Δεν είναι τόσο η διάθεση που αλλάζει μόλις τα δέντρα ανθίζουν πλημμυρίζοντας την πόλη με το ακριβό άρωμα της άνοιξης, όσο το φως στα πράγματα. Ετσι όπως αγγίζει η πρώτη αχτίδα της αυγής το παράθυρό μας ή όπως σβήνει το δειλινό στον ορίζοντα την ώρα που επιστρέφουμε σπίτι από τη δουλειά. Κι ύστερα είναι τα ρούχα. Ξαφνικά βγαίνουν άσπρα πουκάμισα στους γκρίζους δρόμους σαν παρέλαση εθνικής υποδοχής.
Τα μαύρα ρούχα περιμένουν μια βροχή ή μια απόφαση του χειμώνα να διεκδικήσει λίγο χώρο ακόμα στον χρόνο. Αλλωστε, όπως είπε κι ο Μαρκ Τουέιν, «την άνοιξη έχω μετρήσει 136 διαφορετικά είδη καιρού μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες».
Κάθε άνοιξη, ειδικά τις πρώτες μέρες, μια αναμονή εγκαθίσταται μέσα μας. Θα μπορούσαμε να το πούμε κι ελπίδα. Ωστόσο, μοιάζει περισσότερο με αναμονή ενός γεγονότος που έχουμε περισσότερο ανάγκη. Μια βόλτα στην παραλία, ένα Σαββατοκύριακο στο νησί, μια πρώτη συγκέντρωση φίλων στα τραπεζάκια έξω, ένας καινούργιος έρωτας, ένα «ξεσκόνισμα» του χειμωνιάτικου εαυτού μας.
Διαβάζω πως κάθε τέτοια εποχή, οι παλιοί Αθηναίοι, μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα πήγαιναν ως εκδρομή στην πλατεία Ανθεστηρίων. Τη σημερινή πλατεία Αμερικής, δηλαδή. Η συγκεκριμένη πλατεία, μόλις έμπαινε η άνοιξη, μετατρεπόταν σε έναν τεράστιο ανθόκηπο.
Εφταναν οι άμαξες των εύπορων Αθηναίων και αργότερα και ο ιπποτροχιόδρομος της γραμμής Σύνταγμα-Πατήσια που έκανε τέρμα στην ολάνθιστη πλατεία. Η λεωφόρος Πατησίων, τα Ηλύσια Πεδία των Αθηνών, ήταν ο πιο γνωστός περίπατος. Αργότερα η πλατεία Ανθεστηρίων ονομάστηκε πλατεία Αγάμων και ίσως μπορούμε να υποθέσουμε γιατί. Λίγο η άνοιξη, λίγο τα όμορφα λουλούδια ήταν ιδανικός τόπος για να βρουν το ταίρι τους οι μόνοι ή για να βρίσκονται εκεί οι ερωτευμένοι.
Την τελευταία φορά πάντως που πέρασα από εκεί σκέφτηκα πως χρειάζεται πολλή φαντασία για να αναπλάσει κανείς το σκηνικό εκείνης της εποχής, αφού από την πλατεία πέρναγαν βιαστικοί οι περαστικοί και μόνο κάποια αδέσποτα λιάζονταν αμέριμνα στο χορτάρι. Κι αντί για τον ιπποτροχιόδρομο οι άνθρωποι στοιβάζονται αγχωμένοι σε κάποιο βαγόνι του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου.
Η άνοιξη όμως φτάνει κι εκεί, στις σκοτεινές στοές του υπόγειου, πότε με ένα λουλουδάτο φόρεμα και σανδάλια, πότε μ’ ένα τζιν παντελόνι κι ένα λινό πουκάμισο. Ναι, σκέφτομαι πως τελικά ίσως είχε δίκιο αυτός που είπε πως η άνοιξη είναι ο τρόπος του Θεού να πει: πάμε άλλη μια φορά! Την πόρτα σου άνοιξε λοιπόν, να μπει, κι ας μας αναστατώσει!