11.04.2018, 20:10 | εφσυν
Ο Τζέιμς Τζόις έγραψε κάποτε για μια μικρή επαρχιακή πόλη κάπου στην Ιρλανδία, απομονωμένη από τον κόσμο, με εμπόρους που ασφυκτιούσαν και ταξιδευτές που αργοπέθαιναν. Ολες οι κυβερνήσεις τούς απογοήτευαν κι η πόλη, αυτάρεσκη μα κι ανυπόμονη, έβαινε τον συλλογικό της βίο αργόσχολη στις όχθες ενός αγριεμένου ποταμού.
Κανείς μάστορας, κανείς πολιτευτής, κανείς άρχοντας, κανένας πολίτης δεν νοιαζόταν αρκετά ώστε να καταφέρει να σηκώσει, να προωθήσει, να χρηματοδοτήσει ή να πιέσει συστηματικά για το χρειαζούμενο: Μια γέφυρα.
Ο διάβολος που περνούσε από απέναντι σαν εργολάβος τούς είπε κάποτε τη μαγική λέξη. «Δωρεάν». Η πόλη συνταράχθηκε από χαρά και ένα ευδαιμονικό ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της.
Αλλά ο διάβολος είχε έναν όρο: Ο πρώτος που θα περνούσε τη γέφυρα, θα ήταν «δικός του» για πάντα. Θα του έπαιρνε την ψυχή.
Ασήμαντη λεπτομέρεια για την πανηγυρίζουσα πόλη. Μεταξύ μιας μπίρας κι ενός μεγαλειώδους σχεδίου για ένα λαμπρό μέλλον, το είχε κιόλας ξεχάσει.
Σαν έφτασε η ώρα της παράδοσης, έτρεξε με φρενήρη ενθουσιασμό στην άκρη του γεφυριού. Αλλά εκεί, απέναντι, την περίμενε ο διάβολος μετρώντας σαν μονέδες τα λεπτά της ώρας.
Ο δήμαρχος κι έπειτα οι προεστοί, που ήταν έτοιμοι να περάσουν πρώτοι, σταθήκαν. Οι χωρικοί πισωπάτησαν. Οι φιλόδοξοι ρητόρευαν, οι έξυπνοι πουλούσαν. Ο παπάδες προσεύχονταν.
Ο Τζόις συνέχισε την παραβολή του για τον κόσμο της εποχής του, κόσμο ακμάζουσας αποικιοκρατίας, ανερχόμενης εκβιομηχάνισης, θρησκευτικής καταστολής και λαϊκής αποκτήνωσης στα καπηλειά, με μια ευρηματική για τους ανθρώπους λύση.
Το θύμα που θα άνοιγε τη γέφυρα, προς μεγάλη απογοήτευση του διαβόλου, ήταν ένα πλάσμα απόκοσμο, με την έννοια του έξω από τα ανθρώπινα παιχνίδια κέρδους.
Λένε πως από τότε απορροφά το κακό, λένε ακόμη πως από αυτό εμπνεύστηκε ο Σεφέρης τις γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα. «Γενιές φαρμάκι».
Αλλά έξω από τις σελίδες του παραμυθιού, στην αληθινή ζωή και ιστορία, η αλήθεια είναι πως ο διάβολος δεν τσίμπησε και πως κάτοικοι και διάβολος στέκονται ακίνητοι και κοιτάζονται από τότε.
Λένε άλλοι πως ούτε κι αυτό είναι αλήθεια. Πως κάθε πόλη, κάθε εποχή, σε ανάγκη «επέκτασης» και «προόδου», βρίσκει πάντα μια ομάδα ανθρώπων (τα ζώα δεν μετράνε προφανώς…) για θύμα.
Τους Εβραίους για τόσους αιώνες, τους Κούρδους σήμερα, τους/τις ομοφυλόφιλους/ες, τους Παλαιστίνιους, τους ιθαγενείς, τους μαύρους, τις γυναίκες.
Και πάντα οι πρόκριτοι μιας πόλης (μιας χώρας ή ενός πλανήτη), όταν απευθύνονται στον «λαό» εφευρίσκουν δικαιολογίες κατ’ επίφασην σπουδαίες, αλλά και τις απευθύνουν σε έναν κόσμο τόσο έτοιμο για να «πειστεί»…