Ουσιαστικά, ολόκληρη η Συρία είναι εγκλωβισμένη σε ένα χαώδες διεθνές και περιφερειακό σκηνικό όπου οι παίκτες, από τις ΗΠΑ ώς το Ιράν και τους τζιχαντιστές στην ανατολική Γούτα, αλλάζουν θέσεις και ισχύ – Η Τουρκία δεν έγινε η ηγεμονική δύναμη της περιοχής ούτε πολιτικός φάρος ενός θριαμβεύοντος σουνιτικού πολιτικού Ισλάμ, από την Τύνιδα ώς τη Δαμασκό, όπως ονειρευόταν ο Ερντογάν, αλλά η επιτυχημένη επιχείρηση στο Αφρίν άλλαξε τα δεδομένα
Του Σωτήρη Ρούσσου*
«Insyriated» είναι ο τίτλος μιας νέας ταινίας που περιγράφει την τραγική θέση μιας συριακής οικογένειας που έχει εγκλωβιστεί και έχει μετατρέψει το σπίτι της σε καταφύγιο/φρούριο μέσα στο χάος του εμφυλίου. Ουσιαστικά, ολόκληρη η Συρία είναι εγκλωβισμένη σε ένα χαώδες διεθνές και περιφερειακό σκηνικό όπου οι παίκτες, από τις ΗΠΑ ώς το Ιράν και τους τζιχαντιστές στην ανατολική Γούτα, αλλάζουν θέσεις και ισχύ.
Η Ρωσία φαίνεται ότι επιτυγχάνει τους σκοπούς της πέρα από κάθε άλλο παίκτη. Έχει σταθεροποιήσει το καθεστώς Άσαντ μεγαλώνοντας την επικράτειά του και καταλαμβάνοντας κρίσιμα αστικά κέντρα και οδικές αρτηρίες. Έχει αποδείξει ότι μπορεί να στηρίζει τους φίλους της και ότι έχει τη στρατιωτική και διπλωματική ισχύ να επιτύχει σημαντικές νίκες πέρα από τον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα. Με αυτό τον τρόπο εντάσσει την Ανατολική Μεσόγειο στην περίμετρό της. Δυστυχώς όμως, η ρωσική αυτή επιτυχία δεν θα είναι βιώσιμη χωρίς μελλοντική στρατιωτική παρουσία και πιθανόν την εμπλοκή της Μόσχας σε μια μακρόχρονη σύγκρουση χαμηλής έντασης που κατά καιρούς θα κλιμακώνεται. Η αγκίστρωση της Ρωσίας στη Συρία μπορεί να σημαίνει μια στρατιωτική και κυρίως οικονομική αιμορραγία, μιας και η χώρα αυτή θα χρειαστεί πολλά δισεκατομμύρια για να σταθεί στα πόδια της, πολύ περισσότερο αν η εσωτερική ασφάλεια δεν είναι δεδομένη. Το Ιράν ίσως δεν είναι διατεθειμένο να συνεχίσει να καλύπτει τις ανάγκες του συριακού προϋπολογισμού, αν μάλιστα θεωρήσει ότι το καθεστώς της Δαμασκού ακολουθεί περισσότερο τις προτεραιότητες της Μόσχας παρά της Τεχεράνης.
Το Ιράν φαίνεται επίσης σχετικά κερδισμένο από τη σημερινή κατάσταση. Το καθεστώς Άσαντ δεν έπεσε εντός ολίγων μηνών όπως προέβλεπαν Ισραηλινοί και Αμερικανοί αναλυτές στις αρχές της συριακής εξέγερσης και έτσι δεν έσπασε ο άξονας Ιράν – Συρία – Χεζμπολά. Ο άξονας αυτός αποτελεί την πηγή όλων των δεινών για τη Μέση Ανατολή και όχι μόνο, σύμφωνα με την ανάλυση της Ουάσιγκτον και του Τελ Αβίβ. Επίσης η τελική συντριβή των τζιχαντιστών και του συντηρητικού σουνιτικού Ισλάμ στη Συρία και το Ιράκ εισπράχθηκε από την Τεχεράνη ως σημαντική ήττα της σαουδαραβικής στρατηγικής στις χώρες αυτές. Η στήριξη όμως του ασαντικού καθεστώτος είχε πολύ βαρύ οικονομικό και στρατιωτικό κόστος για το Ιράν. Ήδη μεγάλα τμήματα της ιρανικής κοινωνίας εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για το κόστος αυτό, τη στιγμή που η ζωή γίνεται όλο πιο δύσκολη για τον μέσο Ιρανό και η άρση των κυρώσεων δεν έχει φέρει ακόμη χειροπιαστά αποτελέσματα.
Η ανάπτυξη της Χεζμπολά και η ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη δίνει τη δυνατότητα για σταδιακή αποχώρηση από τη Συρία και ανάθεση ανάλογου ρόλου στην οργάνωση αυτή. Εδώ ελλοχεύουν δύο κίνδυνοι. Πρώτον, η περαιτέρω ανάπτυξη του περιφερειακού ρόλου της Χεζμπολά είναι δυνατόν να την οδηγήσει σε αμφισβήτηση του πρωταγωνιστικού ρόλου του Ιράν, ιδιαίτερα στην περιοχή Λιβάνου – Συρίας και στην αναζήτηση ιδεολογικής αυτονομίας, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει. Δεύτερον, η υπερέκταση της οργάνωσης μπορεί να την οδηγήσει σε απώλεια της ισχύος της στη βάση της στον Λίβανο.
Πιο περίπλοκο γίνεται το στρατηγικό δίλημμα της διακυβέρνησης Τραμπ. Η Ουάσιγκτον επιθυμεί την πλήρη αποδυνάμωση της ιρανικής επιρροής στην περιοχή και έχει αναλάβει ανάλογες δεσμεύσεις προς τις μοναρχίες του Κόλπου και ιδιαίτερα προς τη Σαουδική Αραβία. Αν αποτύχει να διαλύσει την ιρανική κυριαρχία στην τεράστια ζώνη από την Τεχεράνη ώς τη Βηρυτό, τότε θα χάσει το κύρος τής πανταχού παρούσας υπερδύναμης.
Η μόνη όμως δύναμη που μπορούν να στηριχθούν προς το παρόν οι Αμερικανοί επιτελείς για να διατηρήσουν την παρουσία τους και την επιρροή τους στη Συρία είναι οι κουρδικές δυνάμεις του PYD, αδελφής οργάνωσης του ΡΚΚ. Αυτή η επιλογή φέρνει τη διακυβέρνηση Τραμπ αντιμέτωπη με την ερντογανική Τουρκία, η οποία θεωρεί το PYD και το ΡΚΚ συγκοινωνούντα δοχεία.
Δεν είναι όμως εφικτή μια ανοικτή αντιπαράθεση ΗΠΑ και Τουρκίας με δεδομένη τη γεωστρατηγική αξία της χώρας αυτής. Αντιθέτως, φαίνεται ότι η Ουάσιγκτον επεξεργάζεται εναλλακτικά σενάρια κοινού ελέγχου με την Τουρκία περιοχών του συριακού Κουρδιστάν στα συρο-τουρκικά σύνορα, μετά από συμφωνημένη αποχώρηση των μαχητών του κουρδικού PYD από τις περιοχές αυτές. Αν μάλιστα η διακυβέρνηση Τραμπ υλοποιήσει την απειλή της να αποχωρήσει από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και κλιμακώσει την ένταση με την Τεχεράνη, τότε δεν θα ήθελε μια εχθρική Τουρκία στα «νώτα» της.
Η Τουρκία δεν έγινε η ηγεμονική δύναμη της περιοχής ούτε πολιτικός φάρος ενός θριαμβεύοντος σουνιτικού πολιτικού Ισλάμ, από την Τύνιδα ώς τη Δαμασκό, όπως ονειρευόταν ο Ερντογάν, αλλά η επιτυχημένη επιχείρηση στο Αφρίν άλλαξε τα δεδομένα. Αφενός έδειξε ότι ο Τούρκος Πρόεδρος μπορεί να ελίσσεται επιτυχώς μεταξύ των «ελεφάντων», των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Αφετέρου ότι ο τουρκικός στρατός μπορεί να εξασφαλίζει νίκες επί του εδάφους. Αν μάλιστα επαληθευτούν οι πληροφορίες που υπάρχουν για άρρητη συμφωνία με τους Αμερικανούς για κοινό έλεγχο των συρο-τουρκικών συνόρων σε μια ζώνη μέσα στη Συρία, τότε ο Ερντογάν μπορεί να έχει διπλό κέρδος.
Πρώτον, μπορεί να μεταφέρει σε αυτήν τη ζώνη Άραβες σουνίτες πρόσφυγες αλλάζοντας δραστικά την τοπική δημογραφία εις βάρος των Κούρδων. Αν σκεφτεί κανείς ότι το σύνολο των Κούρδων της Συρίας ήταν πριν τον εμφύλιο περί τα 2 εκατομμύρια, αντιλαμβάνεται ότι η εγκατάσταση του ενός τρίτου από τα 3,5 εκατομμύρια Σύρων προσφύγων στην περιοχή θα αλλάξει άρδην τα δεδομένα, μετά μάλιστα την εκδίωξη εκατοντάδων χιλιάδων Κούρδων από τις εστίες τους. Δεύτερον, ο εδαφικός έλεγχος όλης αυτής της περιοχής επαναφέρει τον Ερντογάν σε κεντρική θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τη λήξη του συριακού εμφυλίου. Τέλος, ο Ερντογάν θα επαναφέρει ένα παλαιότερο «δώρο» του προς την Ε.Ε. Τη μετατροπή τής υπό τουρκικό έλεγχο συριακής περιοχής σε ζώνη – «ανάχωμα» για τις προσφυγικές ροές.
* Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr