07:04 | 08 Φεβ. 2018
Ο πληθυσμός της Ιαπωνίας συρρικνώνεται. Οι θάνατοι τώρα ξεπερνούν τις γεννήσεις, οι γάμοι μειώνονται και οι νέοι δεν κάνουν σεξ. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης το ονομάζουν «sekkusu shinai shokogun», που σημαίνει σύνδρομο αγαμίας κι έχει φτάσει να ανησυχήσει σοβαρά μέχρι και την ιαπωνική κυβέρνηση.
Ταυτόχρονα, στη συνοικία Shibuya του Τόκιο, η σεξουαλική βιομηχανία της Ιαπωνίας ακμάζει. Τα love hotels εξυπηρετούν εκατομμύρια ιαπωνικά ζευγάρια κάθε χρόνο και ολοένα και περισσότερο τουρίστες. Υπάρχουν περισσότερα από 30.000 τέτοια ξενοδοχεία στη χώρα και εκατοντάδες μόνο στο Τόκιο – μια επιχείρηση πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που αντιπροσωπεύει το ένα τέταρτο της βιομηχανίας του σεξ.
Με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, την αυξανόμενη ηλικία γάμου και την υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, τα διευρυμένα, πολυπρόσωπα νοικοκυριά είναι πανταχού παρόντα. Τα παντρεμένα ζευγάρια ζουν με τους ηλικιωμένους γονείς και τα παιδιά, έτσι τα love hotels προσφέρουν μια πρακτική εναλλακτική λύση στα στενόχωρα ιαπωνικά σπίτια με τα λεπτά τοιχώματα, όπου η ιδιωτικότητα είναι σπάνια.
Η διακριτικότητα είναι το πιο σημαντικό προνόμιο-εμπόρευμα ενός love hotel. Γι’ αυτό και διαθέτει μυστικές εισόδους, καλυμμένα γκαράζ, οι συναλλαγές γίνονται μόνο με μετρητά, ενώ οι υπάλληλοι είναι «κρυμμένοι» πίσω από αδιαφανείς οθόνες για να εγγυηθούν την ανωνυμία. Τα περισσότερα διαθέτουν και εξελιγμένα αυτοματοποιημένα συστήματα. Ο πελάτης βλέπει μια σειρά από φωτογραφίες διαθέσιμων δωματίων και λειτουργιών, πατά με ένα κουμπί αυτό της επιλογής του, το οποίο ενεργοποιεί ένα χαμηλό φως που οδηγεί κατευθείαν στο δωμάτιο.
Η τεχνολογία μπορεί να είναι σύγχρονη, αλλά η προέλευση των «ξενοδοχείων αγάπης» εντοπίζεται στην περίοδο Edo (1600-1868), όταν δημιουργήθηκαν τα σπίτια τσαγιού για συναντήσεις και επαφές με τους εργάτες του σεξ και τις γκέισες. Στη δεκαετία του 1920 επανεμφανίστηκαν τα enshenku – σπίτια, αλλά άρχισαν να χρησιμοποιούν δυτική επίπλωση, διπλά κρεβάτια και θυρίδες ασφαλείας. Τα «ξενοδοχεία αγάπης» πολλαπλασιάστηκαν στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, με την οικονομική άνθηση της Ιαπωνίας και υπό την γοητεία της δυτικής κουλτούρας και μάλιστα τροφοδότησαν τη φαντασία και την παραγωγή του Χόλιγουντ.
Σήμερα, τα love hotels προσφέρουν θεματικά δωμάτια, με «χαρακτήρες» μέχρι και από την Disneyland, με ερωτικό εξοπλισμό. Εξωτερικά όμως κάποια φαίνονται σαν τα απλά ξενοδοχεία και οι τουρίστες συχνά βρίσκονται σε αυτά άθελά τους.
Η βιομηχανία του σεξ στην Ιαπωνία μπορεί να ευημερεί, αλλά η χώρα αντιμετωπίζει μια παράδοξη μείωση των γάμων, των γεννήσεων αλλά και της σεξουαλικότητας.
Περισσότερο από το 40% των ανδρών και γυναικών ηλικίας 18-34 ετών στην Ιαπωνία δεν έχουν κάνει σεξ, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Πληθυσμού και Κοινωνικής Ασφάλειας. Αν συνεχιστεί η τρέχουσα τάση, προβλέπεται ότι μέχρι το 2060 ο πληθυσμός της Ιαπωνίας θα έχει συρρικνωθεί κατά 30% – δηλαδή μια επικείμενη οικονομική καταστροφή.
Καθώς το κόστος ζωής αυξάνεται και οι ευκαιρίες απασχόλησης μειώνονται, όλο και περισσότεροι νεαροί επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι για να ζήσουν με τους γονείς τους – αυτοί οι νέοι έχουν γίνει γνωστοί ως parasaito shinguru, ή μόνα παράσιτα. Χωρίς περιορισμούς από δάνεια και υποθήκες και έξοδα παιδιών λοιπόν, οι μισθοί τους χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά ως διαθέσιμο εισόδημα.
Πολλοί «φοβούνται» και αποφεύγουν τη συναισθηματική εμπλοκή και τις ρομαντικές σχέσεις. Το 2006, ο Ιάπωνας συγγραφέας Maki Fukasawa χρησιμοποίησε τον όρο «φυτοφάγοι άνδρες», αυτοί που δεν ενδιαφέρονται για τη σάρκα, θέλοντας να περιγράψει αυτό το κύμα σεξουαλικής απάθειας.
Όπως είναι λογικό δεν είναι λίγοι αυτοί που ανησυχούν ότι η πτώση της φυσικής σεξουαλικότητας είναι ενδεικτική μιας υπαρξιακής κρίσης – ότι η τεχνολογία περισσότερο αλλοτριώνει παρά συνδέει.
Ο ψυχολόγος και καθηγητής Harvard Craig Malkin περιγράφει τους εγγενείς κινδύνους σε αυτό που ονομάζει cybercelibacy. «Ενώ τα σεξουαλικά παιχνίδια και η πορνογραφία δεν μπορούν ποτέ να θεραπεύσουν τη μοναξιά μας, με την πάροδο του χρόνου γίνονται ένας απίστευτος εθισμός που διευκολύνει την απομάκρυνση από τους ανθρώπους και τον εγκλωβισμό στον κυβερνοχώρο», γράφει.
Η αντικατάσταση των φυσικών ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων με προσεκτικά επεξεργασμένες εικόνες και σχολαστικά προγραμματισμένες συνομιλίες στον κυβερνοχώρο έχει αφαιρέσει την πολυπλοκότητα από τις σχέσεις και την απόλαυση της οικειότητας.
Και αυτό το φαινόμενο δεν αφορά μόνο την Ιαπωνία, αλλά το σύνολο του δυτικού κόσμου και των ανταγωνιστικών κοινωνιών του.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στα Αρχεία Σεξουαλικής Συμπεριφοράς , η συχνότητα της σεξουαλικής επαφής έχει μειωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι συντάκτες διαπιστώνουν μια ποικιλία παραγόντων που μπορεί να είναι υπεύθυνες – η διαθεσιμότητα εναλλακτικών επιλογών ψυχαγωγίας, όπως τα βίντεο, η πορνογραφία και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, τα συμπεριφορικά και συναισθηματικά συμπτώματα που σχετίζονται με την αύξηση της κατάθλιψης και τις φαρμακευτικές παρενέργειες. Γεγονός πάντως είναι πως η Generation Z, η νέα γενιά που μεγάλωσε βυθισμένη στην τεχνολογία κάνει λιγότερο σεξ από οποιαδήποτε προηγούμενη γενιά.
Σε μια εποχή σεξουαλικής απάθειας λοιπόν, τα love hotels της Ιαπωνίας φαίνεται να αψηφούν την πραγματικότητα, κατασκευάζοντας μια άλλη. Προσφέρουν προστασία της ιδιωτικής ζωής για την ανεμπόδιστη σεξουαλική εξερεύνηση σε έναν όλο και πιο τεχνολογικά διαμεσολαβημένο κόσμο.
Σε έναν κόσμο που μας εκπαιδεύει να ζούμε ανελεύθεροι και υποταγμένοι σε νοσηρές σχέσεις δύναμης και εξουσίας, μακριά από την ομορφιά του φυσικού και αδιαμεσολάβητου, τα love hotels είναι ο kinky καθρέφτης του. Ζωή με περιορισμούς, σεξ με λουριά.