25.03.2018, 17:18 | εφσυν
Την τελευταία φορά που φόρεσε «Μάρτη» στο χέρι της, εκείνο το βραχιόλι με τη λευκή και κόκκινη κλωστή, ήταν σε ηλικία έντεκα ή δώδεκα ετών. Μετά μεγάλωσε. Κάτι η εφηβική αμφισβήτηση των από το παρελθόν παραδεδομένων, κάτι που το ξεχνούσε, δεν έπλεξε ξανά κλωστές για να την προστατέψουν από τον ήλιο –ίσως γι’ αυτό δεν χάνει πια τις φακίδες της ούτε και τον χειμώνα.
Φέτος υποδέχτηκε την άνοιξη μια μεγάλη απώλεια, από αυτές που, όπως της εξήγησε μια φίλη επιστήμονας, καταγράφονται σαν κηλίδες στον εγκέφαλο. Θα μπορούσες να τις παρομοιάσεις και με φακίδες, της εξήγησε… Αλλά από αυτές τις φακίδες δεν μπορεί να σε προστατέψει κανένα βραχιολάκι. Ούτε οι αντηλιακές κρέμες.
Φοβόταν ότι φέτος η άνοιξη δεν θα ερχόταν, τουλάχιστον όχι όπως παλιά. Δεν βοηθούσε ο καιρός; Εφταιγαν τα σκούρα ρούχα; Οταν άνοιγε την ντουλάπα δεν έβλεπε κανένα φωτεινό χρώμα. Η συνειδητοποίηση ότι μερικές φορές μια ασθένεια είναι το μόνο που δεν μπορεί να παλέψει ο άνθρωπος, όσο και αν υπάρχουν τα μέσα, η φροντίδα, οι γιατροί και τα φάρμακα; Κανένα από αυτά; Ολα μαζί;
Αλλά η άνοιξη ήρθε. Μέχρι την πρώτη επίσημη μέρα της, στις 20 του Μάρτη, τα σημάδια ήταν ήδη ορατά. Τους καρπούς κοριτσιών και γυναικών στόλιζαν τα περίφημα βραχιολάκια. Παιδιά έτρεχαν στους δρόμους μετά το σχολείο με κοντά μανίκια, οι αρρενοσυκιές γέμισαν σύκα για να γονιμοποιήσουν τις άλλες, αυτές που γλυκαίνουν τα χείλη μας τον Αύγουστο –και για να κάνουν το χατίρι στις ελάχιστες πια τεχνήτρες να φτιάξουν γλυκό συκαλάκι.
Τα μεσημέρια ήταν ζεστά. Δεν μπορούσες να περπατήσεις στον ήλιο και να είσαι πολύ ζεστά ντυμένος. Τα βράδια όμως παρέμεναν κρύα και ο συννεφιασμένος ουρανός συχνά έφερνε βροχές λάσπης.
Εκείνες τις μέρες, στον υπολογιστή της ήρθε μια φωτογραφία από ένα νησί. Τα πράσινα και γαλάζια νερά του, γαλήνια, δροσερά, σκεπασμένα στην ακτή από έναν πευκώνα, ήταν μια υπόσχεση για το καλοκαίρι. Μια σπίθα για να πετάξει πάλι η καρδιά της.
Στους δρόμους της πόλης άνθιζαν οι νεραντζιές, αφήνοντας το βαρύ άρωμά τους να μεθάει τους περαστικούς τα υγρά βράδια ή λίγο μετά τη βροχή.
Και στο τρένο μπήκαν δυο κορίτσια. Τσιγγανόπουλα, στην εφηβεία, με μακριές φούστες, μακριές κοτσίδες και μαύρα βλέμματα. Το ένα φορούσε στα μαλλιά ένα κόκκινο υφασμάτινο λουλούδι και τίναζε το όμορφο κεφάλι της με τσαχπινιά. Ηθελε να τη δουν, να τη θαυμάσουν: νιάτα, ομορφιά και ένα λουλούδι, μανιφέστο της εποχής που ερχόταν φουριόζα τελικά.
Κι ένα βράδυ Κυριακής, μιας παράδοξα σκοτεινής Κυριακής, με την κίτρινη σκόνη από τα πεύκα να παρασύρεται στον αέρα κι ύστερα μια ψιχάλα να την κάνει να κολλάει παντού, θυμήθηκε την παλιά ποιητική ανθολογία της μητέρας της, που τη μύησε σε πολλά από αυτά που αγαπούσε. Και πήγε κατευθείαν στον τελευταίο τόμο, στις σελίδες τις αφιερωμένες στην Ολυμπία Καράγιωργα. Και σ’ ένα από τα αγαπημένα ποιήματά της, «Στο πιο ψηλό κυπαρίσσι», που το θυμόταν κάθε χρόνο τέτοια εποχή και το διάβαζε ανελλιπώς.
Γιατί εξιστορεί πώς μια κοπέλα, ένα κορίτσι που φορούσε τα κίτρινα παπούτσια της άνοιξης, με τρεμάμενο χέρι έκλεψε από έναν άνδρα το πρόσωπο της αγάπης, το πρόσωπό του. Για να το κρεμάσει βαθιά στον κήπο της, να στολίσει το πιο ψηλό κυπαρίσσι που βρισκόταν εκεί, για να το βλέπουν τα παιδιά, να το θαυμάζουν οι ξένοι, για να ξορκίζει τον χειμώνα. Το πήρε απερίσκεπτα, αφήνοντας τον άντρα εκεί, στην άκρη της λίμνης μόνο –και πια χωρίς πρόσωπο.
Την πρώτη φορά που το είχε διαβάσει, είχε δακρύσει. Δεν καταλάβαινε και πολλά τότε. Συγκινήθηκε και τώρα, αλλά με προσδοκία. Γιατί ήταν άνοιξη και τα πολιτικά μανιφέστα της τα έβλεπε παντού. Γιατί τι άλλο είναι η άνοιξη, πέρα από μια υπόσχεση για ένα ελπιδοφόρο, για ένα πιο όμορφο μέλλον;