Μυρίζεις τον αέρα: όλα είναι εκεί, η μυρωδιά της βροχής που έρχεται, η καθαρή οσμή του βοριά, το χώμα που αρνείται να στεγνώσει | EUROKINISSI/ΚΑΛΛΙΑΡΑΣ ΘΑΝΑΣΗΣ
Οι ώρες είναι ακόμα μικρές. Ξημερώνει και ο ύπνος ήταν λίγος και ταραγμένος. Χάρη όμως σε έναν ζεστό καφέ, δυο-τρία μπισκότα με σοκολάτα, όλα γίνονται κάπως πιο υποφερτά. Ο καφές σού ζεσταίνει τα σωθικά: βαρύς, μυρωδάτος. Πόσο ωραία ταιριάζει με τη σοκολάτα, που τον κάνει να πικρίζει λίγο. Συμπληρώνει τη γεύση. Σαν όλα τα αντίθετα: γλυκό-πικρό, ζεστός καφές-κρύα χέρια.
Ο ουρανός έξω είναι κόκκινος σταχτής, ο καιρός είναι κακός, το βλέπεις: βροχή, κρύο, βοριάδες. Θέλεις να βγεις έξω. Τώρα που η καρδιά ζεστάθηκε λίγο, τώρα που η γλώσσα γλυκάθηκε λίγο. Ρίχνεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου, αλλά για να ξυπνήσεις χρειάζεσαι τον παγωμένο αέρα, τον βοριά που περιπαίζει τα δέντρα.
Αθλητικά παπούτσια, το πανωφόρι σου, ένα κασκόλ γύρω από τον λαιμό. Βγαίνεις και περπατάς, περπατάς χωρίς να πηγαίνεις πουθενά. Κοιτάζεις πίσω. Ο Υμηττός έχει χαθεί πίσω από ένα βαρύ σύννεφο, ίσα που διακρίνονται μερικά δέντρα στους πρόποδες.
Μυρίζεις τον αέρα: όλα είναι εκεί, η μυρωδιά της βροχής που έρχεται, η καθαρή οσμή του βοριά, το χώμα που αρνείται να στεγνώσει. Κοιτάζεις ψηλά. Εχει ξημερώσει, αλλά ακόμα έχει σκοτάδι. Ημίφως μάλλον, που ελάχιστα θα αλλάξει στη διάρκεια της ημέρας που μόλις γεννήθηκε. Ο ήλιος σήμερα δεν θα φανεί, το φως του δεν θα λιώσει τα σύννεφα.
Αυτά, πυκνά, βαριά, κάπως σου κάθονται στην καρδιά –γιατί; Λίγες ημέρες έμειναν -ημερολογιακά- ώς την άνοιξη. Τα βήματά της, ελαφρά ακόμα, τα έχεις ακούσει μέσα σου. Ερχεται, κι ας είναι λίγο μακριά.
Περπατάς. Περπατάς. Φτάνεις στο περίπτερο. Κάτι θέλεις να αγοράσεις –δεν το χρειάζεσαι απαραίτητα, ίσα να πεις μια καλημέρα. Το πορτοφόλι το έχεις ξεχάσει πίσω. Δεν πειράζει. Λες καλημέρα ούτως ή άλλως και επιστρέφεις.
Το κρύο είναι όλο και πιο δυνατό –μπορεί κι εσύ να κρυώνεις περισσότερο. Περπατάς. Ετσι κάπως ζεσταίνονται τα πόδια σου, που είχαν ανάγκη να κινηθούν, και το μυαλό σου δουλεύει: πρέπει να κάνω αυτό, να δώσω λύση εκεί, να τηλεφωνήσω, να γράψω αυτό, να πάω για ψώνια, να πληρώσω λογαριασμούς.
Πότε πότε χαμογελάς. Μέσα στον ορυμαγδό, μερικές φωτεινές αναλαμπές: στιγμές πληρότητας, κουβέντες με γέλια, σχέδια και προσχέδια, ψήγματα χαράς. Και ξανά βουτιά στα «πρέπει» και τα «χρειάζεται» και τα «αν όμως…». Δαγκώνεις λίγο τα χείλη σου, κουνάς το κεφάλι σου. Ουφ, τι θόρυβος κι αυτός, σε πιάνει πονοκέφαλος. Κάνει κρύο.
Επιστρέφεις στο καθήκον. Λίγα λεπτά πριν φτάσεις στο κτίριο αρχίζει να ψιχαλίζει, παγωμένη βροχή, αλλά βροχή. Δεν έχεις μαζί ομπρέλα, δεν βάζεις την κουκούλα σου. Αφήνεις τις ψιχάλες να σου ξεπλύνουν το πρόσωπο, να αφαιρέσουν από το μυαλό λίγο από το βάρος. Περπατάς χωρίς να επιταχύνεις το βήμα. Κι αν βραχείς λίγο, τι πειράζει;
Τι χειμώνας κι αυτός, σκέφτεσαι. Δεν είδαμε ούτε μια μέρα λίγο χιόνι, ίσως δεν είδαμε και πραγματικό κρύο. Να, όπως σήμερα, αντί για τις σταγόνες, να σου δρόσιζαν το πρόσωπο νιφάδες. Είναι ωραίες οι νιφάδες, μοιάζουν με χάδι. Κι ύστερα, λειτουργούν μονωτικά: απορροφούν θορύβους –εξωτερικούς και εσωτερικούς-, κρύβουν λίγη από την ασχήμια του κόσμου, ομορφαίνουν περισσότερο ό,τι είναι ήδη όμορφο, φωτίζουν ακόμη και το σκοτάδι, απορροφώντας την ενέργειά του.
Κι εσύ τώρα χρειάζεσαι λίγη ησυχία, λίγη απόσταση από τον θόρυβο του μυαλού σου. Για να ξεσκαρτάρεις τα «πρέπει» και τα «αν όμως…» από τα άλλα, τα φωτεινά, τα χαρούμενα, τα γελαστά, αυτά που τους αξίζει χώρος να απλωθούν.
Αλλά τώρα βρέχει κι εσύ αναγκαστικά βιάζεσαι να γυρίσεις, οι σταγόνες έγιναν παχιές και βαριές και πολλές. Τα τελευταία μέτρα της βόλτας σου τα κάνεις τρέχοντας. Στο υπόστεγο πιάνεις τα μαλλιά σου. Ευτυχώς δεν βράχηκαν πολύ. Τινάζεις το μπουφάν, χτυπάς τα παπούτσια για να φύγουν τα νερά. Μπαίνεις μέσα.
Εκεί σε περιμένουν μια σειρά από «χρειάζεται» και «πρέπει», χωρίς να υπάρχει χρόνος για «αν όμως…».
Καλά ήταν πάντως. Ξέσκασες λίγο.