών ήταν στο πώς αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν στην πράξη τις σιγουριές του κοινού τους. Ο Θεοδωράκης θυμίζοντας πόσο εύκολα κάποιοι, από ανασφάλεια, αφέλεια, καιροσκοπισμό ή και όλα τούτα ταυτόχρονα, επιμένουν να τις κανακεύουνε, να τους χαμογελούν. Κι ο Μπουτάρης δείχνοντας πώς στην πράξη (και με την πράξη) αυτές ακριβώς τις σιγουριές κάποιοι επιμένουν να τις υπονομεύουν, σε αυτές τις σιγουριές κάποιοι επιλέγουν δημόσια να αντισταθούν.
* αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης