«Το να ισχυρίζεσαι ότι οι Κεραίες Υψηλής Ακτινοβολίας της Κινητής Τηλεφωνίας  ευθύνονται για τον καρκίνο όσων μένουν περιμετρικά γύρω τους σε έναν κόσμο γεμάτο καυσαέρια είναι τόσο εξωφρενικό όσο το να ισχυρίζεσαι πως το καυσαέριο από το αμάξι σου ευθύνεται για τον καρκίνο του διπλανού σου. Δεν έχει σημασία τι λένε οι ανεξάρτητες ιατρικές έρευνες, δεν έχει σημασία τι βιώνουν εδώ και δεκαετίες οικογένειες κι άνθρωποι που ζουν τριγύρω. Εδώ οι πολυεθνικές έχουν δίκιο…»

Η «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε» υπερασπιστική αυτή γραμμή που γενικεύει έως σημείου απόμακρης ομίχλης  τα αίτια, διαχέοντας τα σε άσχετους και σχετικούς ώστε να μην αναδειχθεί  η ευθύνη των επιμέρους παραγόντων και παικτών (που όλοι μαζί συναποτελούν τον μεγάλο πίνακα του προβλήματος), χρησιμοποιήθηκε και από τους πολιτειακούς παράγοντες των ΗΠΑ στην κτηνωδία/βιομηχανική γενοκτονία μικρής κλίμακας,  που συντελείται στην πόλη Φλιντ.  Δεν έχει σημασία αν τα παιδάκια που βγαλαν τόσο σοβαρά προβλήματα λόγω της υδροδότησης από τον βαριά μολυσμένο από τις ντόπιες βιομηχανίες ποταμό ζουν όλα στην πόλη που καταλήγει ο αγωγός. Βαριές εγκεφαλοπάθειες και λευχαιμίες και  τρομερές δερματοπάθειες και καρκίνοι υπήρχαν έτσι κι αλλιώς σε έναν πλανήτη γεμάτον καυσαέρια. Τι κι αν τα στατιστικά εκεί είναι τόσο συντριπτικά αυξημένα, τι κι αν το προσδόκιμο πρόωρων θανάτων πάει για επίπεδα Αφρικής στην καρδιά του 1ου κόσμου. Εδώ βιομήχανοι και πολιτικοί έχουν δίκιο!

Το ίδιο ισχύει και το επιχείρημα «Το να ισχυρίζεσαι ότι ο καπνός του τσιγάρου σου ευθύνεται για τον καρκίνο όσων τον εισπνέουν σε έναν κόσμο γεμάτο καυσαέρια είναι τόσο εξωφρενικό όσο το να ισχυρίζεσαι πως το καυσαέριο από το αμάξι σου ευθύνεται για τον καρκίνο του διπλανού σου» που διαβάσαμε πρόσφατα. Να εξηγούμαστε: Η διαφωνία σε κανένα ζήτημα ή επί μέρους επιχείρημα δεν σημαίνει πως ακυρώνουμε έναν καλό αρθρογράφο και την προσφορά του, ακόμη κι αν διαφωνούμε ή συμφωνούμε σε αυτό και σε άλλα ζητήματα. Σημαίνει όμως πως η ευθύνη του καθενός μας είναι πρώτα και κύρια στο σύνολο, όπως κι αν το αντιλαμβάνεται ο καθένας κι η καθεμιά μας και σε αυτό πιστεύω ότι θα συμφωνήσουμε όλοι κι όλες μας. Γιατί πχ σε έναν κόσμο που 150.000 παιδιά πεθαίνουν κατ’ έτος από το παθητικό κάπνισμα στην Δύση, (ξέχωρα από τους ενήλικες) αξίζει να θυμόμαστε ότι  η «πηγή» αυτής της επιχειρηματολογίας που πρωτο-υιοθετήθηκε από τις καπνοβιομηχανίες ώστε να μην περάσει ο αντικαπνιστικός νόμος και τώρα χρησιμοποιείται σιγά σιγά για την ανατροπή του, ήταν οι δικές τους νομικές υπηρεσίες.

Κι αν εδώ οι παθητικοί καπνιστές κέρδισαν λόγω του συνταξιοδοτικού και των ασφαλιστικών εταιρειών, δεν σημαίνει πως ο νόμος είναι άδικος, σημαίνει πως δεν έγινε στ’ αλήθεια για να υπερασπίσει τους από κάτω. Τους υπερασπίζεται όμως! (μόλις δεν υπάρχουν πια αρκετοί συνταξιούχοι και μόλις οι ασφαλιστικές γαυγίσουν την άρνηση τους να καλύπτουν την μαλακία του καθενός θα γίνει ακόμη συστηματικότερη προσπάθεια ανατροπής του, θαρρώ). Άλλωστε και η παιδεία γενικεύτηκε με την ίδρυση σχολείων τους τελευταίους αιώνες γιατί συνέφερε την ανερχόμενη εκβιομηχάνιση ώστε και γνώσεις εξειδίκευσης σιγά σιγά να αποκτήσουν (τότε χρειαζούμενες) και να μαντρωθούν τα παιδιά μακριά από τους γεμάτους θυμό και ιδέες δρόμους. Δεν θα καταγγείλουμε την γενίκευση της παιδείας, σωστά;

Το ζήτημα με το κάπνισμα όμως είναι λιγάκι πιο πολύπλοκο. Θυμίζοντας την αντεστραμμένη χρήση  του όρου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την άκρα δεξιά («είναι δικαίωμά μου να ζω σε ένα πολιτισμικά ομοιογενές περιβάλλον» λένε, τα ακροδεξιά υβρίδια τόσων αιώνων θεωρώντας ως θέσφατο μια πολιτισμική ομοιογένεια που δεν υπήρξε στον πλανήτη ποτέ) κάποιοι (ευτυχώς όχι όλοι) καπνιστές ισχυρίζονται πως το κάπνισμα αφορά τα προσωπικά  δικαιώματα των ανθρώπων. Αποκρύβοντας πως ο νόμος δεν απαγορεύει το κάπνισμα. Συνήθως απαγορεύει το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους εις βάρος άλλων που έχουν κάνει, είτε για λόγους αισθητικής, είτε υγείας, είτε κουλτούρας, άλλη επιλογή. Γιατί όμως είναι οι καπνιστές που πρέπει να βγαίνουν έξω και όχι οι μη καπνίζοντες;

Μα είναι πρακτικό το ζήτημα! Κανείς και καμιά (ούτε καν ο Τσακ Νόρρις) δεν μπορεί να βγάλει έξω μια αίθουσα να την τινάξει και να την επιστρέψει με δίχως καπνό στον αέρα. Κι άλλωστε κι αν το έκανε, γιατί να το έκανε συνέχεια, αφού  σε λίγο θα χρειαζόταν «τίναγμα» και πάλι; Για τους εργαζόμενους  σε χώρους διασκέδασης πχ οι οποίοι ‘υποχρεωτικά εκτίθενται στον καπνό εγωτικών συμπολιτώνν τους μιλάει κανείς; Για τις εγκύους ή τους ασθματικούς ή τα τα παιδιά σε σπίτια αναίσθητων/ανεύθυνων συντρόφων; Τα δικαιώματα αυτών δεν παραβιάζονται αφού υπόκεινται σε μια μορφή σκληρής, αόρατης βίας όπως είναι το παθητικό κάπνισμα; Ή έχουμε επιθυμήσει την εποχή που δεν μπορούσες να πάρεις ανάσα σε τάξεις και στα μέσα μαζικής μεταφοράς, επειδή τότε μονάχα λίγοι πρωτοπόροι/ες έκρουαν κώδωνα κινδύνου για το ζήτημα;  Ενώ, αν κάθε τιτανοτεράστιος ή τιτανοτεράστια έβλεπε πόσο αξιοπρεπές είναι να `σηκώσει την κορμάρα του και να βγει έξω για λίγο, επειδή σέβεται τον άλλον, τον μειοψηφούντα έστω, κι άρα τον εαυτό του και τον εαυτό της, δεν θα υπήρχε λόγος να συζητάμε καν, ζώντας με αλληλεγγύη κι απλές λύσεις ο ένας δίπλα στον άλλον /ην.

Το πρόβλημα όμως με το κάπνισμα είναι πως μας χτυπάει την πόρτα με τρόπο που δεν απευθύνεται στις βολικές πολιτικές αναγνώσεις μας για τους απόμακρους, παντοδύναμους αντιπάλους, αλλά στους μικρούς, πολιτικούς μας εαυτούς, θυμίζοντας πως το προσωπικό είναι πολιτικό. Η με κάθε τρόπο εκπλήρωση  των λιβιδινικών ικανοποιήσεων δεν διαφέρει και πολύ από την με κάθε τρόπο εκπλήρωση των υλικών. Χιλιάδες πονήματα έχουν γραφτεί γι’ αυτό, από ψυχαναλυτές κοινωνικούς ανθρωπολόγους, πολιτικούς επιστήμονες.  Όχι μόνο για το κάπνισμα αλλά και γιατί η προνομιακή χρήση πχ των κρατικών υπηρεσιών ή του στάτους που αφορά το ψυχολογικό κέρδος σε ολοκληρωτικά καθεστώτα που ειχαν ‘απαγορεύσει’ την ατομική περιουσία, αποδείχθηκε για τον μέσο άνθρωπο τόσο καταπιεστική όσο και το ταξικό σύστημα.

Όμως το διαταύτα σε όλες αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις παραμένει: Μπορούμε να βάλουμε την ευχαρίστηση μας στην άκρη για να φανούμε έμπρακτα αλληλέγγυοι απέναντι στον άλλον; Η εμπειρία μου από τότε που έπαθα σοβαρότατο πρόβλημα υγείας κι αναγκάστηκα να κόψω τα (πνέοντα τα λοίσθια έστω πριν λίγα χρόνια) αμφιθέατρα και τις πράξεις αφού πολλοί «επαναστάτες» κι «αλληλέγγυοι» ήταν πολύ νάρκισσοι για να σηκώνονται να καπνίζουν έξω, μου δίνει την απάντηση: Δε νομίζω! Αλλά, αν θέλω να είμαι δίκαιη, η εμπειρία μου από άλλους καπνιστές και καπνίστριες στους ίδιους ή σε διαφορετικούς χώρους, με κάνει να λέω πως ελπίδα πάντα υπάρχει. Κι η ελπίδα είναι σαν τον Θεό. Κι αν δεν υπάρχει, πρέπει να την δημιουργήσουμε. Μαζί.