Καταιγισμός. Από γεγονότα, που είτε τα τιτλοφορήσουμε «συμβάντα» είτε προσπαθήσουμε να τα αγνοήσουμε, παραμένουν εφιαλτικά σφηνωμένα στο μυαλό που αναρωτιέται: – Τι ήμασταν, πού είμαστε τώρα, τι μας περιμένει αύριο, όταν η υπόσχεση ενός τέλους της μιζέριας και της αβεβαιότητας δεν πείθει ούτε αυτούς που την εξαγγέλλουν;
Εκτός και αν θεωρούν ότι η επιθυμία τους για την υπό επαχθείς όρους εξουσία ενδιαφέρει έναν ολόκληρο λαό, που όμως δεν διψά σαν κι αυτούς για εξουσία, αλλά μόνο για μια σταγόνα παρηγοριάς στο γενικό πλάνο απαξίωσης που έχει μπει ερήμην του η ζωή του. Που δεν θέλει να του διαμερίσουν κι άλλο τα ιμάτια, να του διαμελίσουν τη σκέψη, την επιθυμία, την ελπίδα.
Ο Σεφέρης μιλούσε για τα σπίτια που του στέρησαν «πολέμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί». Ξενιτεμένοι στον τόπο μας ζούμε σήμερα έναν πόλεμο διαφορετικό από αυτόν που ξεσκίζει άλλους -επικίνδυνα κοντινούς- τόπους.
Αυτοί που μας επιτίθενται παραμένουν αόρατοι ή μάλλον φορούν στολές παραλλαγής που τους επιτρέπουν να δηλώνουν «εταίροι», φίλοι που (για να θυμηθούμε το «Τιμωρία και επιτήρηση» του Φουκό) μας τιμωρούν –για το καλό μας- και μας επιτηρούν μέχρι τελικής πτώσεως.
Οι φίλοι αυτοί θέλουν ή, πιο σωστά, επιτάσσουν το καλό μας μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές που εξαρθρώνουν, μεταρρυθμίσεις που παίρνουν όλο και πιο πολύ τη μορφή του καταιγισμού.
Αλλά ο πιο αριστοτεχνικός χειρισμός τους είναι ότι προσπαθούν να μας κάνουν να νιώθουμε πως αυτοί που κάνουν ό,τι κάνουν είναι όχι αυτοί αλλά εμείς. Εμείς, έτσι μας λένε, ξεκινήσαμε από τη συρρίκνωση του «υπερτροφικού» δημόσιου τομέα.
Εμείς συνεχίζουμε με τη συρρίκνωση του ιδιωτικού, που κατά κυριολεξία λιώνει, κονιορτοποιείται κάτω από το βάρος μιας απίστευτης φορολόγησης.
Εμείς απαγορεύουμε στον συνταξιούχο να έχει εργασία είτε έργο, εμείς εξαναγκάσαμε τα νιάτα που είχαμε αναστήσει με καημό και έξοδα σε ανεργία ή εξορία.
Εμείς κάνουμε τους πλειστηριασμούς μέσα από τις τράπεζες και θα τους πολλαπλασιάσουμε πολύ σύντομα και μέσα από τις εφορίες.
Σκοτώνοντας ακόμα περισσότερο το κάποτε ανθηρό οικοδομικό κύκλωμα, κάνοντας τους Ελληνες άθλιους ενοικιαστές στα σπίτια που ήταν κάποτε δικά τους. Λεηλατώντας μετά τη δημόσια περιουσία της πατρίδας μας και την ιδιωτική.
Ο Ελύτης είχε πει στο «Αξιον εστί» ότι οι εχθροί μας πάτησαν ξανά και ξανά αυτό το χώμα ντυμένοι φίλοι. Σήμερα κάνουν το ίδιο πανταχού παρόντες και αόρατοι. Κρυμμένοι σοφά πίσω από Ελληνες που δέχονται να είναι το προσωπείο και το εργαλείο τους.
Λέει ακόμα ο ποιητής πως το χώμα δεν έδεσε με το πόδι τους. Μακάρι.