Βρισκόμαστε δυόμισι χρόνια μετά την ήττα του 2015 και τη βίαιη προσαρμογή της κυβέρνησης σε μια ευρωπαϊκή πραγματικότητα δικτατορίας των αγορών και ίσως θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε όχι μόνο το κυβερνητικό αφήγημα περί εξόδου από την επιτροπεία, αλλά και την κατάσταση που επικρατεί στους πολίτες και στην κοινωνία.
Το αφήγημα περί τερματισμού της επιτροπείας ενστερνίζονται και στηρίζουν –χωρίς να ξεχνούν να υπενθυμίζουν διπλωματικά τη συνέχιση της επιτήρησης– όλοι οι δανειστές, οι οποίοι δεν έχουν κανένα λόγο να μη συντρέχουν την κυβέρνηση, στον βαθμό που αυτή έχει πετύχει μια πολιτική σταθερότητα βασισμένη στην «εφαρμογή των συμφωνηθέντων». Η επίτευξη αυτού του στόχου, ο οποίος θα ήταν εντελώς αβέβαιος με πιθανή κυριαρχία των (διε)φθαρμένων κομμάτων της αντιπολίτευσης, εξασφαλίζει όχι μόνο την ανοχή, αλλά και τη ρητή υποστήριξη των θεσμών στην εφαρμοζόμενη πολιτική και στ’ αποτελέσματά της. Κανείς δεν αμφισβητεί τους αριθμούς, κανείς δεν αμφιβάλλει για τις προθέσεις, κανείς δεν απειλεί με νέα μέτρα, ενώ όλοι πλέκουν το εγκώμιο του πρωθυπουργού.
Και η κοινωνία; Σε πολιτικό επίπεδο ο Αλέξης Τσίπρας έχει σαφές προβάδισμα λόγω του άθλιου παρελθόντος των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά και της ομολογούμενης ανικανότητας του Κυριάκου Μητσοτάκη να επαναφέρει τη Ν.Δ σε τροχιά εξουσίας. Το σκάνδαλο Novartis και η μετατροπή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε καταφύγιο ακροδεξιών και παλαιοκομματικών είναι οι πιο κραυγαλέες αποδείξεις. Η πολιτική ανοχή ή η ευμενής ουδετερότητα μέρους των ψηφοφόρων προς την κυβέρνηση έχει εκεί τη δικαιολογητική της βάση.
Στο κοινωνικό πεδίο και κάτω από την πολιτική επιφάνεια, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, συνεχίζουν να επικρατούν οργή, θυμός, απογοήτευση, αποδοκιμασία των κομμάτων και ένας ορατός πλέον κυνισμός. Σύμφωνα με τον Σφυγμό της Prorata Ιανουαρίου, το 63% θεωρεί ανέφικτο τον στόχο να ολοκληρωθεί τον Αύγουστο το πρόγραμμα δημοσιονομικής επιτήρησης και μόνο το 30% πιστεύει ότι είναι εφικτός. Το 65% εκφράζει τη διαφωνία του «να δοθεί ακόμα μία ευκαιρία στον Αλέξη Τσίπρα, αρκεί να μη βγει πρωθυπουργός ο Κ. Μητσοτάκης».
Ενδεικτικό του κοινωνικού κλίματος είναι και ένα άλλο φαινόμενο. Μέχρι και το 2015, περίοδο κατά την οποία επικρατούσε πολιτική αστάθεια και αβεβαιότητα για το μέλλον –και με πιθανό σενάριο να κερδίσει τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ– υπήρχε μια επιφυλακτικότητα και ένας σαφής περιορισμός της κατανάλωσης. Σήμερα, με την επιστροφή σε μια –μνημονιακή έστω– κανονικότητα, είναι ορατός και πάλι ο προκλητικός πλούτος και η επιδεικτική κατανάλωση. Μπορείτε να τα δείτε στους δρόμους, σε κέντρα διασκέδασης, σε χειμερινά ή θερινά θέρετρα, σε είδη πολυτελείας κ.λπ. Εάν φυσικά θέλετε να τα δείτε.
Παράλληλα εντείνονται η αβεβαιότητα, η αγωνία, η απελπισία και το άγχος για το μέλλον στα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας, τα οποία καλούνται να γίνουν όλο και πιο εφευρετικά για την εξασφάλιση των προς το ζην. Μακροχρόνια ανεργία, χαμηλοί μισθοί και συντάξεις, ελαστικότητα, μερική απασχόληση, υψηλό κόστος ζωής στα βασικά καταναλωτικά αγαθά, υπερχρέωση. Αυτός είναι ο κόσμος της έλλειψης, του περιορισμού και της στέρησης για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών. Και από κοντά η μελαγχολία, η κατάθλιψη και οι ψυχικές ασθένειες.
Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα όραμα δικό μας, όχι δικό τους. Μας δανείζουν τα λεφτά τους, ας μη δανειζόμαστε και τα οράματά τους.