02.03.2018, 06:27 |εφσυν
Τακτοποίησα τα μαναβικά της λαϊκής, πέταξα κι ένα-δυο παλιά, βαρεμένα. Βαρεμένο λέγαμε, τότε, στο μανάβικο –όλοι οι μανάβηδες– ένα φρούτο που είχε αρχίσει να χαλάει· ενίοτε το λέγαμε και σαπάκι. Κάποια φρούτα βαρεμένα, όπως μήλο ή αχλάδι π.χ., μπορούσες και να τα «θεραπεύσεις»: αφαιρούσες το χαλασμένο μέρος και κρατούσες το υπόλοιπο. Κάποια άλλα, ιδίως εσπεριδοειδή ή το ρόδι, άμα ήταν βαρεμένα, μάλλον ήταν για πέταμα.
Στα μεγάλα τώρα –καρπούζια, πεπόνια– το πεπόνι, δυνάμει, περνούσε στην κατηγορία του βαρεμένου: καθάριζες το βαρεμένο, κρατούσες το υπόλοιπο. Καρπούζι βαρεμένο, δεν γίνεται· μια τρύπα, ένα πέσιμο, που όμως δεν το σπάει (σπάνιο, αλλά συμβαίνει), και το καρπούζι ξίνισε σχεδόν αμέσως. Σαπάκι, τώρα, ήταν προσδιορισμός όχι τόσο του βαρεμένου όσο της κακής ποιότητας· τρωγόταν μεν το φρούτο, αλλά μόνο στην ανάγκη· των πραγμάτων (των οικονομικών) καλώς, έστω μετρίως, εχόντων, το σαπάκι ήταν για πέταμα· ούτε να το βλέπεις.
Εκείνα τα χρόνια –τα όχι και τόσο μακρινά, εδώ που τα λέμε· απλώς τα πράγματα τα τελευταία 30-40 χρόνια τρέχουν ιλιγγιωδώς και δεν προφταίνουμε– αμφότερες οι λέξεις είχαν, στην πιάτσα, και μεταφορική σημασία. Βαρεμένον έλεγες –περίπου όπως και σήμερα– αυτόν που δεν στέκει και πολύ στα καλά του. Αλλά σαπάκι έλεγες μόνο τον σκάρτο, τον ξεφτίλα, τον είπα-ξείπα.
Τα γράφω αυτά –και μάλιστα σε χρόνο αόριστο, ότι και καλά συνέβαιναν τότε, τώρα πάμε καλύτερα…–, γιατί στη λαϊκή, σε πάγκο με μανταρίνια, πήρε το μάτι μου ένα βαρεμένο. Το έδωσα στον (νεαρό) μανάβη λέγοντας: «Είναι βαρεμένο». «Βαρεμένο!», απόρησε· η λέξη δεν του έλεγε κάτι. Το κοίταξε: «Α, εννοείτε χαλασμένο!», είπε. Αλλοι καιροί, πλην όμοια ήθη, απαράλλαχτα…