10.04.2018, 23:59 |εφσυν
Η ελληνική επιχειρηματικότητα είναι κατεξοχήν επιχειρηματικότητα των μικρών και πολύ μικρών (κάτω των 10 εργαζομένων) επιχειρήσεων, με τη μεγαλύτερη συμβολή των τελευταίων στην οικονομία συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ.
Πρόκειται αναμφίβολα για μία κατάσταση που εκφράζει και συνεπάγεται αδυναμία, ή μάλλον παραγωγική αποτυχία, παρά οικονομική δύναμη και προοπτική. Συχνά, πρόκειται για αυτό που ονομάζουμε επιχειρηματικότητα ανάγκης παρά διακινδύνευσης και ευκαιριών.
Οι πολύ μικρές και οι μικρές επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται από πολύ μικρότερο κύκλο ζωής και πολύ υψηλότερο ποσοστό ίδρυσης και πτώχευσης. Βρίσκονται δηλαδή σε μία ρευστή κατάσταση που δεν τους επιτρέπει να επενδύσουν σε τεχνολογία, πληροφορία, διαφήμιση κ.λπ. με σύνηθες αποτέλεσμα τη χαμηλότερη παραγωγικότητα και την ανταγωνιστική αδυναμία. Σε συνδυασμό με τη συνήθη περιορισμένη παρουσία ιδίων κεφαλαίων και τις δυσκολίες χρηματοδότησης από το κλασικό τραπεζικό σύστημα, οι ΜΜΕ της χώρας δυσκολεύονται να αναπτυχθούν επιτυγχάνοντας οικονομίες κλίμακας.
Γιατί όμως η χώρα μας χαρακτηρίζεται από νησίδες μικρής και πολύ μικρής επιχειρηματικότητας στο αρχιπέλαγος της οικονομίας της; Ενα μεγάλο μέρος της απάντησης είναι μάλλον κοινωνιολογικής παρά οικονομικής τάξης. Πρόκειται γι’ αυτό που τα τελευταία 20 χρόνια ονομάζουμε κοινωνικό κεφάλαιο, με άλλα λόγια τα επίπεδα εμπιστοσύνης σε μία χώρα, αφενός μεταξύ των πολιτών και αφετέρου μεταξύ πολιτών και κράτους.
Πολλές έρευνες υποστηρίζουν ότι ιδίως η Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, είναι χώρες με πολύ περιορισμένο κοινωνικό κεφάλαιο για λόγους αναγόμενους στο πιο μακρινό παρελθόν (π.χ. μακρά διαστήματα ξένης κατοχής, απολυταρχική διακυβέρνηση), όσο και στο πρόσφατο παρελθόν και παρόν (πελατειακό σύστημα, εκτεταμένη και διάχυτη διαφθορά). Αυτά τα χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης δυσχεραίνουν την επιχειρηματική προσέγγιση, επιβάλλοντας ένα πολύ μεγάλο συναλλακτικό κόστος που συχνά δρα απλώς απαγορευτικά για την επιχειρηματική συνεργασία.
Προφανώς δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις για όλα αυτά. Εάν όμως συμφωνήσουμε ότι το μικρό και ιδίως το πολύ μικρό μέγεθος επιχειρήσεων αποτελεί αποφασιστικό αντιαναπτυξιακό παράγοντα, μπορούμε κατόπιν να εξετάσουμε πώς αυτό μπορεί να διορθωθεί μέσω ενός πλέγματος μέτρων τόσο βραχυμεσοχρόνιας όσο και μακροχρόνιας στόχευσης.
Για παράδειγμα, η αντιμετώπιση του μειωμένου κοινωνικού κεφαλαίου είναι ένα πρόβλημα μακροχρόνιας στόχευσης που οφείλεται στα μεγάλα επίπεδα ανισότητας και την αρνητική συμβολή του κράτους μέσω της ευνοιοκρατίας. Η αναπτυξιακή στρατηγική που εκπονούμε για τη χώρα περιλαμβάνει στους κεντρικούς στόχους της τη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, ενώ μία σειρά μεταρρυθμίσεων στο κράτος όπως η παρέμβαση του ΑΣΕΠ στην επιλογή θέσεων ευθύνης και η εκτεταμένη ψηφιοποίηση θα οδηγήσουν σε ενίσχυση της εμπιστοσύνης.
Από την άλλη μεριά, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα με βραχυχρόνια και άμεση στόχευση. Τα μέτρα αυτά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αυτά που αφήνουν τις ΜΜΕ να μεγαλώσουν και αυτά που τις διευκολύνουν να συνεργαστούν. Η επιλογή μεταξύ τους έχει και σαφή ιδεολογικο-πολιτική διάσταση.
Εάν στο πρόβλημα του μικρού επιχειρηματικού μεγέθους απαντήσουμε με συνεργασία, εκκινούμε από την πίστη στην «αδελφική» – «συνεργατική» και επιδεχόμενη διαρκούς βελτίωσης ανθρώπινη φύση, ενώ μέσω της συνεργασίας αντιμετωπίζεται και το πρόβλημα της ανισότητας και της υπερσυγκέντωσης του πλούτου σε λίγα χέρια. Αντίθετα, η (νεο-) φιλελεύθερη επιλογή, περισσότερο ατομικιστική και στηριζόμενη σε μία καχυποψία απέναντι στην ανθρώπινη συνεργασία. υποβιβάζει τα προβλήματα αυτά, θεωρώντας ότι μπορεί να αντιμετωπιστούν μέσα από κρατικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Η κυβερνητική επιλογή στα παραπάνω διλήμματα είναι σαφώς υπέρ της συνεργατικής ανασύνταξης των ΜΜΕ της χώρας. Προς τούτο διευκολύνονται π.χ. μέσω του αναπτυξιακού νόμου οι επιχειρηματικές συγχωνεύσεις, οι συνεταιρισμοί, οι δικτυώσεις και συνέργειες, η ανάπτυξη της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, ώστε το πρόβλημα του μεγέθους στην ελληνική επιχειρηματικότητα να αντιμετωπιστεί με ένα τρόπο μακροπρόθεσμα συμβατό με την κοινωνική συνοχή και, τελικά, βιώσιμο.
Σε κάθε περίπτωση, σημαντική παράμετρος της αντιμετώπισης του προβλήματος αποτελεί η δημιουργία δομών δημοσίου συμφέροντος για την υποστήριξη των ΜΜΕ. Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία θα πρέπει και το κατάστημα της γειτονιάς μας να μπορεί να πουλάει τα προϊόντα του σε τιμές διεθνώς ανταγωνιστικές, κάτι εξαιρετικά δύσκολο για τις ΜΜΕ.
Επομένως είναι απαραίτητη η δημιουργία μιας συνεκτικής δομής που θα αναζητήσει συνεργασίες με επιμελητήρια, ΑΕΙ, ερευνητικά κέντρα και θα σταθεί αρωγός των ΜΜΕ στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας αλλά και στη δημοκρατική προοπτική της.
Μία τέτοια δομή, αντίστοιχη αυτών που υφίστανται διεθνώς, θα μπορούσε να δραστηριοποιηθεί σε πολλές κατευθύνσεις, όπως υπηρεσίες για ανεύρεση πηγών χρηματοδότησης για τις ΜΜΕ σε εθνικό, ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο, ευρύτερη συμβουλευτική και δικτύωση, τεχνολογική αναβάθμιση μέσω πρόσβασης στις κατάλληλες πληροφορίες (data) και αγορές, υποβοήθηση της εξαγωγικής διείσδυσης μέσα από την ενημέρωση για διεθνείς τάσεις ή τη διευκόλυνση πρόσβασης σε διεθνείς επιχειρηματικές εκθέσεις και αγορές, καθώς και προτυποποίηση και απόκτηση ονόματος (brand name).
Αυτά είναι κάποια από όσα μπορούμε και πρέπει να κάνουμε για να στηρίξουμε τις μικρές επιχειρήσεις στη χώρα μας. Εχουμε ήδη ξεκινήσει, επείγει να επιταχύνουμε.