Σχολική αίθουσα νηπιαγωγείου της δεκαετίας του 2000, την 24η Μαρτίου | Τ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Αισθάνεται ο K. Παπαρρηγόπουλος ως Ελλην ’Ή όχι; Αλλοίμονον εις την νεολαίαν, υποχρεουμένην να μάθη τοιαύτην την ιστορίαν των πατέρων της!»
Εφ. «Αιών», 4/3/1853
Η μεγάλη επανάσταση της δεκαετίας του 1820 υπήρξε το ιδρυτικό γεγονός του ελληνικού έθνους.
Αν η αρχαιότητα εντάχθηκε στη συλλογική συνείδηση των Νεοελλήνων μέσω Ευρώπης και το Βυζάντιο καθυστέρησε μερικές δεκαετίες να ενσωματωθεί σ’ αυτό το αφήγημα, ως ιστορικό προαπαιτούμενο μιας Μεγάλης Ιδέας που προσέδιδε νόημα στη μιζέρια του μικροσκοπικού βασιλείου, το Εικοσιένα αποτελούσε εξαρχής ζωντανό βίωμα για τον πληθυσμό αυτού του τελευταίου – κι επιπλέον, την αποφασιστική τομή που μετέτρεψε τους χριστιανορθόδοξους υπηκόους του σουλτάνου και του Πατριάρχη σε μέλη μιας νοερής κοινότητας με συγκεκριμένη θέση στην Ιστορία: «δεν είναι παρά η επανάστασίς μας που εσχέτισε όλους τους Ελληνας», εξηγεί χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του ο γέρος του Μοριά.
Πώς ακριβώς χαράχτηκε αυτή η τομή στη συλλογική συνείδηση των επόμενων γενιών μέσω του βασικού ιδεολογικού μηχανισμού του σύγχρονου εθνικού κράτους, του σχολείου;
Πώς την ερμήνευαν τα σχολικά εγχειρίδια κάθε περιόδου, ποια από τα αντιφατικά συμβάντα της προκρίθηκαν κάθε φορά ως ακρογωνιαίοι λίθοι, πάνω στους οποίους οι μαθητές θα οικοδομούσαν ένα κομβικό στοιχείο της συλλογικής τους ταυτότητας;
Στις σελίδες που ακολουθούν δεν είναι, φυσικά, δυνατό να κάνουμε πλήρη επισκόπηση του πελώριου αυτού αντικειμένου.
Περιοριζόμαστε έτσι, αναγκαστικά, στο προφανέστερο: τις παραγράφους εκείνες των σχολικών βιβλίων Ιστορίας που συμπυκνώνουν τον χαρακτήρα και το «νόημα» του 1821.
Οπως οι Αρχαίοι
Για πρώτη φορά, το 1821 εντάσσεται στη σχολική ύλη του 1853 με την επίτομη «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, καταλαμβάνοντας πάνω από το μισό των σελίδων της.
Η καινοτομία αυτή θεωρήθηκε ωστόσο από την αρμόδια κρατική επιτροπή υπερβολικά πρόωρη – κι ακόμη ένας λόγος για την απόρριψη της σχολικής χρήσης του βιβλίου, δίπλα σε «ιστορικές ανακρίβειες» (προς την ιστοριογραφική ορθοδοξία της εποχής) όπως η ενσωμάτωση της βυζαντινής ιστορίας στην ελληνική ή ο χαρακτηρισμός του Μεγαλέξανδρου ως «βασιλέως των Ελλήνων» (Χριστίνα Κουλούρη, «Ιστορία και γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία», Αθήνα 1988, σ. 164-8).
Το πρώτο βήμα είχε όμως γίνει και το 1860 εκδόθηκαν δύο νέα σχολικά βιβλία με αποκλειστικό θέμα την ελληνική επανάσταση· θα ακολουθήσει το 1864 ένα τρίτο από τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, γιο του Κωνσταντίνου.
Κεντρική ιδέα αυτής της πρώτης σχολικής αφήγησης ήταν η ανάδειξη της ιστορικής συνέχειας και η τόνωση του συλλογικού αυτοσυναισθήματος, διά της αναγόρευσης του 1821 σε άθλο ισότιμο προς τα διεθνώς αναγνωρισμένα κλέη της αρχαιότητας:
«Εάν τις παραβάλη τους αγώνας των τε αρχαίων και νεωτέρων Ελλήνων», διαβάζουμε λ.χ. στο εγχειρίδιο του Γεωργίου Θεοφίλου, «ευρίσκει αυτούς ομοιοτάτους.
Οι μεν αρχαίοι προς τους βαρβάρους κατοίκους της Ασίας εμάχοντο Πέρσας, οι δε νεώτεροι προς τους θηριώδεις και αγρίους κατοίκους της Ασίας Τούρκους.
Ομοιότατοι δε όντες οι αγώνες ούτοι, μίαν μόνην έχουσι την διαφοράν, το πλήθος των τροπαίων και των ηρώων, κατά το οποίον οι των νεωτέρων υπερτερούσι τοις των αρχαίων»
(«Επίτομος Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», Αθήνησι 1860, σ. 179).
Το δεύτερο πάλι εγχειρίδιο της ίδιας χρονιάς αποφεύγει μεν παρόμοιες συγκρίσεις, θεωρεί όμως το πρόσφατο έπος ως απόδειξη ανωτερότητας του ελληνικού έθνους:
«Ο Ελληνικός αγών είναι εκ των σπανίων φαινομένων του κόσμου.
Ο Ελλην έπαθεν όσα δεινά δεν έπαθεν άλλο έθνος, και έπραξε τόσα μεγάλα και θαυμαστά όσα ουδέν άλλον έθνος έπραξεν, ευρισκόμενον εις τας περιστάσεις του.
Ο Ελλην διά του αγώνος του απέδειξεν τα αδύνατα δυνατά»
(Σ.Α[ντωνιάδης], «Ο ελληνικός αγών», Εν Αθήναις 1860, σ.γ’).
Ενα δεύτερο δίδαγμα του ίδιου εγχειριδίου, με απείρως λαμπρότερο μέλλον, ήταν η εξιδανικευτική σκιαγράφηση μιας κοινωνικά ιεραρχημένης εθνικής ομοψυχίας:
«Οι αρχιερείς, περιζωσθέντες την ρομφαίαν, οι προεστώτες των επαρχιών και οι μέχρι τούδε Ορεσίβειοι αρματωλοί, ενωμένοι άπαντες με τον ιερόν της ομονοίας δεσμόν, τίθενται επί κεφαλής του λαού […] προπορευομένου και προκινδυνεύοντος του ιερού κλήρου με τον σταυρόν εις τας χείρας, εφορμώσι πανταχόθεν κατά των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος» (σ. 5).
Με κάποιες παλινδρομήσεις, το σχήμα αυτό κυριαρχεί στα εγχειρίδια του μακρού ελληνικού 19ου αιώνα, μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.
Η εξιστόρηση της εθνεγερσίας εστιάζει λιγότερο στο αίτημα για ελευθερία και περισσότερο στην ταύτιση έθνους-εκκλησίας και τον συνακόλουθο καθαγιασμό της κοινωνικής ιεραρχίας:
«Επί της σκληράς ταύτης δουλείας», εξηγεί ένα τυπικό εγχειρίδιο του είδους, «συνετέλεσαν εις την ύπαρξιν του έθνους η αφοσίωσίς του εις την θρησκείαν, ο Ιερός Κλήρος, η αμάθεια και η ανεπιτηδειότης των Τούρκων, οι Προεστώτες των διαφόρων κοινοτήτων, οι οποίοι επροστάτευον τους κατοίκους από τας καταχρήσεις των υπαλλήλων της Τουρκίας και διετήρουν τα σημεία της εθνικής διοικήσεως, οι αρματωλοί και οι κλέπται, οίτινες απετέλουν το πολεμικόν μέρος του έθνους, και η αύξησις της παιδείας»
(Γ. Τριανταφυλλίδης, «Επιτομή της Ελληνικής Ιστορίας προς χρήσιν των Δημοτικών Σχολείων», Ναύπλιον 1876, σ. 39).
Η τοποθέτηση της εκκλησίας στο κέντρο του αφηγήματος και η ζωντανή ακόμη πραγματικότητα της γειτονικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιβάλλουν πάντως τη ρητή παραδοχή κάποιων αληθειών, παρά τις συνακόλουθες αντιφάσεις:
«Πάντα δε ταύτα τα κακά δεν θα ηδύναντο να υπομείνωσιν οι έλληνες, εάν δεν είχον πίστιν και αφοσίωσιν εις την ιεράν θρησκείαν του Χριστού. […]
Ευτυχώς δε οι τούρκοι δεν εβίασαν τους έλληνας να δεχθώσι τον ισλαμισμόν, αλλά μάλιστα έδωκαν την άδειαν εις αυτούς να τελώσιν, όσον ήτο δυνατόν, ελευθέρως τα της λατρείας των»
(Μ. Βρατσάνος, «Σύντομος Ιστορία του Ελληνικού έθνους», Εν Αθήναις 1892, σ. 7-11).
Καλό είναι, πάντως, να μην ξεχνάμε τα κοινωνικά όρια αυτών των εγχαράξεων. Το πραγματικό, κατ’ αρχήν, ειδικό βάρος των σχολικών εγχειριδίων: κατεξοχήν αγωγό μετάδοσης ιστορικής γνώσης στα Δημοτικά σχολεία της εποχής αποτελεί όχι κάποιο βιβλίο Ιστορίας αλλά το αναγνωστικό, το μοναδικό βιβλίο που χρησιμοποιείται συνήθως (Κουλούρη, ό.π., σ. 53).
Αφ’ ετέρου, τα όρια της εμβέλειας του εκπαιδευτικού συστήματος στην τότε ελληνική κοινωνία: στο Δημοτικό φοιτά μόλις το 29% των παιδιών σχολικής ηλικίας το 1855, το 40% το 1878, το 53% το 1895 και το 74% το 1924· τα αντίστοιχα ποσοστά για τη Μέση Εκπαίδευση είναι 4,3% το 1855, 5% το 1878, 7,2% το 1908 και 11,1% το 1924 (Κων/νος Τσουκαλάς, «Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα, 1830-1922», Αθήνα 1977, σ. 392 & 397).
Στη σκιά του 1789
Καθοριστική τομή όσον αφορά την πρόσληψη του 1821 από την ελληνική κοινωνία αποτέλεσε, ως γνωστόν, το βιβλίο του μαρξιστή δημοσιογράφου Γιάνη Κορδάτου, ηγετικού ακόμη στελέχους του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ, «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821» (Αθήνα 1924).
Η ανάλυση της εθνεγερσίας με βάση τα εργαλεία του ιστορικού υλισμού, ως προϊόντος συγκεκριμένων κοινωνικών διεργασιών που πήγαζαν από την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων και τους συνακόλουθους μετασχηματισμούς στο εσωτερικό των χριστιανορθόδοξων κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επηρέασε άμεσα, θετικά ή αρνητικά, όλη τη σχετική δημόσια συζήτηση, σ’ ένα πολιτικοϊδεολογικό τοπίο ριζικά σημαδεμένο από την πολύνεκρη χρεοκοπία της Μεγάλης Ιδέας.
Τα αποτυπώματα αυτής της συζήτησης είναι ευδιάκριτα στα σχολικά εγχειρίδια του Μεσοπολέμου.
Διατηρείται βέβαια το σχήμα που θέλει το 1821 απλή κορύφωση των παλιότερων αντι-οθωμανικών εξεγέρσεων, παραγνωρίζοντας τα πολύ διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των τελευταίων.
Επισημαίνεται όμως πλέον ρητά ο επικαθορισμός αυτής της εξέλιξης από τον αντίκτυπο του γαλλικού 1789, αναγνωρίζεται δε συχνά ως κοινωνικό υπόβαθρό της η ανάδυση μιας ελληνικής αστικής τάξης στα Βαλκάνια, την Εγγύς Ανατολή και -κυρίως- τη διασπορά.
Σε αντίθεση με το σχήμα του Κορδάτου, που θέτει σε πρώτο πλάνο την ταξική πάλη, εδώ η έμφαση εξακολουθεί φυσικά να δίνεται στην εθνική ενότητα.
Ορατή είναι, ωστόσο, τόσο η εγκατάλειψη του ιδεολογήματος περί ελληνικής μοναδικότητας όσο και μια ιστορικοποίηση της εθνογενετικής διαδικασίας που οδήγησε στον ξεσηκωμό.
«Ολα αυτά που είδαμε, οι εργασίες των Ελλήνων [=τεχνίτες, έμποροι, ναύτες και γεωργοί], η παιδεία τους, τα παθήματά τους, η αυτοδιοίκησή τους, η συνένωσή τους κάτω από τη σκέπη του Πατριάρχη, τους έκαμαν να νιώσουν πολύ νωρίς πως αποτελούν ένα έθνος, πως έχουν τον ίδιο σκοπό και τον ίδιο εχθρό, τον Τούρκο. Ξύπνησαν δηλαδή στην ψυχή τους την εθνική συνείδηση», διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο βιβλίο της Στ’ Δημοτικού των Λαζάρου και Δούκα («Τα νέα χρόνια», Αθήναι 1933, σ. 13 & 35-40).
Σαφέστερο για τα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα αυτής της εξέλιξης είναι το εγχειρίδιο των Λαζάρου και Θεοδωρίδη, που απευθυνόταν στους μαθητές της Δ’ Γυμνασίου:
«Οι Ελληνες έμποροι και ναυτικοί μετακομίζοντες τον ρωσικόν σίτον εις τους λιμένας της Γαλλίας ελάμβανον εκείθεν χρυσόν και τας νέας ιδέας της ελευθερίας. Υπό την επίδρασιν των γεγονότων τοιούτων εγένετο σημαντική μεταβολή εν Ελλάδι. Την μεν ρωσικήν επιρροήν αντεκατέστησεν η γαλλική, ενώ δ’ οι παλαιότεροι ησθάνοντο την εθνικήν αποκατάστασιν ως απαλλαγήν εκ του ζυγού του αλλοθρήσκου κατακτητού, η τάξις των ανεπτυγμένων αντελαμβάνετο αυτήν τώρα ως απαλλαγήν εκ της απολυταρχίας και της προνομιούχου τάξεως των Τούρκων τιμαριωτών»
(«Ιστορία ελληνική και ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων», Εν Αθήναις 1923, σ. 253).
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου κυκλοφορούν φυσικά και συντηρητικότερα πονήματα, που αναπαράγουν επί το αμυντικότερο τα εθνοθρησκευτικώς ορθά σχήματα των προηγούμενων δεκαετιών.
Χαρακτηριστικό δείγμα, από εγχειρίδιο της Γ’ τάξης του Ελληνικού Σχολείου (Ημιγυμνασίου):
«Η Ελληνική Επανάστασις ήτο κοινόν έργον όλων των Ελλήνων. Οι αρχαίοι πρόγονοι είχον γίνει οι διδάσκαλοι της ανθρωπότητος, οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες είχον σώσει τον πολιτισμόν. Η μεγάλη αυτή πατρίς έπρεπε να γίνη ελευθέρα. Διά τούτον όλον το Εθνος ως εις άνθρωπος ηγωνίσθη διά την Απελευθέρωσίν του. Η Ελληνική Επανάστασις είναι ο μέγας και ιερός Αγών υπέρ πίστεως και πατρίδος»
(Αδ. Αδαμαντίου, «Νεωτέρα Ιστορία ελληνική και ευρωπαϊκή», Εν Αθήναις 1926, σ. 167).
Με δεδομένη τη μακροημέρευσή του μέχρι και το 1982, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κατά καιρούς τροποποιήσεις του εγχειριδίου των Λαζάρου και Θεοδωρίδη για τη Στ’ Γυμνασίου (μετέπειτα Γ’ Λυκείου).
Τη δεκαετία του 1930, στο τέλος της πολυσέλιδης σχετικής αφήγησης, προστίθεται μια συνοπτική αποτίμηση, όπου τονίζεται ο εκσυγχρονιστικός χαρακτήρας της επανάστασης:
«Η ελληνική επανάστασις είναι γεγονός σημαντικώτατον, από απόψεως μάλιστα εκπολιτιστικής και ανθρωπιστικής το σημαντικώτερον απ’ όσα έγιναν εις την Βαλκανικήν μετά την ρωμαϊκήν κατάκτησιν.
Η εξέγερσις των Ελλήνων έθεσε τέρμα εις την θλιβεράν κατάστασιν, η οποία είχεν επιβληθή εις την χερσόνησον από αιώνας. […]
Η ελληνική επανάστασις, η οποία έγινε με την επίδρασιν των ιδεών της γαλλικής, έφερε το ανήσυχον στοιχείον εις την χώραν, η οποία παρέτεινε τον μεσαιωνικόν λήθαργον μέχρι του ΙΘ’ αιώνος.
Ο αγών του εικοσιένα δεν είναι υπόθεσις ελληνική μόνον, αλλά κίνησις πλατυτέρας σημασίας, η οποία με δυνατά κτυπήματα εις το νότιον άκρον της χερσονήσου έδιδε το σύνθημα του αφυπνισμού εις τους λαούς της Βαλκανικής»
(«Ιστορία ελληνική και ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων», Εν Αθήναις 1936, σ. 330-1).
Το απόσπασμα θα διατηρηθεί αυτούσιο στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, οι επεμβάσεις της οποίας στο βιβλίο επικεντρώθηκαν κυρίως στην προσθήκη ενός κεφαλαίου για τη «σοσιαλιστικήν κίνησιν», τον κομμουνισμό και «το Εθνικιστικόν ή ορθότερον Εθνικόν κράτος» (1938-1939, σ. 417-20), αλλά και για την εθνοσωτήρια «πολιτική μεταβολή της 4ης Αυγούστου» (σ. 454-5).
Μοναδικοί ξανά
Τα μετεμφυλιακά χρόνια σηματοδοτούν μια ξεκάθαρη ερμηνευτική οπισθοδρόμηση.
Μπορεί μεν οι αναφορές στη γαλλική επανάσταση και τα κοινωνικά προαπαιτούμενα της εθνεγερσίας να μην εξαφανίζονται, οι συνολικές όμως αποτιμήσεις ανακυκλώνουν τις πιο παρωχημένες εθνοθρησκευτικές κορόνες:
«Οι Ελληνες δεν έπαυσαν ποτέ να πιστεύουν ότι είναι απόγονοι των Ελλήνων της ενδόξου αρχαίας Ελλάδος και της βυζαντινής και ότι ο πολιτισμός της υπήρξεν η πηγή του μετέπειτα πολιτισμού της ανθρωπότητος. Αυτή η πίστις του[ς] είναι εκείνη που εδημιούργησε το θαύμα της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821» (Ι. Αγγελόπουλος, «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος» [Στ’ Δημοτικού], Αθήναι 1950, σ. 6).
«Το Ελληνικόν έθνος έχει ζωήν τριών χιλιάδων και πλέον ετών. […] Αλλ’ εκεί όπου επετέλεσεν αληθές θαύμα και η ευγνωμοσύνη μας προς τας προγενεστέρας γενεάς πρέπει να είναι μεγάλη, είναι ότι, μολονότι η πατρίς μας έμεινε υπόδουλος επί 400 χρόνια εις τους Τούρκους, δεν ελησμόνησε την γλώσσαν και την θρησκείαν, αλλά, με πίστιν εις τον Θεόν, την Πατρίδα και την Ελευθερίαν, ήρχισε κατά το 1821 τον ιερόν αγώνα υπέρ της Ελευθερίας» (Ν. Αντιπάτη – Ε. Αλεξίου – Δ. Κατσαδήμα, «Ιστορία Νεωτέρας Ελλάδος» [Στ’ Δημοτικού], Αθήναι 1956, σ. 142).
«Επί 400 χρόνια ο μαρτυρικός λαός μας υποφέρει αφάνταστα βασανιστήρια [για] ν’ αλλάξη την πίστι του αλλ’ αρνείται και διατηρεί ανίκητη την ελπίδα για την απελευθέρωσι της πατρίδας του. Εν τέλει την επιτυγχάνει με την επανάστασι του Εικοσιένα, που αποτελεί το μεγαλύτερο γεγονός της μακραίωνης ελλην. Ιστορίας» (Ιωάννης Καμπανάς, «Ιστορία της Νέας Ελλάδος» [Στ’ Δημοτικού], Αθήναι 1956, σ. 145).Στην ελληνική «μοναδικότητα», αλλά και τον «φυλετικό» χαρακτήρα του 1821 εστιάζει και το σύγγραμμα της Γ’ Γυμνασίου που εισήγαγαν οι κυβερνήσεις των Αποστατών και διατήρησε μέχρι τέλους η χούντα:
«Η Επανάστασις των Ελλήνων του 1821 αποτελεί μοναδικόν φαινόμενον και κοσμοϊστορικόν γεγονός. […]
Ο τιτανικός [sic] και ιερός αγών του 1821 έχει κύριον χαρακτηριστικόν ότι είναι έργον όλων των Ελλήνων, δηλ. αγών απολύτως ιδεολογικός και εθνικός.
Απ’ αρχής μέχρι τέλους έμεινε πάλη δύο αντιθέτων φυλών και θρησκειών με βίαια πάθη και έντονον φανατισμόν»
(Α. Ματαράσης – Σ. Παπασταματίου, «Ιστορία των νεωτέρων και των νεωτάτων Χρόνων», Αθήναι 1966-1974, σ. 100).
Αξιοσημείωτη είναι η επανέκδοση επί χούντας (1971) του προπολεμικού εγχειριδίου των προ πολλού εκλιπόντων Χαράλαμπου Θεοδωρίδη (1883-1957) και Αναστασίου Λαζάρου (1885-1947), με χειρουργικές «αναθεωρήσεις» ορισμένων σημείων «υπό επιτροπής συσταθείσης δυνάμει της υπ’ αριθ. 94953/13-7-1970 αποφάσεως του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων».
Στην αποτίμηση του 1821, το αρχικό κείμενο έχει έτσι εμπλουτιστεί με την εξής προσθήκη: «Η ελληνική Επανάστασις δεν είναι ούτε κοινωνικόν κίνημα, ως η μεγάλη Γαλλική Επανάστασις, ούτε κίνημα ανεξαρτησίας, ως των αμερικανικών κρατών, αλλά κυρίως εθνικόν κίνημα. Σύνθημα των επαναστατών ήτο “Εξω ο Τούρκος από τον Μωριά κι από τον κόσμο όλον”. Εις την επαναστατημένην Ελλάδα δεν υπήρχε θέσις συμβιώσεως των δύο λαών» (σ. 341).
Μεταγλωττισμένη στη δημοτική μετά το 1976, η επίμαχη διατύπωση θα διατηρηθεί και στις επόμενες εκδόσεις, μέχρι την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ (1977, σ. 261· 1981, σ. 263).
Το απόσπασμα έχει αντληθεί σχεδόν αυτολεξεί από το παρθενικό σύγγραμμα του Απόστολου Δασκαλάκη, με το οποίο ο τότε δημοσιογράφος (και πανίσχυρος πλέον πανεπιστημιακός) «απαντούσε» στο βιβλίο του Κορδάτου.
Μικρή αλλά κρίσιμη διαφορά: αντί για «εθνικό», ο Δασκαλάκης θέλει το Εικοσιένα «καθαρώς και αμιγώς φυλετικόν κίνημα», αποφαινόμενος μάλιστα πως «εις την ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων σπανίως ευρίσκομεν τόσον ζωντανά παραδείγματα φυλετικών αγώνων» («Τα αίτια και οι παράγοντες της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821», Εν Παρισίοις 1927, σ. 5).
Το πιο καθαρό δείγμα παπαδοπουλικής Εθνικής Ηθικής Διαπαιδαγώγησης μέσω 1821 το παρέχει ωστόσο το εγχειρίδιο της Στ’ Δημοτικού που διανεμήθηκε το 1971.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, διαβάζουμε, «ο Ελληνικός αγών έδειξεν όλα τα προτερήματα και όλα τα ελαττώματα της φυλής μας».
Ποια είναι αυτά; Ως προτερήματα, τα οποία μάλιστα «αποτελούν την πολεμικήν αρετήν των Ελλήνων», αναφέρονται τρία: «Οι Ελληνες απέδειξαν ότι είναι: α)Φιλόθρησκοι, β) Φιλοπάτριδες, γ) Φιλελεύθεροι».
Περισσότερο ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται η περιγραφή των «ελαττωμάτων», καθώς συμπυκνώνει όλη την κοσμοθεωρία της χούντας για την επικινδυνότητα μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης:
«Πέραν όμως των αρετών των Ελλήνων, ο Ιερός των Αγών κατέδειξε και τα αιώνια ελαττώματα της φυλής μας.
Είναι αυτά τα οποία ανακόπτουν την πρόοδον, οδηγούν προς τον εξαφανισμόν.
Σπουδαιότερα εξ αυτών είναι: α) Η αρχομανία. Ο Κολοκοτρώνης έλεγεν: “Οι Ελληνες καταρρέουν με την μανίαν να θέλουν όλοι να διοικήσουν, χωρίς να έχουν την αναγκαίαν πείραν”.
Το ελάττωμα αυτό έφερε πολλάκις την Επανάστασιν εις το χείλος της καταστροφής.
Ο Μαυροκορδάτος κατέστρεψε το άνθος των Φιλελλήνων και των Ελλήνων εις το Πέτα. Ο Κολοκοτρώνης φυλακίζεται. Οι “πολιτικοί” θέλουν να γίνουν στρατιωτικοί.
Ολοι θέλουν να κυβερνήσουν, πριν εξασφαλίσουν καν την ύπαρξιν του κράτους.
β) Ο ατομικισμός. Οι Ελληνες πιστεύουν ότι τα γνωρίζουν όλα και ότι η γνώμη των είναι αλάνθαστος.
Δι’ αυτό εσώθη ο Δράμαλης από την ολοσχερή καταστροφήν. Δι’ αυτό εξηφανίσθησαν τα Ψαρά. Δι’ αυτό υπήρχαν τόσαι κυβερνήσεις»
(Κ. Σακκαδάκης, «Ελληνική Ιστορία των νεωτέρων χρόνων», Αθήναι 1971, σ. 129-130).
Δολερή διχόνοια
Η κυπριακή τραγωδία του 1974 και ο διάχυτος αντιιμπεριαλισμός της Μεταπολίτευσης αντανακλώνται στα σχολικά βιβλία της εποχής.
«Η ελληνική επανάσταση», διαπιστώνει το πρώτο μεταδικτατορικό εγχειρίδιο της Γ’ Γυμνασίου, «στάθηκε ένας δύσκολος και ηρωικός αγώνας ενός μικρού λαού με ελάχιστα εφόδια εναντίον μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, που την υποστήριζαν όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το γεγονός ότι ο ελληνικός αγώνας διεξαγόταν σε χώρο εξαιρετικά νευραλγικό, όπου διασταυρώνονταν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, προκάλεσε το άμεσο ενδιαφέρον, θετικό και αρνητικό, της ευρωπαϊκής πολιτικής. […] Τελικά οι Ελληνες με τις θυσίες τους κατόρθωσαν να ελευθερώσουν ένα μέρος από την ελληνική πατρίδα, και να διασπάσουν την αντιδραστική ευρωπαϊκή πολιτική, προωθώντας το φιλελεύθερο κίνημα στην Ευρώπη.» (Γεωργία Κουλικούρδη, «Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία», Αθήνα 1975, σ. 193-4).
Το εγχειρίδιο της Στ’ Δημοτικού που διανεμήθηκε το 1979 καταγγέλλει, πάλι, τις εθνικές διχόνοιες με φρασεολογία που θυμίζει έντονα καραμανλικό κήρυγμα:
«Τα μόνα όπλα τους [των Ελλήνων] για τον αγώνα ήταν η βαθιά πίστη στο Θεό, η αδερφοσύνη και η ομόνοια. […]
Από τον τρίτο όμως χρόνο και μετά τα πράγματα άλλαξαν. Η Επανάσταση κινδυνεύει! Απειλείται από τους ίδιους τους επαναστάτες!
Γιατί, σαν να είχαν εξοντώσει τον εχθρό, άφησαν να τους κυριέψει το σαράκι της αρχομανίας και να μπαίνει ανάμεσά τους η διχόνοια η δολερή.
Χωρίστηκαν σε παρατάξεις (πολιτικοί-στρατιωτικοί) και άρχισαν το αλληλοφάγωμα.
Ευτυχώς που την τελευταία στιγμή κατάλαβαν τον κίνδυνο. Συνήρθαν. Παραμέρισαν τις φιλοδοξίες και τα προσωπικά και συνέχισαν τον αγώνα με την ίδια πίστη και αυτοθυσία.
Ετσι, με τη βοήθεια και των Μεγάλων Δυνάμεων, έδωσαν στον Αγώνα λαμπρό τέλος.
Το βασικότερο όμως δίδαγμα είναι ότι η Ελληνική Επανάσταση, παρόλες τις μαύρες σκιές της, ήταν Εθνική εξέγερση και έργο κοινό όλων των Ελλήνων, μοναδικό στον κόσμο»
(Ν. Διαμαντόπουλος – Α. Κυριαζόπουλος, «Ελληνική Ιστορία των νεώτερων χρόνων», Αθήνα 1979, σ. 156-7).
Εθνική Λαϊκή Ενότητα
Σε εντελώς διαφορετικούς τόνους καταφεύγει το ΠΑΣΟΚικό εγχειρίδιο της Γ’ Λυκείου, για να σκιαγραφήσει τη δική του εκδοχή εθνικής λαϊκής ενότητας:
«Η ελληνική Επανάσταση του 1821 σφραγίζει την εθνική πορεία των Ελλήνων.
Οι κλέφτες και οι αρματολοί με τον ένοπλο αγώνα τους κατά των Τούρκων, η Εκκλησία με την ανεκτίμητη συμβολή της στη διατήρηση της γλώσσας και της εθνικής οντότητας των Ελλήνων, οι δάσκαλοι και οι λόγιοι με το παιδευτικό και συγγραφικό τους έργο, οι έμποροι και οι ναυτικοί με την οικονομική τους δύναμη και κυρίως ο ανώνυμος λαός με τους ηρωισμούς και τις θυσίες του την προετοίμασαν.
Σε μια κρίσιμη στιγμή, στις αρχές του 19ου αιώνα, η Φιλική Εταιρεία, που στους κόλπους της περιλαμβάνει όλα τα στρώματα του ελληνικού λαού, χρησιμεύει ως δύναμη κρούσης για την πραγματοποίηση του πόθου των Ελλήνων για ανεξαρτησία και θεμελίωση ενός κράτους που θα στηριζόταν τόσο στις εθνικές παραδόσεις όσο και στις αρχές της ισοπολιτείας και της ελευθερίας, τις οποίες είχε διαδώσει στην Ευρώπη η γαλλική επανάσταση»
(Β. Σκουλάτου – Ν. Δημακόπουλου – Σ. Κόνδη, «Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη», Αθήνα 1984, τ.Β’, σ. 7).
Εξίσου εναρμονισμένα με τις αντιλήψεις της εποχής περί «ξενοκρατίας» ήταν τα συμπεράσματα του ίδιου βιβλίου για την εξωτερική πολιτική της επαναστατημένης Ελλάδας:
«Από τις διπλωματικές ζυμώσεις εκείνης της περιόδου δημιουργήθηκε:
1) Το δικαίωμα των τριών Δυνάμεων να επεμβαίνουν στα εσωτερικά μας, εφόσον αυτοονομάστηκαν “Προστάτιδες Δυνάμεις”.
2) Δημιουργήθηκαν επίσης τρία φερώνυμα των Δυνάμεων πολιτικά “κόμματα”:αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό, με την ελπίδα ότι οι Δυνάμεις αυτές θα βοηθούσαν τους Ελληνες στις δύσκολες ώρες· και πραγματικά βοήθησαν, αλλά με τα δικά τους κριτήρια και με το δικό τους τρόπο» (σ. 72).
Προπαντός Ευρωπαίοι
Το τωρινό εγχειρίδιο της Γ’ Λυκείου συντάχθηκε επί Καραμανλή τζούνιορ και υπογράφεται από το πανεπιστημιακό think tank της Δεξιάς (Ιωάννης Κολιόπουλος, Κων/νος Σβολόπουλος, Ευάνθης Χατζηβασιλείου).
Η ανάλυσή του για «τον χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης» διακατέχεται δε από την εμφανή αγωνία να προσδώσει στο επαναστατημένο γένος μια συγγένεια πιο ευπρόσωπη από το υπερβολικά ριζοσπαστικό υπόδειγμα του γαλλικού 1789.
Το 1821 συσχετίζεται έτσι πρωθύστερα με φαινόμενα όπως ο (αντιφιλελεύθερος) γερμανικός εθνικισμός ή η ιταλική ενοποίηση της δεκαετίας του 1850, με το απαραίτητο υπερατλαντικό κερασάκι:
«Η Ελληνική Εθνική παλιγγενεσία, όπως ονομάστηκε το εθνικό κίνημα των Ελλήνων, συγγένευε με τα εθνικά κινήματα της ίδιας εποχής που αναπτύχθηκαν στις ιταλικές και τις γερμανικές χώρες -οι οποίες αποτέλεσαν την Ιταλία και την Γερμανία αντίστοιχα- στις βρετανικές αποικίες στη Βόρεια Αμερική -οι οποίες αποτέλεσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής- και στην προεπαναστατική και επαναστατημένη Γαλλία.
Το ελληνικό εθνικό κίνημα ήταν πολιτικό κίνημα· αποσκοπούσε δηλαδή, όπως και τα αντίστοιχα κινήματα στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Αμερική, όχι απλώς στην απελευθέρωση του έθνους και στη συγκρότηση ανεξάρτητου εθνικού κράτους, αλλά στη σύσταση αντιπροσωπευτικής και ευνομουμένης πολιτείας. Αυτά τα χαρακτηριστικά διαμορφώθηκαν και εμφανίστηκαν υπό την επίδραση των πολιτικών μηνυμάτων που εκπορεύονταν από την επαναστατημένη Γαλλία»
(«Ιστορία του νεότερου και του σύγχρονου κόσμου», Αθήνα 2007, σ. 16).
Μεταξύ «των κυριότερων συστατικών στοιχείων του ελληνικού εθνικού κινήματος», μετά την «προβολή των Ελλήνων της εποχής ως απογόνων και κληρονόμων των αρχαίων Ελλήνων», συγκαταλέγεται, στο ίδιο απόσπασμα, «η ταύτιση των Ελλήνων με τους άλλους Ευρωπαίους». Τους γνωστότερους, κατά τα άλλα, στον εγχώριο λόγο της εποχής ως («άπιστους») Φράγκους…
Το κλείσιμο του ματιού
Η ανάγνωση των σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας κρύβει, κάποιες φορές, ενδιαφέρουσες εκπλήξεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το βιβλίο «Ιστορία των νέων χρόνων» του Αναστασίου Λαζάρου, καθηγητή τότε του Βαρβακείου, που κυκλοφόρησε από τον κρατικό Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων για τους μαθητές της Ε’ Γυμνασίου εν μέσω γερμανοϊταλικής Κατοχής (1942).
Μολονότι η ύλη του σταματά στις παραμονές του 1821, η περιγραφή των διαθέσεων των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας διαβάζεται άνετα ως υπαινιγμός για το (τότε) σήμερα:
«Ο υπόδουλος ελληνισμός, καθώς είδομεν, είχε μεγάλα στηρίγματα κοινωνικά και ηθικά, την εκκλησίαν και τον κλήρον, την κοινοτικήν αυτοδιοίκησιν και την ένοπλον αντίστασιν, όπου ήτο δυνατόν, προς τούτοις το εμπόριον και την ναυτιλίαν και την διανοητικήν ανάπτυξιν.
Αλλ’ οι Ελληνες από τας πρώτας ημέρας της καταστροφής επίστευσαν ότι η τουρκική κυριαρχία θα είναι παροδική.
Κατά τους πρώτους όμως μετά την Αλωσιν αιώνας η απελευθέρωσις ήτο απλούς πόθος, διότι η αυτοκρατορία των Οθωμανών ήτο πανίσχυρος και προ αυτής έτρεμον και οι Ευρωπαίοι.
Μόλις βραδύτερον, όταν ήρχισε να καταρρέη η δύναμις του Σουλτάνου, ο πόθος της ανεξαρτησίας μετεβλήθη εις αληθή πίστιν.
Κατά τον 15ον, 16ον και 17ον αιώνα, εφ’ όσον η Τουρκία ήτο ισχυρά, μόνον οι βασιλείς της Δύσεως ηδύναντο να δώσουν χείρα βοηθείας εις τους Χριστιανούς της Ανατολής.
Αλλ’ ο ελληνικός λαός καθώς και οι πνευματικοί άρχοντές του δεν ήθελον την εκ μέρους των Δυτικών σταυροφορίαν.
Αι μεγάλαι αυστριακαί νίκαι του τέλους του 17ου και των αρχών του 18ου αιώνος δεν είχον ενθουσιάσει πολύ τους Ελληνας.
Οταν όμως κατά τον 18ο αιώνα η ομόδοξος Ρωσσία ήρχισε τον αγώνα κατά των εχθρών της πίστεως, κλήρος και λαός είδον εις το πρόσωπον του Τσάρου τον θεόπεμπτον εκδικητήν και λυτρωτήν και όλοι ησθάνοντο ότι επλησίαζε η ώρα της εξεγέρσεως και ότι έπρεπε να συνενώσουν τας προσπαθείας των μετά του στρατού του ρώσσου βασιλέως» (σ. 240).
«Αι ιδέαι περί ελευθερίας και ισότητος, τας οποίας κατά τους χρόνους αυτούς είχε κηρύξει η Γαλλική Επανάστασις, είχον εισδύσει και εις την μικροτέραν γωνίαν της Ευρώπης. […]
Υπό την επίδρασιν των γεγονότων αυτών έγινε σημαντική μεταβολή εις την Ελλάδα.
Οι Ελληνες έπαυσαν να πιστεύουν εις την ρωσσικήν βοήθειαν και ήρχισαν να στρέφουν τα βλέμματά των προς την Γαλλίαν και μάλιστα προς τον Ναπολέοντα, ο οποίος περιήγεν ανά την Ευρώπην νικηφόρα τα γαλλικά όπλα» (σ. 260-1).
Αξιοσημείωτη είναι ιδίως η τελευταία παράγραφος (σ. 264), καθώς αφήνει στον αναγνώστη ένα αίσθημα προσδοκίας για το επικείμενο ξέσπασμα του (παλιού και «νέου») Εικοσιένα:
«Η Φιλική Εταιρεία έχει μεγάλην σημασίαν διά την ιστορίαν του έθνους μας, διότι κατώρθωσε να συνενώση αυτό, να το ενθαρρύνη και να το προετοιμάση διά τον επικείμενον μέγαν αγώνα κατά της ισχυράς Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο αγών αυτός δεν είχεν ορισθή πότε ακριβώς θα αρχίση.
Αλλά γεγονότα εντελώς απρόοπτα επετάχυναν την έναρξιν αυτού».