Απομεινάρια του πολυεθνικού παρελθόντος σε μια γωνιά της παλιάς Σαλονίκης | Τ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Είδος Οργανώσεως πόλεως, εφαρμοσθέν και επιτυχόν. Δύναται να ληφθή υπ’ όψιν εις μέλλουσαν τυχόν Οργάνωσιν»
Υπολοχαγός Αθανάσιος Σουλιώτης, έκθεση απολογισμού της Ο.Θ. (22/2/1908)
Ακόμη μια φορά, τα πρόσφατα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας για το Μακεδονικό κατέδειξαν το βαθύ ιδεολογικό χάσμα που χωρίζει τις δυο πόλεις.
Στη συμπρωτεύουσα, μια κινητοποίηση ημιεπίσημων μηχανισμών, εφαπτόμενη με μια μόνο ακραία μερίδα του πολιτικού φάσματος, στηριγμένη κυρίως σε αθλητικά σωματεία και τους προσκείμενους σ’ αυτά ραδιοσταθμούς, κατάφερε να συγκεντρώσει πολύ περισσότερο κόσμο απ’ ό,τι οποιαδήποτε άλλη συλλογικότητα ή αιτία των τελευταίων χρόνων.
Στην Αθήνα, αντίθετα, παρότι προηγήθηκε πελώρια κινητοποίηση πανελλαδικής κλίμακας που αγκάλιασε σύμπασα τη Δεξιά (από τη Ν.Δ. μέχρι τη Χρυσή Αυγή), την Εκκλησία της Ελλάδος (τον μεγαλύτερο, δηλαδή, εργοδότη και προνοιακό δίκτυο της χώρας) και την πλειονότητα των ΜΜΕ, τα αποτελέσματα υπήρξαν αρκετά πενιχρά – αν μη τι άλλο, απείρως κατώτερα από τις επίσημες προβλέψεις των οργανωτών.
Η διαφορά αυτή δεν θα ήταν σωστό ν’ αποδοθεί μονάχα σε κάποια αυξημένη ευαισθησία των Βορειοελλαδιτών. Στο κάτω κάτω της γραφής, η ιστορική ταυτότητα της πλειονότητας των κατοίκων της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας συνδέεται περισσότερο με τις μακρινές «χαμένες πατρίδες» (Πόντος, Μικρασία, Καύκασος, Ρωσία, Ανατολική Ρωμυλία και Θράκη), στις οποίες παραπέμπουν κατά κανόνα τα πολιτιστικά τους σωματεία· το χρονικό βάθος της (γεωγραφικής) μακεδονικότητας αυτής της ίδιας πλειονότητας, της πατρογονικής δηλαδή παρουσίας της στον συγκεκριμένο τόπο, αριθμεί απεναντίας λιγότερο από έναν αιώνα – ωχριά δηλαδή μπροστά σ’ εκείνο των «Σκοπιανών», οι πρόγονοι των οποίων εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία εδώ και δεκαπέντε αιώνες.
Ως καθοριστικός παράγοντας της εθνικόφρονος εγρήγορσης που επιβεβαίωσε το συλλαλητήριο της συμπρωτεύουσας προβάλλει απεναντίας ευδιάκριτα μια άλλη, πολύ πιο πρόσφατη ιστορική παρακαταθήκη: η παρατεταμένη πολιτική διαπαιδαγώγηση των Βορειοελλαδιτών από το ελληνικό κράτος και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, για περισσότερο από μισόν αιώνα, να θεωρούν τη δημόσια εκδήλωση «εθνικιστικών» φρονημάτων τη μοναδική (ή, εν πάση περιπτώσει, την ασφαλέστερη) οδό, όχι μόνο για την απόκτηση όσων δικαιωμάτων θα έπρεπε κανονικά να τους διασφαλίζει η απλή ιδιότητα του πολίτη, αλλά και για την ικανοποίηση κάθε ατομικής βλέψης ή φιλοδοξίας.
Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ελλάδα, όπου η δομική αμφισβήτηση της νομιμοφροσύνης του πληθυσμού (και οι συνακόλουθες πρακτικές καταναγκαστικής επιβολής της) πρόκυψε ιστορικά τη δεκαετία του 1940 και διατηρήθηκε μέχρι τη Μεταπολίτευση του 1974, στην ελληνική Μακεδονία τα αντίστοιχα φαινόμενα χρονολογούνται από την εποχή της ενσωμάτωσης της περιοχής στο ελληνικό κράτος, σε ηπιότερη δε μορφή διατηρούνται ώς τις μέρες μας.
Η γλωσσοπολιτισμική ετερότητα μιας μεγάλης μερίδας του ντόπιου αλλά και του προσφυγικού πληθυσμού, η πρόσφατη –τότε– παράδοση μιας επαναστατικής κινητοποίησης ανταγωνιστικής προς τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, οι παρενέργειες της συμμαχικής στρατιωτικής παρουσίας στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η κρατική καχυποψία απέναντι σε μεγάλο μέρος των προσφύγων, που θεωρούνταν δυνητικά «μολυσμένο» από τον «ιό του μπολσεβικισμού», προσέδωσαν ευθύς εξαρχής στη σχέση κράτους – πολιτών τα χαρακτηριστικά μιας ασφυκτικής Εθνικής Ηθικής Διαπαιδαγώγησης.
Για τις ρίζες αυτής της παράδοσης, διαφωτιστική είναι η επισκόπηση των μεθόδων που επιστρατεύθηκαν κατά τη διεξαγωγή του Μακεδονικού Αγώνα στην ίδια την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Με σκοπό όχι τόσο την καταπολέμηση του εθνικού εχθρού, όπως συνέβη την ίδια εποχή στη μακεδονική ενδοχώρα, αλλά την πειθάρχηση των «ημετέρων» στις επιταγές μιας αόρατης, παρακρατικής εθνικής καθοδήγησης.
Το ντοκουμέντο
Για την ανασύσταση αυτής της μεθοδολογίας διαθέτουμε ένα αφοπλιστικό, αδημοσίευτο ντοκουμέντο: την 22σέλιδη απολογιστική έκθεση του δημιουργού και πρώτου καθοδηγητή της «Οργανώσεως Θεσσαλονίκης», του ειδικού δηλαδή μηχανισμού των μακεδονομάχων στην πόλη, υπολοχαγού Αθανασίου Σουλιώτη (Σύρος 1878 – Μελίσσια 1945).
Ο συντάκτης της ήταν ο στενότερος φίλος (ουσιαστικά, το alter ego) του Ιωνα Δραγούμη, με τον οποίο μοιράστηκε στα τελευταία χρόνια του Αγώνα το χιμαιρικό όραμα ενός βαθμιαίου εξελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για την ακεραιότητα της οποίας έδωσαν απεγνωσμένη μάχη ενάντια στον «κοντόφθαλμο» Βενιζέλο που τη διαμέλισε συμμαχώντας με τους υπόλοιπους Βαλκάνιους (βλ. «Ιός», 29/12/2012).
Συνταγμένη στις 22/2/1908, αμέσως μετά την επιστροφή του Σουλιώτη στην Αθήνα, η έκθεση καταγράφει με ωμό ρεαλισμό τη διετή δραστηριότητά του στη Θεσσαλονίκη, σκιαγραφώντας μια μοναδική εικόνα της γέννησης των παρακρατικών δικτύων που θ’ αποτελούσαν για πολλές δεκαετίες σήμα κατατεθέν της ελληνικής συμπρωτεύουσας.
Ως ιστορική πηγή, η έκθεση Σουλιώτη εμφανίζει σημαντικές διαφορές με τα δημοσιευμένα απομνημονεύματά του, που εκδόθηκαν πολύ μετά τον θάνατό του από το ΙΜΧΑ (1959).
Τα τελευταία δεν περιορίζονται στις συνήθεις ωραιοποιήσεις κι αποσιωπήσεις που χαρακτηρίζουν κάθε αυτοβιογραφική αφήγηση, ούτε έχουν υποστεί μόνο τις εθνικά ορθές λογοκριτικές επεμβάσεις που επέφερε εκείνα τα χρόνια το ΙΜΧΑ στις αναμνήσεις των μακεδονομάχων, προκειμένου ν’ αποφευχθούν «εθνικώς επιζήμιοι παρεξηγήσεις» (βλ. «Ιός», 7/7/2002).
Στην πραγματικότητα έχουν ξαναγραφτεί εξαρχής από τον «επιμελητή» τους, Διογένη Ξανάλατο, που διευκρινίζει στην εισαγωγή ότι τα «επεξεργάστηκε» με την άδεια της χήρας του συγγραφέα (σ. ζ΄).
Από την αντιπαραβολή του δημοσιευμένου κειμένου με τα χειρόγραφα που φυλάσσονται στο αρχείο Σουλιώτη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, διαπιστώνουμε πως η έκταση της «επεξεργασίας» έχει κάνει το αρχικό αποσπασματικό κείμενο κυριολεκτικά αγνώριστο.
Μια πολυεθνική πόλη
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη όπου το ελληνικό, αλλά και γενικότερα το χριστιανικό στοιχείο μειοψηφούσε αισθητά.
Σύμφωνα με την επίσημη ελληνική απογραφή της 28/4/1913, έξι μήνες μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού, κατοικούνταν πρωτίστως από Εβραίους (61.439 ή 38,9%), δευτερευόντως από μουσουλμάνους (45.867 ή 29%) και τριτευόντως μόνο από ελληνορθόδοξους – κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά ελληνόφωνους (39.956 ή 25,3%).
Ακόμη μικρότερη ήταν η παρουσία του κατεξοχήν εθνικού εχθρού της εποχής, των Βουλγάρων: μόλις 6.263 (4%).
Απόρρητη στατιστική του ελληνικού προξενείου, λίγο πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, δίνει πάντως για την ελληνική κοινότητα ακόμη μικρότερα νούμερα (25.793 ελληνορθόδοξοι και 1.307 «Ελληνες Δυτικοί»), ανεβάζει δε κάπως τους Βούλγαρους (6.354 εξαρχικοί και 1.840 ουνίτες).
Αισθητά μικρότεροι αριθμοί Βουλγάρων αποτυπώνονται ωστόσο σε απόρρητη υπηρεσιακή στατιστική του επιθεωρητή Στογιάν Σιμεόνοφ, το καλοκαίρι του 1912: 4.345 εξαρχικοί, 75 ουνίτες και 50 προτεστάντες, ενώ καταγράφονται και 4.455 «Βούλγαροι πατριαρχικοί», σλαβόφωνοι δηλαδή Μακεδόνες υπαγόμενοι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο Σουλιώτης, πάλι, στις χειρόγραφες αναμνήσεις του εκτιμά ότι στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα οι «βουλγαρίζοντες» Θεσσαλονικείς «είχαν περάσει τις 8.000» (εγγρ. 4/ΙΙ/18).
Οι συσχετισμοί αυτοί καθόρισαν την έκταση, τα μέσα και τους στόχους της εκατέρωθεν εθνικής διαπάλης. Για τα επιτελικά στελέχη του ελληνικού μηχανισμού, κύριο ζητούμενο ήταν ο περιορισμός της εισροής σλαβόφωνων εσωτερικών μεταναστών και προσφύγων, ο γλωσσικός και πολιτικός εξελληνισμός των ήδη εγκαταστημένων, κυρίως όμως η αποτροπή της επίσημης αναγνώρισης των κατά τόπους συνοικιακών πυρήνων ως εξαρχικών βουλγαρικών κοινοτήτων.
Τα πληθυσμιακά μεγέθη και η παρουσία των ευρωπαϊκών προξενείων επέβαλλαν σαφείς περιορισμούς στην εμφανή χρήση βίας· όσο για την εγχώρια ελληνική κοινότητα, οι δημόσιες εθνικές παρεμβάσεις της εξαντλούνταν σε πανηγυρικές επιδείξεις νομιμοφροσύνης.
Η μαζικότερη εκδήλωση του είδους πραγματοποιήθηκε επ’ ευκαιρία της χειροτονίας του νέου επισκόπου Κίτρους (22/2/1904), όταν χιλιάδες ελληνορθόδοξοι Θεσσαλονικείς διαδήλωσαν με συνθήματα υπέρ του σουλτάνου, ζητώντας σκληρότερη καταστολή των «Βουλγάρων ληστανταρτών» της ενδοχώρας.
Μια στεγανή οργάνωση
Για λόγους αυξημένης συνωμοτικότητας, η διεξαγωγή του αγώνα εντός της Θεσσαλονίκης ανατέθηκε όχι στο Ειδικό Γραφείο του ελληνικού προξενείου (που συντόνιζε τη δράση των μακεδονομάχων στην ύπαιθρο), αλλά στην αυτοτελή παρακρατική δομή της Ο.Θ., με ανεξέλεγκτο ουσιαστικά καθοδηγητή τον υπολοχαγό Σουλιώτη.
Ο τελευταίος εγκαταστάθηκε το Μάρτιο του 1906 στην πόλη με το ψευδώνυμο Νικολαΐδης ως αντιπρόσωπος μιας γερμανικής εταιρείας ραπτομηχανών, άνοιξε μαγαζί «εις την εμπορικωτέραν οδόν» κι απέφυγε επί εξάμηνο τις επαφές το προξενείο (σσ. 1-2).
Μια πυρκαγιά «εξ απροσεξίας υπαλλήλου» τον απάλλαξε από το βάρος των εμπορευμάτων, δίχως οικονομικό κόστος χάρη στην ασφάλισή τους (σσ. 4-5).
Στη συνέχεια θα συνεταιριστεί με τον Ελληνα αντιπρόσωπο ενός αμερικανικού εργοστασίου λαμπτήρων γκαζολίνης και θ’ αναλάβει την αντιπροσωπεία της Σταφιδικής Εταιρείας και μιας οινοποιίας, διατηρώντας «αντί εμπορευμάτων δειγματολόγια μόνον αυτών»· ως βασική κάλυψη θα χρησιμοποιήσει δε την ελληνική ασφαλιστική εταιρεία «Αμοιβαία» (σ. 5).
Στο πλαίσιο αυτών των επιχειρηματικών ενασχολήσεων καλλιεργεί στενές σχέσεις με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της πόλης και, κυρίως, με τα ηγετικά κλιμάκια του οθωμανικού κατασταλτικού μηχανισμού: «Συνανεστρεφόμην προ πάντων Εβραίους και Τούρκους. Επωφελούμενος μικροπεριστάσεων συνεδέθην με τον Διερμηνέα του Βιλαετίου, με τον Διευθυντήν και τον Υποδιευθυντήν της Αστυνομίας, τον επί της καταδιώξεως Αστυνόμον και Τεφήκ-μπέη τινά, administrateur [διαχειριστή] της Σαμπάχ και μυστικόν Αστυνόμον του Γιλδίζ», δηλαδή του σουλτάνου (σ. 2).
Με τον τελευταίο συνταξιδεύει επανειλημμένα στην ενδοχώρα, υποσχόμενός του μερίδιο από τα κέρδη αν πείσει τις κατά τόπους δημοτικές αρχές να προμηθευτούν τους λαμπτήρες του (σ. 3). Αργότερα θα τον προσλάβει συνεταίρο και στην «Αμοιβαία» (σ. 22).
Τις προπαρασκευαστικές αυτές ενέργειες ακολούθησε το φθινόπωρο του 1906 η συγκρότηση ενός καθοδηγητικού κέντρου, πλήρως στεγανοποιημένου απ’ όσα συνέβαιναν την ίδια περίοδο στην ενδοχώρα. Μέλη του ήταν πέντε ακόμη άτομα: ένας εργοστασιάρχης στη βουλγαρική συνοικία Κιλκίτς Μαχαλά, ένας γιατρός, ένας έμπορος, ένας πράκτορας ατμοπλοΐας κι ένας τραπεζικός υπάλληλος (σ. 9).
Οι δυο τελευταίοι είχαν κάποια προϋπηρεσία στην ηγεσία παράνομων οργανώσεων – του τοπικού παραρτήματος της «Εθνικής Εταιρείας» το 1896-97 ο πρώτος, της «Αμυνας» του Μοναστηρίου (1903) ο δεύτερος.
Σπονδυλική στήλη και βασικό όγκο του μηχανισμού αποτέλεσε το «τμήμα πληροφοριών», στο οποίο στρατολογήθηκαν 50 περίπου «πρόσωπα πάσης τάξεως», δεμένα στην Ο.Θ. με όρκο. Καθήκον τους ήταν η συγκέντρωση και διαβίβαση πληροφοριών, η μεταφορά μηνυμάτων και απειλητικών επιστολών. Κάθε μέλος γνώριζε έναν μόνο από τους πέντε τομεάρχες, ο δε Σουλιώτης παρέμεινε εντελώς αθέατος (σ. 11).
«Εμυήθησαν ακόμη ορκισθέντες ολίγοι έχοντες εκ της θέσεώς των ή άλλων λόγων επιρροήν όπως Τραπεζίται, μεγαλέμποροι, Αρχιτέκτονες, πρόσωπα εις α ήσαν υποχρεωμένοι οι Αστυνομικοί υπάλληλοι, Πρόεδροι Συλλόγων και τινες άλλοι», εξασφαλίζοντας στο εγχείρημα την αναγκαία κοινωνική επιφάνεια κι επιβολή (σ. 12). Το σύνολο των μυημένων μελών υπολογίζεται στην έκθεση σε «ολιγωτέρους των εκατόν» (σ. 12), στα δε απομνημονεύματα σε «όχι παραπάνω από 60» (σ. 41).
Στη βάση της πυραμίδας, το «εκτελεστικό τμήμα» της Ο.Θ. συγκροτήθηκε απεναντίας σε καθαρά μισθοφορική βάση: με «μυημένους» μόνο τους τρεις επικεφαλής που αναφέρονταν απευθείας στο Σουλιώτη, ενώ οι υπόλοιποι («πρόσωπα της κατωτάτης κοινωνικής τάξεως, αποβράσματα συνήθως των χαρτοπαικτείων και των οινοπωλείων», σύμφωνα με τον επικεφαλής του Ειδικού Γραφείου, υπολοχαγό Δημήτριο Κάκκαβο) έπαιρναν απλώς εντολές και πληρώνονταν με το κομμάτι, δίχως να γνωρίζουν το παραμικρό για την οργάνωση.
Οι «μυημένοι» επικεφαλής του εκτελεστικού μισθοδοτούνταν με 3-5 λίρες τον μήνα, τα δε εκτελεστικά όργανα εισέπρατταν «περί τας 15 λίρας τον φόνον, ημίσειαν λίραν τον δαρμόν κ.λπ.» (σ. 11).
Οι λειτουργικές δαπάνες του μηχανισμού κινήθηκαν στο επίπεδο των 60 λιρών τον μήνα, κατά το μεγαλύτερο δε μέρος τους καλύφθηκαν από την επιβολή αναγκαστικών εισφορών στους Ελληνες αστούς της πόλης (σ. 19).
Ταμίας της Ο.Θ. ήταν ο τσιφλικάς, τραπεζίτης, ιδιοκτήτης μεταλλείου και βιομήχανος Κωνσταντίνος Αγγελάκης, μετέπειτα πρώτος Ελληνας δήμαρχος της πόλης (1917-1920).
«Ως άμεσος σκοπός» της Ο.Θ., εξηγεί ο Σουλιώτης, «ωρίσθη η αντίδρασις εις την εγκατάστασιν Βουλγάρων εν τη πόλει και η εξουδετέρωσις των υπαρχόντων», δευτερευόντως δε «η παροχή πάσης δυνατής βοηθείας εις το Εσωτερικόν, δι’ αντεκδικήσεων και εξαλείψεως εν Θεσ/νίκη των επικινδυνωδεστέρων αντιθέτων» (σ. 9).
Στην πράξη, η δράση της θα κινηθεί σε τρεις άξονες:
(α) εξόντωση κάποιων -ελάχιστων- στελεχών του μηχανισμού της Βουλγαρικής Εξαρχίας, του ρουμανικού κόμματος και της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ) των κομιτατζήδων,
(β) κήρυξη ολοκληρωτικού οικονομικού πολέμου κατά των εξαρχικών και των «ρουμανιζόντων» της πόλης, και
(γ) εθνική «συμμόρφωση» και κινητοποίηση του ελληνικού (και εν γένει πατριαρχικού) πληθυσμού της.
Οι οικονομικός πόλεμος
Ο οικονομικός πόλεμος εξαπολύθηκε τον Απρίλιο του 1907 με το διατεταγμένο μποϊκοτάζ του δημοφιλούς κήπου του Λευκού Οίκου, «θερινού κέντρου του καλλιτέρου κόσμου» της πόλης, σε αντίποινα για την απόφαση των Εβραίων ενοικιαστών του να παραχωρήσουν το χώρο «εις εορτήν υπέρ των βουλγαρικών σχολείων» (σ. 13).
«Οι μυημένοι δι’ όλης της επιρροής των επέβαλον τον σεβασμόν προς την πρώτην αυστηράν αυτήν παραγγελίαν της Οργανώσεως», διαβάζουμε στον απολογισμό του Σουλιώτη, «το Εκτελεστικόν έδειρε τους ολίγους οι οποίοι εδοκίμασαν να παρακούσωσι, οι αλλοεθνείς δε κάτοικοι της πόλεως, φοβούμενοι ταραχάς, δεν μετέβαινον εις τον κήπον».
Το εγχείρημα έληξε με συνθηκολόγηση των διαχειριστών, που αναγκάστηκαν όχι μόνο «να δώσουν γραπτήν υπόσχεσιν» συμμόρφωσης στις εντολές της Ο.Θ., αλλά και να τυπώσουν το πρόγραμμά τους με τα ελληνικά εθνικά χρώματα (σ. 14).
Το νικηφόρο αυτό εναρκτήριο λάκτισμα ακολούθησε η επέκταση του οικονομικού πολέμου στο σύνολο της πόλης.
Στους Ελληνες κατοίκους της απαγορεύθηκε ν’ αγοράζουν από «βουλγαρικά» καταστήματα, ν’ απασχολούν εξαρχικούς εργάτες, μαθητευόμενους ή μεσίτες, να πουλάνε ή ακόμη και να νοικιάζουν ακίνητα σε εξαρχικούς (σ. 13).
Μεταξύ άλλων, εμποδίστηκε έτσι η σύσταση αναγνωρισμένης εξαρχικής κοινότητας στη συνοικία Τσαούς Μαναστίρ: για την αναγνώρισή της απαιτούνταν βάσει της οθωμανικής νομοθεσίας η ύπαρξη 40 σπιτιών της οικείας εθνοθρησκευτικής κοινότητας· υπήρχαν ήδη 35, αλλά στάθηκε αδύνατο ν’ αγοραστούν άλλα (σ. 17).
Από την άλλη, η Ο.Θ. αγόρασε με 16.000 φράγκα οικόπεδο «διά 15-20 οικίας» στην εξαρχική συνοικία Κιλκίτς Μαχαλά, για τον ενοφθαλμισμό εκεί ελληνικού πυρήνα ισάριθμων «καταλλήλων» οικογενειών (σ. 18)· έθεσε σε λειτουργία ειδικό ελληνικό σχολείο για τα παιδιά σλαβόφωνων εποχικών εργατών στη «βουλγαρική συνοικία» της Αγίας Τριάδας (δίχως σύνδεση με το κοινοτικό σχολικό δίκτυο της πόλης) κι επέβαλε σε όλους τους Ελληνες καταστηματάρχες την ανάρτηση ελληνόγλωσσων πινακίδων, ώστε να τονιστεί η ελληνική παρουσία (σ. 13).
Σχετικά περιορισμένοι υπήρξαν αντίθετα οι φόνοι εξαρχικών στελεχών, με σημαντικότερο τον δερματέμπορο Αντρέι Βέσοφ, κουνιάδο του γραμματέα του βουλγαρικού προξενείου, που χτυπήθηκε στις 22/11/1907.
Η αιματοχυσία θα κλιμακωθεί μόνο την άνοιξη του 1908, μετά την αναχώρηση του Σουλιώτη, την αντικατάστασή του από τον ανθυπολοχαγό Λουκά Σακελλαρόπουλο και τη δολοφονία του διερμηνέα του ελληνικού προξενείου, Θεόδωρου Ασκητή (22/2/1908), που θεωρήθηκε ηθικός αυτουργός της εξόντωσης του Βέσοφ· ο θάνατός του υπήρξε το πρώτο φονικό πλήγμα σε βάρος Ελληνα της πόλης, από την έναρξη του Αγώνα.
Μέσα στο επόμενο δίμηνο, το εκτελεστικό της Ο.Θ. διαπράττει κατ’ εντολήν του «ειδικού γραφείου» (και εν αγνοία του προξένου Παπαδιαμαντόπουλου) εννιά διαδοχικές απόπειρες, με επιφανέστερα θύματα τους διερμηνείς του ρωσικού προξενείου, Τοντόρ Χατζημίσεφ (που τραυματίστηκε θανάσιμα στις 15/3/1908) και του βουλγαρικού προξενείου, Σωκράτη Τοντορόφ (που πυροβολήθηκε ανεπιτυχώς στις 17/4/1908).
Η συμμόρφωση των «ημετέρων»
Οπως είπαμε και στην αρχή, η σημαντικότερη πτυχή της δραστηριότητας της Ο.Θ. αφορούσε ωστόσο την καταναγκαστική εθνική κινητοποίηση του τοπικού ελληνικού πληθυσμού, που αρχικά δεν φαινόταν καθόλου διατεθειμένος να διαρρήξει συναλλακτικές συνήθειες και σχέσεις δεκαετιών για να πειθαρχήσει στο σκιώδες παρακρατικό κέντρο του Σουλιώτη.
Η διαδικασία που περιγράφει ο τελευταίος, της σταδιακής μετάβασης από τον βίαιο φρονηματισμό στον αυθόρμητο κοινωνικό αυτοματισμό, θ’ αποτελέσει έτσι το πρότυπο βάσει του οποίου θα ολοκληρωθεί μετά το 1912 ο εξελληνισμός και η «εθνικοφρόνηση» της περιπόθητης πόλης.
«Επειδή αι πλείσται των παραγγελιών» της Οργάνωσης «εζημίουν προσωρινώς ατομικά συμφέροντα ή ήσαν εναντίαι προς μακράς συνηθείας και προς την εθνικήν αδράνειαν των ομογενών [της] Θεσσαλονίκης, εις τας αρχάς οι πλείστοι εδυστρόπουν», παραδέχεται.
Η Ο.Θ. έσπευσε ως εκ τούτου να καταστείλει ακόμη και την απλή εκδήλωση δυσφορίας, μέσω της εξάπλωσης ενός κλίματος αλληλοχαφιεδισμού και ψυχολογικής βίας:
«Το τμήμα των πληροφοριών ενημερώτατα μετέδιδε τας δυστροπείας ταύτας· η Οργάνωσις μετείρχετο τότε όλα τα μέσα όσα διέθετε, αναλόγως της ανάγκης· άλλοτε ήρκει απειλητική επιστολή τελεσφορούσα κυρίως διότι δι’ ασφαλών πληροφοριών εδείκνυε εις τον προς όν απεστέλετο ότι επιτηρείται και καταγγέλλεται υπό των πλέον εμπίστων του, άλλοτε εξηντλείτο η ηθική βία, συμφεροντολογική το πλείστον, υπό των εχόντων τοιαύτην επιρροήν μεμυημένων· άλλοτε εγένετο ανάγκη το εκτελεστικόν να καταστρέφη πράγματα αγορασθέντα παρ’ ομογενών από βουλγαρ. κατάστημα, πολλάκις να δείρη ομογενείς ή να φονεύση ακόμη τον ομογενή Παπαζαχαρίου» (σσ. 14-15).
Αδελφός του Ελληνα σχολικού επιθεωρητή Αγγελου Παπαζαχαρίου από τον Σωχό, μετέπειτα αντιβενιζελικού βουλευτή Θεσσαλονίκης (1915-1922) και συντάκτη του βραχύβιου σλαβομακεδονικού αναγνωστικού Abecedar (1925), ο Γεώργιος Παπαζαχαρίου ήταν μεσίτης αναμιγμένος σε εθνικά επιζήμιες αγοραπωλησίες ακινήτων, από πατριαρχικούς ιδιοκτήτες σε εξαρχικούς αγοραστές.
Πυροβολήθηκε στις 21/5/1907, κατά τη διάρκεια μιας κηδείας, και ξεψύχησε δυο εβδομάδες αργότερα, αφού πρώτα υπέδειξε ως ηθικό αυτουργό του φόνου του τον Ασκητή, που τον είχε νωρίτερα απειλήσει.
Προοριζόμενα για δημόσια ανάγνωση, τα απομνημονεύματα του επικεφαλής του Ειδικού Γραφείου προσπαθούν, απ’ την πλευρά τους, να διακωμωδήσουν αυτή την απροκάλυπτη βία: «Η διεξαγωγή του οικονομικού τούτου πολέμου», διαβάζουμε, «εγκλείει απειρίαν ευθύμων επεισοδίων εναντίον αφελών ομογενών, μέχρις ότου ωριμάση εις τας συνειδήσεις όλων η αναγκαία αύτη υποχρέωσις» (Κάκκαβος, 1972, σ. 92).
Για την ευρύτερη χαρτογράφηση του «εξωτερικού» κι «εσωτερικού» εχθρού, αποκαλυπτικά είναι μια σειρά σημειώματα που φυλάσσονται στο Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών (φ.1905/73.4), με καταλόγους «Βουλγάρων» κι «Ελλήνων» εμπόρων, μηχανικών, εργολάβων, χανιτζήδων κ.λπ., αλλά και καταγγελίες για συγκεκριμένους Ελληνες κατοίκους της πόλης που παραβιάζουν τις εντολές της οργάνωσης κατά τις καθημερινές τους συναλλαγές: καθηγητές του ελληνικού Γυμνασίου και Παρθεναγωγείου, ανάμεσά τους κι ένας Ελληνας υπήκοος, βαρύνονται λ.χ. με το γεγονός ότι «ψωνίζουν από Βουλγάρους κρέας και γιαούρτι» (ή μόνο γιαούρτι)· δυο άλλοι πολίτες «συχνάζουν εις το παντοπωλείον του Γιουβίτση, ού η ταμπέλα» (βουλγαρική, προφανώς) «αν και κατεβιβάσθη, ευρέθη εντός του καταστήματος»· ένας οινοπώλης «αγοράζει κρασί από Βούλγαρον φανατικόν», ένας παντοπώλης «προμηθεύεται από Βουλγάρους» κ.ο.κ.
Εξίσου ενδιαφέροντα είναι κάποια ντοκουμέντα του ίδιου φακέλου, βάσει των οποίων μπορεί να σκιαγραφηθεί η άλλη άκρη του νήματος: η κοινωνικοοικονομική βάση της διαθεσιμότητας για εθνική στράτευση, στο εσωτερικό μιας πολυεθνικής πόλης δίχως εμφανείς διακοινοτικές εντάσεις.
Με επιστολή του προς τον Ελληνα πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά, δυο ολόκληρα χρόνια πριν από την καμπάνια της Ο.Θ. (23/6/1905), ένας ελληνόφωνος Σαλονικιός από την Ανασελίτσα ζητά λ.χ. δάνειο για ν’ ανοίξει «οινοπωλείον» στη συνοικία Βαρδάρ, «ακριβώς εν τη εισόδω της πόλεως, ένθα είναι η εστία των εχθρών ημών», δίπλα ή απέναντι στο ομοειδές κατάστημα «Γιοβάν Βέλκωφ τινός, εκ του καζά Καφαντάρ καταγομένου» κι εκτοπισμένου παλιότερα στη Ρόδο ως κομιτατζή, με την υπόσχεση «και το εχθρικόν κατάστημα να κλείση εντός ολίγου χρονικού διαστήματος και η εστία των κομιτών να εξαφανισθή».
Το αίτημά του υποστηρίζει ο εκδότης της εφημερίδας «Αλήθεια», Ιωάννης Κούσκουρας, επιδοτούμενος επίσης από το προξενείο, που συστήνει τον επιστολογράφο «ως άνδρα τίμιον, δυνάμενον να δράση εθνικώς εν τω πολυσχιδεί αγώνι» του προξένου, εφόσον ο τελευταίος τού παράσχει «την υλικήν συνδρομήν, της οποίας ουδέποτε ήθελε φανεί ανάξιος».
Οταν ο Μεγαλέξανδρος «προφήτευε» στα σλαβικά
Η εθνική προπαγάνδα στους σλαβόφωνους Μακεδόνες αποτελούσε δευτερεύουσα μεν πτυχή των δραστηριοτήτων της Οργανώσεως Θεσσαλονίκης, οι κατοπινές ωστόσο εξελίξεις τής προσδίδουν ιδιάζουσα σημασία.Αν μη τι άλλο, ο Αθανάσιος Σουλιώτης είχε τη φαεινή ιδέα, όχι μόνο να κηρύσσει (όπως και οι υπόλοιποι μακεδονομάχοι) πως οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες ήταν απόγονοι των αρχαίων, αλλά και να παρασκευάσει το σχετικό «τεκμήριο»: ένα σλαβόγλωσσο φυλλάδιο με «Προφητείες του Μεγαλέξανδρου» («Πρεσκαζάνιε να Γκόλεμ Αλεξάντρ»), όπου ο διάσημος στρατηλάτης προλέγει πως η μελλοντική απελευθέρωση της περιοχής από τον οθωμανικό ζυγό θα έρθει από την Ελλάδα.
Το κείμενο, που υποτίθεται ότι βρέθηκε χειρόγραφο σε κάποιο χρυσό κουτί στα ερείπια της Βαβυλώνας, συντάχθηκε στα ελληνικά από τον ίδιο τον Σουλιώτη, μεταφράστηκε στα σλαβομακεδονικά από ντόπιους συνεργάτες του και τυπώθηκε στην Αθήνα με ελληνικούς χαρακτήρες, δίχως χρονολογία και με ψευδή τόπο έκδοσης «Βενετία» (Σουλιώτης-Νικολαΐδης 1959, σ. 44).
Αντίτυπά του μπορεί ο ερευνητής να ξεφυλλίσει στα Αρχεία Σουλιώτη (στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη) και Παναγιώτη Δαγκλή (στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα, στην Κηφισιά, που υπάγεται στο Μουσείο Μπενάκη).
Ενα προσεκτικό μάτι δεν δυσκολεύεται βέβαια να εντοπίσει την πλαστογραφία. Ο ψευδώνυμος φανταστικός εκδότης των «Προφητειών», Ιερομόναχος Αθανάσιος Μακεδών, υποτίθεται πως είχε γράψει τον πρόλογο και τα επεξηγηματικά σχόλια του φυλλαδίου «εν έτει σωτηρίω 1845».
Δίχως να διεκδικεί μαντικές ικανότητες για τον εαυτό του, γνώριζε ωστόσο –και περιέγραφε ως τετελεσμένα γεγονότα– κάποια πολύ μεταγενέστερα συμβάντα, όπως η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881 ή η αυτονομία της Κρήτης το 1898!
Παρά τις χοντροκομμένες αυτές αβλεψίες, η απήχηση του τεχνάσματος στο αμόρφωτο, θρησκόληπτο και προληπτικό κοινό του φαίνεται πως υπήρξε τελικά μάλλον ικανοποιητική. Λίγα μόνο χρόνια μετά την εκτύπωση και διασπορά του φυλλαδίου, ο Σουλιώτης θα το διαπιστώσει από πρώτο χέρι, ως στέλεχος πλέον του αντίστοιχου ελληνικού μηχανισμού της βασιλεύουσας: «Μια μέρα», διαβάζουμε στη συνέχεια των αναμνήσεών του, «ο [πράκτοράς μου] Παπά Κορυτσίδης μού έφερε σταχωμένες με πετσί αλλά και πολύ πια λερωμένες, τις προφητείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου που είχαμε μοιράσει στην Θεσσαλονίκη. Του τις είχε δώσει σαν πολύ μυστηριώδες βιβλίο, ως είδος Αγαθαγγέλου, ένας σλαυόφωνος χωρικός. Επαραγγείλαμε και μας έφεραν από την Αθήνα, όπου είχαμε μερικά αντίτυπα, και τα εμοιράσαμε διά του Κορυτσίδη. Αλλά τα ελερώσαμε όσο ημπορέσαμε» (Σουλιώτης-Νικολαΐδης 1984, σ. 57).
Με το χρονικό βάθος των 111 χρόνων που μας χωρίζει από την παραγωγή του επίμαχου «τεκμηρίου», γνωρίζουμε πια πολύ καλά πως αυτό το τέχνασμα, όπως και όλο το προπαγανδιστικό μπαράζ γύρω από την υποτιθέμενη συγγένεια αρχαίων και σλαβόφωνων Μακεδόνων, έπιασε τελικά τόπο. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, απ’ όσο μπορούσαν να είχαν φανταστεί –ή επιθυμούσαν– οι ευφάνταστοι δημιουργοί του.
Εθνικά και συμφέροντα
Οι επαγγελματικές προοπτικές που άνοιγαν με την εκτόπιση των «αλλοεθνών» ανταγωνιστών εξηγούν, σ’ ένα βαθμό τουλάχιστον, την ευκολία με την οποία, μετά το αρχικό σοκ, μια μερίδα των Ελλήνων της πόλης ενστερνίστηκε το πρόγραμμα της Ο.Θ., συμπληρώνοντας τη δράση της με δικές τους, αυθόρμητες βιαιοπραγίες.
«Πριν παρέλθη έτος ο οικονομικός κατά των βουλγάρων πόλεμος είχε γίνη έθιμον εν τη πόλει», σημειώνει περιχαρής ο Σουλιώτης, καθώς «άνθρωποι μη ανήκοντες εις την Οργ[άνωσιν] πολλάκις έδειρον ομογενείς αγοράσαντας από βουλγ[άρους] ή προσλαβόντας σχισματικούς κ.λπ.. Εκ των πολλών ελλ[ήνων] ιδιοκτητών, οίτινες είχον βουλγ[άρους] ενοικιαστάς εις το κατάστημά των δεν απέμειναν παρά 3-4 έχοντες μακροχρόνια συμβόλαια και προσπαθούντες και αυτοί να τους εκβάλλωσιν».
Στην Αγία Τριάδα και το Βαρδάρη «όλα σχεδόν τα βουλγ[αρικά] καταστήματα έκλεισαν, μερικά μάλιστα αγορασθέντα επωφελέστατα υπό ημετέρων», στη θέση τους δε «ήνοιξαν αυθόρμητα ελληνικά γαλακτοπωλεία ευρίσκοντα πελατείαν» (σ. 16-17).
Μετά τους μικροαστούς, ή και παράλληλα προς αυτούς, η ήπια εθνοκάθαρση του ιστού της μακεδονικής πρωτεύουσας προχώρησε και στα εργατικά στρώματα: «Οι Ελληνες κτίσται, ευρίσκοντες εργασίαν διά τον αποκλεισμόν των σχισματικών, αυθόρμητοι επίσης ήλθον και επολλαπλασιάσθησαν εν Θεσ/νίκη, ενώ οι σχισματικοί πλειστάκις έμειναν άνεργοι» (σ. 17).
Στα απομνημονεύματά του, ο ίδιος διευκρινίζει πως η εκτόπιση των σλαβόφωνων οικοδόμων από την αγορά εργασίας έγινε με την οργάνωση των ασβεστάδων σε καρτέλ που αρνούνταν να τους προμηθεύσει ασβέστη, αλλά και με τον εξαναγκασμό από την Ο.Θ. των Ηπειρωτών συναδέλφων κι ανταγωνιστών τους να ρίξουν τα δικά τους μεροκάματα στο επίπεδο «όσων ζητούσαν οι σχισματικοί» (1959, σ. 47).
Ταξικά επικαθορισμένη, η δράση της οργάνωσης απέβλεπε άλλωστε στη διατήρηση της κοινωνικοοικονομικής ηγεμονίας των Ελλήνων αστών κι όχι στην απόλυτη στεγανοποίηση των δυο στρατοπέδων: ενώ η Ο.Θ. απαγόρευσε κάθε δοσοληψία με εξαρχικούς εμπόρους κι επαγγελματίες, τονίζει ο αρχηγός της, «δεν εμπόδιζε δικό μας έμπορο να συναλλάσσεται με σχισματικούς» πελάτες του (σ. 47).
Κατηγορηματικά θ’ αποκρούσει αντίθετα ο ίδιος τις προσπάθειες κάποιων Ελλήνων εμπόρων «να στρέψωσι τον βίαιον οικονομικόν πόλεμον [και] κατά των Εβραίων» ανταγωνιστών τους, θεωρώντας μια τέτοια εξέλιξη «ασύμφορον», καθώς «θα εφανατίζοντο ούτοι και θα είχομεν νέους εχθρούς, ισχυρωτάτους ακόμη εμπορικώς».
Για την αποσόβησή της, δόθηκε μεταξύ άλλων εντολή στις ελληνικές εφημερίδες της πόλης να δημοσιεύσουν «επανειλημμένα άρθρα υπέρ των Εβραίων» (σ. 18).
Η κληρονομιά
Η στεγανότητα του όλου μηχανισμού σε συνδυασμό με την ευμένεια των διωκτικών αρχών περιόρισαν στο ελάχιστο τις απώλειες.
Μ’ εξαίρεση ένα και μοναδικό συνεργάτη του που «κατεδικάσθη αδίκως εις 8 ετών φυλάκισιν» για άσχετη –προφανώς– αιτία, καμαρώνει στην έκθεσή του ο Σουλιώτης, «από της ενάρξεως της ενεργείας της Οργαν[ώσεως] ουδείς των λαμβανόντων μέρος έπαθέ τι, ούτε καν έρευνα της αστυνομίας εγένετο εις οικίαν τινός» (σ. 18).
Εξαιρετικά χρήσιμο, όντως, μάθημα πολιτικού σχεδιασμού για τις ταραγμένες δεκαετίες που έμελλε ν’ ακολουθήσουν.