«Εδωσα αγώνες για το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης», λέει στην «Εφ.Συν.» η Βασιλική Θάνου | ΕUROKINISSI / ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ
Την περίοδο αυτή διεξάγονται στα συνδικαλιστικά όργανα των δικαστών και εισαγγελέων αρχαιρεσίες, πράγμα που περιόρισε το εύρος των ερωτήσεων, δεδομένου ότι η Β. Θάνου δεν ήθελε με κανέναν τρόπο ούτε να επηρεάσει ούτε να θεωρηθεί ότι επιδιώκει να επηρεάσει τις επιλογές των συναδέλφων της.
Πολύ περισσότερο όταν υπάρχει ένα κλίμα που όποτε η ίδια διατυπώνει την άποψή της δέχεται επιθέσεις από μερίδα πρώην συναδέλφων της και από πολιτικά πρόσωπα. Σε κάθε περίπτωση όλοι τής αναγνωρίζουν ότι δεν κρύβει τα λόγια της και το να αποδεχτεί μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα την πρόταση του πρωθυπουργού ήταν αναμφίβολα μια γενναία απόφαση.
Είναι επίσης γεγονός ότι οι αρνητικές κρίσεις για την πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου δεν είχαν ποτέ αναφορές σε συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις της, ούτε αμφισβήτησαν στο ελάχιστο τη δικανική της κρίση, πράγμα που έγινε κατ’ επανάληψη στο παρελθόν για άλλους ανώτατους δικαστικούς.
• Υπήρξαν στο παρελθόν εξαιρετικά αρνητικές αναφορές του Τύπου για προέδρους του Αρείου Πάγου (Β. Κόκκινο, Ρ. Κεδίκογλου, Γ. Σανιδά κ.ά.) με κατηγορίες για σωρεία παρεμβάσεων «πολιτικού» χαρακτήρα σε μεγάλες υποθέσεις διασπάθισης δημόσιου χρήματος. Είστε η πρώτη πρόεδρος που συγκέντρωσε σφοδρές επικρίσεις στο πρόσωπό της όχι για παρεμβάσεις, καθυστερήσεις και μεθοδεύσεις στην εκδίκαση μεγάλων υποθέσεων δημόσιου συμφέροντος, αλλά ακριβώς για το αντίθετο, δηλαδή για πειθαρχικούς ελέγχους σε περιπτώσεις που φάκελοι και «δύσοσμες» υποθέσεις δεν κατέληξαν στη Δικαιοσύνη σε εύλογο διάστημα ή και τέθηκαν στο αρχείο. Σας ζητάμε ένα σχόλιο για όλα αυτά.
Οι εναντίον μου βολές προέρχονται πάντοτε από τα ίδια, ελάχιστα πρόσωπα, εξαιτίας της σταθερής θέσης μου κατά της διαπλοκής και της διαφθοράς. Οι πολέμιοι κατά του προσώπου μου είναι μόνον εκείνοι πίσω από τους οποίους κρύβονται μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, στα οποία αποτελούσε εμπόδιο ο τρόπος με τον οποίον διοίκησα τη Δικαιοσύνη, όπως π.χ. η πειθαρχική δίωξη που άσκησα για την περίπτωση της αρχειοθέτησης των δικογραφιών της Marfin-Βγενόπουλου.
Γι’ αυτόν τον λόγο, οι εναντίον μου επικρίσεις προέρχονταν μόνον από όσους είχαν, με οποιονδήποτε τρόπο, διασύνδεση με τα οικονομικά αυτά συμφέροντα, αλλά οι προσπάθειές τους πέφτουν στο κενό και αντίθετα τόσο η κοινή γνώμη όσο και η μεγάλη πλειονότητα των δικαστών και εισαγγελέων με στήριξαν και εξακολουθούν να με στηρίζουν.
• Κριθήκατε αρνητικά για την επιμονή να εκφράζετε την άποψή σας επί θεμάτων που προβληματίζουν τους πολίτες και το πολιτικό σύστημα. Εχετε κάποια εξήγηση για τους λόγους που αυτή σας η «συνήθεια» σας έκανε στόχο των ΜΜΕ, μερίδας συναδέλφων σας αλλά και πολιτικών; Επαιξαν ρόλο οι επιστολές διαμαρτυρίας για τα μνημόνια που αποστείλατε σε δικαστές και αξιωματούχους της Ε.Ε. όταν ανέλαβαν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝ.ΕΛΛ.;
Η δημόσια τοποθέτησή μου εναντίον των μνημονιακών νόμων ήταν διαχρονική. Συγκεκριμένα, κατά το 2012, ως πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, απέστειλα ανοιχτή επιστολή στον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και στον τότε πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, με την οποία τους εξέθετα τη δεινή θέση στην οποία είχαν περιέλθει τόσο ο ελληνικός λαός από τις συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων όσο και οι δικαστικοί λειτουργοί από τις υπερβολικές περικοπές του μισθολογίου τους, σε ποσοστό 60%. Την αντιμνημονιακή μου αυτή θέση τη συνέχισα σταθερά και μπήκα μπροστά στους αγώνες, σε όλη τη διάρκεια των θητειών μου ως προέδρου της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
Οταν στη συνέχεια ανέλαβα την τιμητική θέση του προέδρου του Αρείου Πάγου, τον Ιούλιο του 2015, προέκυψε ο ορατός κίνδυνος εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Τότε απέστειλα επιστολή προς τους ομολόγους μου προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών, με την οποία τους ζητούσα στήριξη και συμπαράσταση για την Ελλάδα, που αποτέλεσε τη γενέτειρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Το έπραξα αυτό διότι πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι όταν κάποιος κατέχει μια θεσμική θέση, όπως η θέση του προέδρου της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ή του προέδρου του ανωτάτου δικαστηρίου, πέραν των στενών συνδικαλιστικών ή υπηρεσιακών του καθηκόντων, δικαιούται και υποχρεούται να λαμβάνει θέση δημόσια σε γενικότερα σοβαρά κοινωνικά ή εθνικά ζητήματα.
Πρέπει, επίσης, να τονίσω ότι οι επικριτές για την τελευταία αυτή επιστολή μου ήταν ελάχιστοι (και πάντοτε οι ίδιοι). Αντίθετα, ελάμβανα επί μεγάλο διάστημα τηλεφωνήματα από όλη την Ελλάδα και επίσης με σταματούσε ο κόσμος στον δρόμο και μου έλεγε «μπράβο, πολύ καλά τα λέτε, συνεχίστε και αγνοήστε όσους σας κατηγορούν».
• Μήπως στοχοποιηθήκατε και για την επιμονή σας για αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης; Ειδικά το τελευταίο σχολιάστηκε αρνητικά και από μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης.
Η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών είναι ένα θέμα για το οποίο έγινε μεγάλη παραπληροφόρηση, η οποία προκλήθηκε από τα ίδια πρόσωπα που προανέφερα, τα οποία ηθελημένα προσπάθησαν να το εμφανίσουν ότι αφορούσε μόνο το πρόσωπό μου, προφανώς λόγω της μεγάλης ανησυχίας τους μήπως παραταθεί η θητεία μου στον Αρειο Πάγο και συνεχίσω τη μάχη κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Και απέκρυψαν, ενώ το γνώριζαν, ότι αυτό ήταν αίτημα μεγάλου αριθμού δικαστικών λειτουργών, γι’ αυτό ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος το εισήγαγα, όπως είχα νόμιμο δικαίωμα, για γνωμοδότηση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Το αίτημα ήταν δίκαιο για τον εξής λόγο: Με τροποποίηση του μέχρι τότε ισχύοντος νόμου, κατά το 2016, αυξήθηκε το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης από το 65ο στο 67ο έτος στους εργαζομένους σε ολόκληρο τον δημόσιο τομέα, στους ΟΤΑ, στις τράπεζες κ.λπ. Μόνον οι δικαστές έμειναν εκτός ρύθμισης, επειδή η ηλικία συνταξιοδότησής τους ορίζεται από το Σύνταγμα.
Βρέθηκαν έτσι σε μειονεκτική θέση έναντι όλων των άλλων, αφού αποκλειστικά και μόνον οι δικαστές μέχρι και τον βαθμό του εφέτη απέμεναν να συνταξιοδοτούνται στο 65ο έτος, οι δε ανώτατοι δικαστές απώλεσαν το «προνόμιο» που είχαν διαχρονικά και σταθερά, από το Σύνταγμα, να συνταξιοδοτούνται δύο χρόνια αργότερα σε σχέση με όλους τους λοιπούς του δημόσιου τομέα.
Η δυσμενής αυτή διάκριση και η αδικία σε βάρος των δικαστών θα μπορούσε να αρθεί με την αναζήτηση της αληθούς βούλησης του συνταγματικού νομοθέτη και με ερμηνεία της αντίστοιχης διάταξης του Συντάγματος και όχι βεβαίως με παραβίαση του Συντάγματος, όπως ορισμένοι κατά τρόπο ψευδή και κακοπροαίρετο διέδιδαν και διαδίδουν. Δυστυχώς, αρκετοί από τους αρεοπαγίτες επηρεάστηκαν από το κλίμα που είχαν δημιουργήσει οι επικριτές και έτσι, με μικρή πλειοψηφία, η Ολομέλεια έκρινε αρνητικά επί του ερωτήματος εάν απαιτείται αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών.
• Για ποιο λόγο θεωρήθηκε πολιτική συναλλαγή η δική σας τοποθέτηση ως επικεφαλής του Νομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, ενώ χωρίς καμία αντίδραση έγινε ο διορισμός και μάλιστα ως υπουργού Δικαιοσύνης τού μέχρι τότε εν ενεργεία δικαστή Χαρ. Αθανασίου αφού ο ίδιος εκλέχτηκε βουλευτής Επικρατείας με τη Ν.Δ.;
Απαντώ παραθέτοντας μόνο πραγματικά περιστατικά, διότι δεν θεωρώ πρέπον να κάνω δυσμενή σχόλια σε βάρος πρώην συναδέλφου μου, πλην όμως δικαιούμαι να απαντήσω σε όσους με τρόπο παντελώς υποκριτικό, κακεντρεχή και μονόπλευρο καταφέρονται εναντίον μου.
Συγκεκριμένα, τον Μάιο του 2012, ο εν ενεργεία πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και εν ενεργεία αρεοπαγίτης Χαρ. Αθανασίου παραιτήθηκε αιφνιδιαστικά από το δικαστικό σώμα και την ίδια ημέρα ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά του ως βουλευτή Επικρατείας στο ψηφοδέλτιο της Ν.Δ. Μάλιστα τότε, ο Αντώνης Σαμαράς δήλωσε ότι η επιλογή αυτή έγινε για να αποδείξει η Ν.Δ. το ενδιαφέρον της για τη Δικαιοσύνη. Κανείς δεν ξεχνάει ότι ο Χαρ. Αθανασίου, ως πρώτος κατ’ αλφαβητική σειρά από τους βουλευτές, τον Οκτώβριο του 2012, ψήφισε στα μνημονιακά μέτρα «ναι σε όλα».
Περιέργως, τα ίδια αυτά πρόσωπα ενοχλούνται τώρα επειδή εγώ ανέλαβα τη διεύθυνση και μάλιστα αμισθί του Νομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού. Αποδέχθηκα την πρόταση για τη θέση αυτή, μετά τη συνταξιοδότησή μου, οπότε ως ελεύθερος Ελληνας πολίτης είχα κάθε δικαίωμα να επιλέξω οποιαδήποτε θέση, διότι έκρινα ότι με τη μακροχρόνια εμπειρία και τις νομικές γνώσεις μου, έπρεπε να βοηθήσω τον πρωθυπουργό στον αγώνα που κάνει για να εξέλθει η χώρα από την οικονομική κρίση και για να απαλλαγεί ο ελληνικός λαός από τα μνημόνια.
• Πολλοί δικαστές και εισαγγελείς ισχυρίζονται πως για τις ομαδοποιήσεις στο συνδικαλιστικό σας όργανο ευθύνεστε εξίσου και εσείς και ο Χαρ. Αθανασίου αλλά και πρόσωπα που βρίσκονται σήμερα στο τιμόνι της Ενωσης. Πόσο αυτό ισχύει και πόσο έχει σχέση με τις άμεσα πολιτικές προτιμήσεις; Ηταν εφικτό να παραμένει -αν παρέμενε- η Ενωση μακριά από τις κομματικές προτιμήσεις;
Υπήρξα πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων επί δύο συνεχείς θητείες, εκλεγόμενη με μεγάλη πλειοψηφία και η θητεία μου συνέπεσε με πολύ δύσκολη περίοδο, δηλαδή την εποχή των σκληρών περικοπών του μισθολογίου μας και των επιθέσεων από πολιτικούς και δημοσιογράφους, όταν δεν ήταν σε αυτούς αρεστοί διάφοροι χειρισμοί σε σοβαρές υποθέσεις.
Τέθηκα επικεφαλής του μεγάλου αγώνα για την αποκατάσταση του μισθολογίου μας, που στέφθηκε με επιτυχία και επίσης εξέδωσα ανακοινώσεις, πολλές φορές σε αυστηρό ύφος. Ομως πάντοτε ο τρόπος των ενεργειών μας και της διατύπωσης του λόγου μας ήταν πολύ προσεκτικός και ανάλογος με την ευπρέπεια και το επίπεδο που αρμόζουν με τη δικαστική μας ιδιότητα και κανείς δεν μας καταλόγισε κομματική χροιά.
Επί των ημερών της θητείας μου, η Ενωση απολάμβανε κύρος και σεβασμό και οι δικαστές είχαν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Είναι εφικτό και επιβάλλεται εξάλλου οι Δικαστικές Ενώσεις να παραμένουν ουδέτερες και να μην αναμιγνύονται στις κομματικές αντιπαραθέσεις.
Αυτό εξαρτάται από τον τρόπο των ενεργειών και της έκφρασης του εκάστοτε προεδρείου, το οποίο πρέπει να ενεργεί με σύνεση, με πνεύμα συνεργασίας προς τους άλλους θεσμικούς παράγοντες, με σεβασμό στην αντίθετη άποψη και όχι με αδικαιολόγητη και συνεχή συγκρουσιακή διάθεση, με υψηλούς τόνους και ανάρμοστες εκφράσεις και με επιλεκτικές, κατά περίπτωση, ανακοινώσεις και δηλώσεις.
• Ποιες είναι σήμερα οι σχέσεις σας με τους δικαστικούς λειτουργούς και πώς σας αντιμετωπίζουν;
Υπηρέτησα επί 42 χρόνια στο δικαστικό σώμα και επί 20 χρόνια στον δικαστικό συνδικαλισμό. Εδωσα αγώνες για το κύρος και για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, γνώριζα όλους τους δικαστικούς λειτουργούς με τα μικρά τους ονόματα και τους συμπαραστεκόμουν, κυρίως στους νεότερους συναδέλφους, όταν είχαν ανάγκη στήριξης.
Είναι λοιπόν φυσικό να διατηρούνται οι μακροχρόνιες φιλικές σχέσεις που είχα με τους περισσότερους εξ αυτών και αισθάνομαι συγκίνηση και χαρά, διότι αναγνωρίζουν την προσφορά μου και εξακολουθούν να με περιβάλλουν με αγάπη και εκτίμηση. Φαίνεται όμως ότι αυτό ενοχλεί ορισμένους, αφού επιτρέπουν στον εαυτό τους να φτάνουν σε σημείο τόσο χαμηλού επιπέδου, ώστε να προσπαθούν να «ενοχοποιήσουν» ακόμη και την παρουσία μου σε εκδήλωση πρωτοχρονιάτικης πίτας σε συγκεκριμένη Εισαγγελία, εκθέτοντας έτσι τον εαυτό τους.