6 Μαρτίου 2018 | cogito ergo sum
Κατά το διήμερο 22-23 Φεβρουαρίου διοργανώθηκε στις Βρυξέλλες μια εκδήλωση από το Κέντρο Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (Centre for European Policy Studies), με υψηλούς καλεσμένους, οι οποίοι θα συζητούσαν όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ενωμένη Ευρώπη. Την εκδήλωση άνοιξε ο πρόεδρος της Κομμισσιόν Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ, από τον οποίο ζητήθηκε να κάνει και μια εκτίμηση για τις -επικείμενες τότε- προχτεσινές ιταλικές εκλογές. Ως συνήθως, ο Γιούνκερ δεν πολυσκέφτηκε πριν απαντήσει:
Πρέπει να προετοιμαζόμαστε για το χειρότερο σενάριο και το χειρότερο σενάριο θα μπορούσε να είναι μια μη λειτουργική κυβέρνηση.
Στην αψυχολόγητη τοποθέτηση του Γιούνκερ έσπευσε να απαντήσει ο ιταλός πρωθυπουργός Πάολο Τζεντιλόνι: “θα τον καθησυχάσω λέγοντάς του ότι σε κάθε περίπτωση όλες οι κυβερνήσεις είναι λειτουργικές, οι κυβερνήσεις κυβερνούν”. Βέβαια, ο πρόεδρος της Κομμισσιόν θα έπρεπε να ήταν από μόνος του ιδιαίτερα προσεκτικός μιλώντας για την Ιταλία. Δεν θα έπρεπε να ξεχνάει ότι η Ιταλία στα 157 χρόνια τής σύγχρονης ιστορίας της (από το 1861 όταν ο Γαριβάλδης δημιούργησε το πρώτο ενωμένο “Βασίλειο της Ιταλίας”), μετράει 128 κυβερνήσεις. Αυτό σημαίνει ότι, αν εξαιρέσουμε τα 21 χρόνια φασιστικής διακυβέρνησης του Μουσσολίνι, οι ιταλοί αλλάζουν κυβέρνηση σχεδόν μια φορά τον χρόνο κατά μέσον όρο. Και όμως, αυτή η χώρα εξακολουθεί να κυβερνιέται. Ίσως όχι με τρόπο αρεστό στο κύριο Γιούνκερ αλλά κυβερνιέται.
Πάντως, πρέπει να παραδεχτούμε ότι με το δίκιο του ήταν ανήσυχος ο Γιούνκερ, κάτι που σαφώς υπογραμμίζεται από το αποτέλεσμα των εκλογών. Με πρώτη δύναμη το κάθε άλλο παρά ξεκάθαρα φιλοευρωενωσιακό “Κίνημα πέντε αστέρων”, με ισχυρότερο κομματικό σχηματισμό την κολεγιά τού -κάθε άλλο παρά συμπαθούς στις Βρυξέλλες- Μπερλουσκόνι με τα ευρωσκεπτιστικά κόμματα “Λέγκα του Βορρά”, “Αδελφοί τής Ιταλίας” και “Εμείς με την Ιταλία” και με τον ίσως πιστότερο σύμμαχό τους, το “Δημοκρατικό Κόμμα” (βρε πώς αλλάζουν οι καιροί!) εμφανώς εξασθενημένο, οι Βρυξέλλες έχουν κάθε λόγο να περιμένουν με αγωνία την επόμενη μέρα.
Όντως ο ιταλικός ευρωσκεπτικισμός προβληματίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι ιταλοί ξέρουν ότι το χρέος τους είναι το υψηλότερο (σε απόλυτα ποσά) στην ευρωζώνη αλλά ταυτόχρονα καταλαβαίνουν ότι ακριβώς αυτό το μέγεθος αποτελεί και εγγύηση πως κανείς δεν θα τους αφήσει να σωριαστούν, μιας και κάτι τέτοιο θα σήμαινε όχι απλώς την διάλυση της νομισματικής ένωσης αλλά και την καταστροφή εθνικών οικονομιών άμεσα εξαρτημένων από την δική τους (Γαλλία, Γερμανία κλπ).
Παράλληλα, η Ιταλία δεν προσφέρεται για λύσεις σαν εκείνες που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα, την Πορτογαλία ή την Κύπρο. Δυστυχώς για τα νεοφιλελεύθερα κέντρα λήψης αποφάσεων, ο χρόνος έχει αποδειχτεί πια καλός δάσκαλος για την Ρώμη, η οποία δεν μπορεί να “τσιμπήσει” σε δολώματα τύπου PSI ή κουρέματος καταθέσεων, εφ’ όσον τα καταστροφικά αποτελέσματα τέτοιων επιλογών έχουν γίνει ήδη σαφή. Για να το πούμε διαφορετικά, ούτε οι Βρυξέλλες ούτε η Φρανκφούρτη έχουν πλέον το κατάλληλο δόλωμα για να πιάσουν ένα τόσο μεγάλο ψάρι.
Κατ’ επέκταση, η Ρώμη δεν έχει κανένα λόγο να σκύψει το κεφάλι σε οποιονδήποτε “θεσμό” και μπορεί με -μικρότερη ή μεγαλύτερη- άνεση να συνεχίσει τον γνωστό κεϋνσιανό δρόμο τής ανάπτυξης μέχω της δημιουργίας ελλειμμάτων. Έναν δρόμο, δηλαδή, που εξυπηρετεί το εγχώριο κεφάλαιο και όχι το γερμανικό. Πολύ περισσότερο αφού η ΕΚΤ δεν υπάρχει περίπτωση να πάψει να αγοράζει ιταλικά ομόλογα (κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για το ευρώ), διατηρώντας έτσι χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού της χώρας.
Κατόπιν όλων αυτών, το ερώτημα περί της επόμενης μέρας στην Ιταλία χάνει μεγάλο μέρος από την βαρύτητά του και η απάντηση στην αγωνία τού κυρίου Γιούνκερ γίνεται μάλλον ξεκάθαρη: ό,τι κι αν συμβεί, η κυβέρνηση που θα προκύψει θα είναι -κατά το μάλλον ή ήττον- “μη λειτουργική”, όπως εννοεί τον όρο ο πρόεδρος της Κομμισσιόν. Όποια κυβέρνηση συνεργασίας κι αν σχηματιστεί, είτε από το “Κίνημα πέντε αστέρων” και την “Λέγκα του Βορρά” είτε από το μπερλουσκονικό “Φόρτσα Ιτάλια” και το “Δημοκρατικό Κόμμα” είτε ο,τιδήποτε άλλο, το πιθανώτερο είναι ότι το ευρωπαϊκό διευθυντήριο δεν θα περάσει ιδιαίτερα ευχάριστες μέρες μαζί της. Αυτή την φορά το ιταλικό πολιτικό σκηνικό αναμένεται να εξυπηρετήσει περισσότερο το ντόπιο παρά το ευρωπαϊκό κεφάλαιο (αυτό που κατ’ ευφημισμό λέγεται και “ευρωπαϊκό όραμα”).
Φυσικά, υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο να αναζητηθεί διέξοδος με τον πιο γνωστό στους ιταλούς τρόπο: με νέες εκλογές. Μόνο που αυτή την φορά δεν φαίνεται πώς μπορεί να αλλάξει κάτι ριζικά μ’ αυτόν τον τρόπο.