11.02.2018, 00:13 | εφσυν
Στο πρώτο μνημόνιο είχα ακόμη τη δουλειά μου και κάτι ψειρολεφτάκια στην άκρη. Δεν είχα λόγο να βγω στους δρόμους -άσε που έκανε και κρύο… Τις δημοκρατικές μου καταβολές και πεποιθήσεις, τις υπερασπιζόμουν σε ατέρμονες συζητήσεις μεταξύ φίλων, πάνω από άδεια τσιπουρομπούκαλα.
Στο δεύτερο, είχα πια συνηθίσει κι αποστηθίσει όλες τις μίζερες επωδούς της εποχής, τις οποίες επαναλάμβανα εμπλουτίζοντάς τις με αριστερίζουσα φρασεολογία. Το επέβαλε άλλωστε κι η μόδα της εποχής.
Στο τρίτο μνημόνιο, είχα περιπέσει στη βαθιά κατάθλιψη της ασύμμετρης απώλειας. Ό,τι είχα ποθήσει και για ό,τι είχα μοχθήσει, κατέρρεε. Σαν άλλος «μπαλαμός», δεν είχα σπίτι, δεν είχα ελπίδα, ούτε θα με έκλαιγε καμιά πατρίδα.
Την ιδεολογία και τις απόψεις μου, τα παραχώνιασα σε μια μουχλιασμένη γωνιά στο πατάρι. Τις εξεγέρσεις των φοιτητικών μου χρόνων, τις μετέτρεψα σε χαρταετούς που σκίστηκαν στον πρώτο εξουσιαστικό άνεμο. Τις διεκδικήσεις μου, τις έκανα γαργάρα, νιώθοντας αναγούλα για όλα μου τα «όχι» που γίνονταν μετ’ επιτάσεως, καταφάσεις.
Στην απόλεμη εποχή της εμπόλεμης διαβίωσης, παρέδωσα τα όπλα αμαχητί και με σπασμένη ραχοκοκαλιά κουλουριάστηκα στον καναπέ της τηλεοπτικής μιξομίζερης ρητορικής, παρακολουθώντας εμβριθώς τους υπερήφανους του έργου τούτου ασπάλακες πολιτικούς, με τους «Δυνατούς» ως πάτρωνές τους, να επιβάλλουν την τυραννίδα της συνθηκολόγησης ή της συναλλαγής.
Μετατράπηκα από πολίτη σε «πελάτη» κι από εκεί σε «εμπόρευμα», ένας αριθμός στην ομογενοποιημένη στρατιά ανενεργών πολιτών μακράς διαρκείας, κάτι σα ληγμένα γαλακτοκομικά που αναβαπτίζονται σε ντιζέρτ βαθείας καταψύξεως. Άλλοι να φυτοζωούν με κοινωνικά μερίσματα και επιδόματα, στης φτώχειας τα χαρακώματα, κι άλλοι απλά «απασχολήσιμοι» της άδειας τσέπης και με απασφαλισμένο ασφαλιστικό.
Όσο περισσότερο καλλιεργείται ο φόβος και μεγαλώνει τερατικά η επικρεμάμενη απειλή για το αύριο τόσο καθίσταμαι «μοιραίος και άβουλος αντάμα». Ερμητικά έγκλειστος στο υπό κατάσχεση σπιτάκι, να κρυφοκοιτάζω από τα κουρτινάκια τη ζωή μου να φεύγει, τα παιδιά μου να χάνονται στην αλλοδαπή, τη χώρα να αιωρείται και το μέλλον της να αναιρείται.
Στην αυλόπορτα πότε τα «γνωστά-άγνωστα» σκυλιά που αλυχτούν λυσσασμένα τις νύχτες και πότε τα λιμασμένα φασιστίζοντα τσακάλια με γυμνούς τους κυνόδοντες…
Κοιτάζω τον χάρτη της Ελλάδας κι είναι σα να ατενίζω τη Νίκη της Σαμοθράκης, μα με ψαλιδισμένα τα φτερά. Κανείς από τους ανερμάτιστους πολιτικούς, εδώ και τόσες μα τόσες δεκαετίες, δεν είχε το σθένος να υπερασπιστεί ένα όνομα, μια ιστορία;
Κανείς τους δε φταίει για τα απανωτά σκάνδαλα, την προσβολή και την έμμεση «εισβολή» στον τόπο τούτο που έχει σώμα, αίμα, δάκρυα, αγώνες, ψυχωμένες ψυχές και θυσίες;
Που φέρει ως βαριά κληρονομιά μια τρανή ιστορία αιώνων και την ομορφιά μιας πατρίδας που γέννησε τη φιλοσοφία και τη δημοκρατία, για να τις αφήσει αργότερα να σπαράσσονται από ανονείρευτους ταγούς και εξαγορασμένους αγορητές;
«Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές» έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός.
Όμως ένα γύρω, το ψέμα και η κατ’ επίφασιν αλήθεια, κυριαρχεί. Ο γνωστός πολιτικός και ιδεολογικός πολτός έρχεται και εμποτίζει, σκεπάζει, παραχώνει τις αντιδράσεις και τις αντιθέσεις με λεκτικές αντιπαραθέσεις-τουφεκιές στον αέρα. Με ρητορική πλασματικών επιχειρημάτων.
Εξομοιώνει τα ανόμοια, ομοιάζει τα ανομήματα. Καταβροχθίζει συνειδήσεις, ξεθεμελιώνει αγωνιστικές καταβολές, καταβαραθρώνει όσα κι όσους κάποτε ξεσήκωναν. Ρυπαρός και λιπαρός χυλός. Σκάνδαλα. Χρηματισμοί. Δωροληψίες. Ιδεοληψίες. Αντιδράσεις. Λεκτικές τουφεκιές στον αέρα. Απειλές. «Κουκουλοφόροι» έναντι μασκοφόρων «εκδικητών». Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης, λέει η λαϊκή θυμοσοφία.
Άραγε στο εγγύς μέλλον θα μαζευόμαστε οι επιζήσαντες από την όψιμη φασιστίλα ή τη νεκραναστημένη φανατίλα, στο μπαρ «το φάντασμα μιας χώρας» και θα το κρατάμε ανοιχτό; Να πίνουμε και να κλαίμε ανάμεσα σε αράχνες γενναίων ιστορικών στιγμών υπό το αμυδρό φως των πολυκαιρισμένων κεριών.
Να μοιραζόμαστε ημιτελείς, ατελείς και αταίριαστες μεταξύ τους ιστορίες για τα χρόνια της αγανακτισμένης μας νιότης και της υποταγμένης μας ωριμότητας. Να αναρωτιόμαστε που πήγε το ελληνικό φιλότιμο και η «μπέσα». Με αντάλλαγμα πόσα μαύρα βαλιτσάκια με μωβ πακετάκια, ξεπουλήθηκαν…
Να επαναλαμβάνουμε, σα παλιός δίσκος σε πικάπ που κολλάει η βελόνα, του Μακρυγιάννη την απορία: «Μα καλά, κανείς δεν πονάει αυτήν τη δύστυχη πατρίδα;»