Πρωί Δευτέρας στο κέντρο της Αθήνας πριν από λίγες εβδομάδες. Υπεύθυνος μικρομεσαίας επιχείρησης, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα αλλά είναι ακόμα βιώσιμη, έχοντας λειτουργικές οικονομικές ροές, επισκέπτεται υποκατάστημα συστημικής τράπεζας.
Μιλώντας στον υπάλληλο του front desk τού λέει: «Θέλω να με βοηθήσετε. Επιθυμώ να κάνω αίτηση ώστε να μπει η επιχείρησή μου στον εξωδικαστικό συμβιβασμό καθώς πληροί τις προδιαγραφές του νόμου».
Ο υπάλληλος απαντά: «Μην το κάνετε αυτό, δεν σας συμφέρει καθόλου, θα μπλέξετε με φοβερή γραφειοκρατία. Ισως να μπορέσουμε να σας κάνουμε εμείς διμερώς ένα κούρεμα, ενδεχομένως μελλοντικά να σας δώσουμε και μικρότερη δόση».
Πρόκειται για κίνηση-παγίδα καθώς, αν ο οφειλέτης χρωστά, όπως γίνεται συνήθως, σε περισσότερους από έναν πιστωτές, ωφελείται περισσότερο από την ένταξή του στην ομπρέλα προστασίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού σε σχέση με τις διμερείς συμφωνίες.
Η αποτροπή του συγκεκριμένου υπαλλήλου δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό αλλά αποτελεί –όπως προκύπτει– σχεδιασμένη κοινή στρατηγική των πέντε μεγαλύτερων τραπεζών ως προς την (μη;) ένταξη επιχειρήσεων στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών.
Σύμφωνα με στοιχεία του ειδικού γραμματέα διαχείρισης ιδιωτικού χρέους του υπουργείου Οικονομίας, καθημερινά την ιστοσελίδα του εξωδικαστικού συμβιβασμού επισκέπτονται 34.000 ενδιαφερόμενοι, υποβάλλουν αιτήσεις περί τους 700, αλλά μέχρι τέλος Μαρτίου μόλις 23 από αυτές είχαν γίνει δεκτές από την ενεργοποίηση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας στις 3 Αυγούστου 2017.
Γιατί δεν έχει προχωρήσει η διαδικασία; Η εύκολη απάντηση είναι η γραφειοκρατία και ορισμένες διορθώσεις που ενδεχομένως πρέπει να γίνουν στον νόμο. Πριν από έναν μήνα, ύστερα από ευρεία σύσκεψη που έγινε στο υπουργείο Οικονομίας με θέμα τα «κόκκινα δάνεια», με τη συμμετοχή του αντιπροέδρου Γιάννη Δραγασάκη, του υπουργού Δικαιοσύνης Σταύρου Κοντονή, εκπροσώπους των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών και αρμόδιων κυβερνητικών στελεχών, αποφασίστηκε να αναλάβουν οι τράπεζες πρωτοβουλίες ενθάρρυνσης των δανειοληπτών τους, ιδιαίτερα αν έχουν χρέη και στο Δημόσιο, ώστε να ενταχθούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών («Εφ.Συν.», «Από το χέρι και στον… εξωδικαστικό», 16.3.2018).
Η «Εφ.Συν.» αποκαλύπτει σήμερα απόρρητα τραπεζικά έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν πως τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα συμπράττουν οριζοντίως με στόχο να υπονομεύσουν τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, ακυρώνοντας στην πράξη –χωρίς να παρανομούν– έναν νόμο που δημιουργήθηκε κατόπιν πολύμηνων διαπραγματεύσεων με τη φορολογική τρόικα ώστε να προστατευτεί η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Σε τραπεζικά πρακτικά με ημερομηνία 27 Ιουνίου 2017, που είναι στη διάθεση της «Εφ.Συν.», γίνεται εμφανές πως οι τράπεζες είχαν τότε ήδη εκδώσει τεύχος διατραπεζικής πολιτικής OCW (εξωδικαστικός συμβιβασμός) και σε αυτό το πλαίσιο η Ενωση Ελληνικών Τραπεζών προσέλαβε τη διεθνή ελεγκτική συμβουλευτική εταιρεία Pricewaterhouse.
Ιδρύεται τότε κεντρική μονάδα διαχείρισης του εξωδικαστικού συμβιβασμού με την επωνυμία OCW Central Hub, η οποία, παρά τη θολή νομική της οντότητα (όπως παραδέχονται οι ίδιες οι τράπεζες στα εσωτερικά τους έγγραφα), συνάπτει συμφωνία με τον «Τειρεσία» για την παροχή στοιχείων τραπεζικής ενημερότητας σε όλες τις τράπεζες. Παράλληλα ιδρύεται στο πλαίσιο της ΕΕΤ διατραπεζική επιτροπή με συμμετοχή εκπροσώπων όλων των τραπεζών. Βάσει νόμου, η διατραπεζική συνεννόηση επιτρέπεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όταν υπάρχει κοινός οφειλέτης.
Είχε προηγηθεί μία συνάντηση στις 12 Ιουνίου 2017 (και άλλη μία στις 29 Μαΐου 2017), στην οποία συμμετείχαν έξι στελέχη της PWC, δύο της Τράπεζας Πειραιώς, δύο της Eurobank, δύο της Εθνικής, ένα της Alpha, ένα της Attica και 3 μέλη της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών. Στις 29 Ιουνίου διατυπώνεται ρητά η σύμπραξη των τραπεζών σε περίπτωση ακύρωσης της σύμβασης OCW.
Μια τέτοια σύμπραξη είναι δεδομένο πως δεν ευνοεί τον οφειλέτη, ο οποίος σύμφωνα με τον νόμο πρέπει να κριθεί για την ασυνέπειά του –η οποία μπορεί να είναι αντικειμενική– από το δικαστήριο έπειτα από αίτηση ενός πιστωτή.
Διαβάζουμε στα πρακτικά εκείνης της μέρας ότι «σχετικά με την ακύρωση της σύμβασης OCW (εξωδικαστικός συμβιβασμός) αποφασίστηκε πριν κάποια τράπεζα προβεί σε ενέργειες ακύρωσης να επικοινωνεί τις ενέργειές της στις υπόλοιπες συμμετέχουσες τράπεζες ώστε να αποφασίσουν από κοινού τα επόμενα βήματα». Στις 20 Ιουλίου 2017, λίγες μέρες πριν από την ενεργοποίηση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, περίπου τα ίδια άτομα συναντιούνται εκ νέου, οριστικοποιώντας μεταξύ τους τις γενικές αρχές της διατραπεζικής πολιτικής.
Εναρμονισμένες πρακτικές
Οι εναρμονισμένες πρακτικές των τραπεζών, που αποδεικνύονται από πλήθος εσωτερικών εγγράφων που είναι στη διάθεση της «Εφ.Συν.», οδηγούν καταρχήν με συγκεκριμένα βήματα στην εξουδετέρωση των μικρών δανειοληπτών.
Στις 24 Αυγούστου διαφαίνεται ότι οι τράπεζες προετοιμάζουν μητρώο αποδεκτών εμπειρογνωμόνων, τραβώντας τον νόμο στα άκρα. Σύμφωνα με τον νόμο, το 33% των πιστωτών μπορεί να επιβάλει εμπειρογνώμονα ακόμα και σε μικρές επιχειρήσεις.
Οι τραπεζίτες κάνουν λόγο για «προσδιορισμό pools (δεξαμενών) επιλέξιμων εμπειρογνωμόνων ανά κατηγορία οφειλής». Στις 3 Οκτωβρίου 2017 οι τράπεζες αποφασίζουν οριστικά για διορισμό εμπειρογνώμονα ακόμα και σε μικρές επιχειρήσεις. Και όχι μόνον επιδιώκουν αλλά, όπως φαίνεται, θα τον επιβάλουν κιόλας!
Στα πρακτικά εκείνης της μέρας διαβάζουμε πως θα το επιδιώξουν εκτός OCW, έχοντας αποσυρθεί από τη διαδικασία του νόμου, ωθώντας τον οφειλέτη-μικροεπιχειρηματία σε αθωράκιστη διαπραγμάτευση μεταξύ τους.
Οι τράπεζες ουσιαστικά συμπράττοντας παρακάμπτουν τη διαδικασία του εξωδικαστικού, διαμορφώνοντας πλειοψηφία άνω του 1/3 των πιστωτών που πάντα θα ζητά ορισμό εμπειρογνώμονα.
Τι συνεπάγεται αυτό; Περισσότερα έξοδα για τον οφειλέτη, που επιβαρύνεται με το κόστος του εμπειρογνώμονα, αύξηση του βαθμού δυσκολίας ως προς την ένταξη στον εξωδικαστικό, την ίδια ώρα που δημιουργείται μια στρατιά εξειδικευμένων επαγγελματιών που όχι μόνον πλουτίζουν από αυτήν την πρακτική, αλλά μπορούν να μεσολαβούν ώστε επιχειρήσεις στο μέλλον να αλλάζουν εύκολα χέρια. Αυτό, με άλλα λόγια, αποτελεί έναν μοχλό για να ξαναμοιραστεί το παραγωγικό κομμάτι της επιχειρηματικότητας.
Αξίζει να σημειωθεί πως, σύμφωνα με τον νόμο για τον εξωδικαστικό, για τζίρους επιχείρησης έως 2,5 εκατ. ευρώ, δεν απαιτείται η ύπαρξη εμπειρογνώμονα.
Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο καταδικάζεται, για παράδειγμα, μια αίτηση οφειλέτη-εταιρείας που ασχολείται με πλυντήρια. Στα πρακτικά αναφέρεται ότι: «Πλυντήρια τάδε: Δεδομένου ότι δεν έχει αναγνωρισθεί η ύπαρξη ενδείξεων προαιρετικού διορισμού εμπειρογνώμονα από το OCW Central Hub, οι τράπεζες θα ψηφίσουν αρνητικά στην πλατφόρμα OCW αναφορικά με τον προαιρετικό διορισμό εμπειρογνώμονα. Σε περίπτωση που χρειαστεί σε δεύτερο χρόνο ο διορισμός κάποιου εξωτερικού συνεργάτη, θα αποφασιστεί εκτός πλατφόρμας OCW». Τα προβλήματα όμως δεν τελειώνουν εδώ.
Από εγγυητές… συνοφειλέτες
Οι τράπεζες στα πρακτικά αυτά αποφασίζουν ότι θα επιδιώκουν πάντα τη συνυποβολή για το αίτημα ένταξης στον εξωδικαστικό του εγγυητή-συνοφειλέτη, χρησιμοποιώντας την πλειοψηφία που αποκτούν από τη σύμπραξή τους.
Παρότι η συνυποβολή του συνοφειλέτη προβλέπεται από τον νόμο, υπάρχει δυνατότητα ο συνοφειλέτης να μην υποβάλει αίτηση, τουτέστιν να μην εκθέσει σε κίνδυνο τα περιουσιακά του στοιχεία και τα εισοδήματά του – αρκεί να το δεχτεί η πλειοψηφία των πιστωτών. Ο… απαρέμβατος σχηματισμός μιας τέτοιας πλειοψηφίας καταλύεται με προσυνεννόηση.
Σε τραπεζικά πρακτικά με ημερομηνία 14 Νοεμβρίου αναφέρεται ότι: «Αποφασίστηκε ότι σε περίπτωση μη συνυποβολής της αίτησης από τον συνοφειλέτη, […] τότε, αν έστω και μία τράπεζα που συμμετέχει στη διαδικασία δεν επιθυμεί τη συνέχισή της χωρίς τη συμμετοχή του εν λόγω συνοφειλέτη, η διαδικασία δεν συνεχίζεται για το σύνολο των συμμετεχουσών τραπεζών».
Στις 28 Νοεμβρίου αναφέρεται ότι σε «συνέχεια της απόφασης της διατραπεζικής ομάδας με περιεχόμενο να ψηφίζουν οι τράπεζες αρνητικά κατά την ψηφοφορία της απαρτίας, όταν έστω και σε μία τράπεζα δεν έχουν συμβληθεί τυχόν συνοφειλέτες-εγγυητές και το συνολικό ποσοστό των τραπεζών είναι μικρότερο του 50%, αποφασίστηκε περαιτέρω ότι στην περίπτωση αυτή ο πιστωτής […] θα πρέπει να υποβάλει ένσταση».
Μάλιστα, ύστερα από συνεννόηση στην υποβολή αντιπρότασης, οι τράπεζες θα ωθούν και τον συνοφειλέτη (στις περισσότερες περιπτώσεις και εγγυητή) σε καταβολή δόσεων. Αυτό στις έως τώρα πρακτικές είναι αδιανόητο! Ο εγγυητής είθισται να μην καταβάλλει δόσεις. Οι τράπεζες, τουναντίον, τον ωθούν να καταβάλλει και παρά τις καταβολές να ευθύνεται εις ολόκληρον (για το σύνολο της οφειλής).
Οπως έχει γίνει γνωστό, στις περιπτώσεις με δάνεια ενός οφειλέτη (επιχείρησης) σε πέραν της μιας τράπεζας θα υπάρχει συνεργασία μεταξύ τους, με leading bank αυτήν στην οποία υπάρχει το μεγαλύτερο χρέος. Επιπλέον, οι τράπεζες θα προσημειώνουν τα ακίνητα του εγγυητή-συνοφειλέτη (πρακτικά 14 Νοεμβρίου):
Σύμφωνα με τα γενικά θέματα πολιτικής OCW, αιτήσεις οφειλετών της κατηγορίας 50.000-2.000.000 ευρώ υπάγονται πάντα στην αρμοδιότητα της Leading Bank, εφόσον συντρέχει μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχει διενεργηθεί προαιρετικός διορισμός εμπειρογνώμονα,
β) συντρέχουν προϋποθέσεις εγγραφής προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο ελεύθερο βαρών του εγγυητή
«Ακυρώνεται το επιχειρείν»
Ο νόμος για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό είχε στον πυρήνα της λογικής του την προστασία ενός τμήματος της επιχειρηματικότητας που οριακά αντέχει, με στόχο να της δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.
Τραπεζικά στελέχη επιβεβαιώνουν πως οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις δεν μπαίνουν σχεδόν ποτέ στη διαδικασία του OCW, σε αυτές τις περιπτώσεις οι συνεννοήσεις γίνονται απευθείας με τα ανώτερα στελέχη των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ο θεμέλιος λίθος του νόμου ήταν πως δεν πρέπει οι πιστωτές μετά τη ρύθμιση του εξωδικαστικού να βρεθούν σε χειρότερη θέση απ’ ό,τι αν αυτός δεν γινόταν.
Το ζήτημα είναι πως με τις ενέργειες των τραπεζών οι εγγυητές αναγκάζονται να συμμετέχουν στον επιχειρηματικό κίνδυνο του οφειλέτη. Η πλειονότητα των συγκεκριμένων επιχειρηματικών δανείων έχει συναφθεί με εγγυήσεις. Ομως, όπως εξηγούν νομικοί στην «Εφ.Συν.», η ενοχική εξασφάλιση δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί, καθώς ο εγγυητής δεν έχει δώσει εμπράγματη εξασφάλιση.
«Με αυτόν τον τρόπο θα μπει όλη η Ελλάδα μέσα – ακυρώνεται το επιχειρείν στην πράξη», μας εξηγεί νομικός που του δείξαμε τα απόρρητα τραπεζικά έγγραφα. Εκτός από την Αυστρία, δεν υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή χώρα όπου να παρατηρείται τέτοια συγκέντρωση κλάδου, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα με τις (λίγες) τράπεζες.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων γι’ αυτό το θέμα με τους δανειστές, που κράτησαν 1,5 χρόνο, η στάση των ελληνικών τραπεζών έδειχνε εποικοδομητική και συνεργατική. Τότε, ανώτατο στέλεχος τράπεζας υπογράμμιζε εμφατικά πως «εμείς δεν πρόκειται να υπονομεύσουμε τον εξωδικαστικό». Τα πραγματικά γεγονότα μοιάζουν διαφορετικά. Τι έχει να πει άραγε η Επιτροπή Ανταγωνισμού;
Μόνο 23 αιτήσεις για ρύθμιση χρεών έγιναν δεκτές από τον Αύγουστο
Ωμή παραδοχή σύμπραξης
Πρακτικό 24ης Οκτωβρίου 2017: οι τράπεζες διαφαίνεται ότι θα συμπράττουν σε κάθε αντιπρόταση που θα γίνεται στον οφειλέτη (έχοντας συμπράξει, εκ των πραγμάτων εξασφαλίζουν την πλειοψηφία του 60% των πιστωτών). Ωστόσο το πνεύμα του νόμου προτάσσει την πρόταση του οφειλέτη. Αυτή πρωτίστως πρέπει να κριθεί από καθέναν πιστωτή ξεχωριστά. Εφόσον οι τράπεζες συνασπίζονται στην αντιπρόταση, η αρχική πρόταση του οφειλέτη εκ των πραγμάτων απορρίπτεται και η αντιπρόταση –εφόσον είναι προϊόν σύμπραξης– του επιβάλλεται.
Μη επιχειρηματικά χρέη
Ενώ ο νόμος ρητά προβλέπει ότι στις περιπτώσεις των ατομικών επιχειρήσεων θα ρυθμίζονται και τα μη επιχειρηματικά χρέη του επιχειρηματία (π.χ. στεγαστικά δάνεια), στοιχείο που θα μπορούσε να προστατεύσει κατοικίες πολύ μικρών επιχειρηματιών, οι τράπεζες συμπράττοντας το ακυρώνουν.
Στις 11 Οκτωβρίου αναφέρεται στα τραπεζικά πρακτικά ότι «σχετικά με τα κριτήρια λήψης απόφασης για τη συμμετοχή στη διαδικασία διαπραγμάτευσης αποφασίστηκε αν οι τράπεζες, για κάποιον οφειλέτη, έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους μόνο μη επιχειρηματικές οφειλές, να ψηφίζουν αρνητικά στο στάδιο της συμμετοχής στη διαδικασία διαπραγμάτευσης, εφόσον διαθέτουν ικανό ποσοστό απαιτήσεων το οποίο να σταματά τη διαδικασία σε αυτό το στάδιο».
Αγνοούν και το Δημόσιο
Στις 3 Οκτωβρίου 2017 οι τράπεζες συμπράττουν ανοιχτά στην απόρριψη ακόμη και των υποθέσεων στις οποίες υπάρχει εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Αναφέρεται στα πρακτικά ότι «σε περίπτωση οφειλών με εγγύηση που έχει χορηγηθεί από φορέα Ελληνικού Δημοσίου ή λοιπό θεσμικό φορέα και οι τράπεζες συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των πιστωτών, δεν θα συμμετέχουν στην απαρτία.
»Διαφορετικά θα ζητείται η σχετική βεβαίωση από την 25η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ή τον αρμόδιο φορέα αντίστοιχα ότι μετά την ένταξη στον Ν4469 θα συνεχίσει να ισχύει η εγγύηση».
Διατραπεζικός μηχανισμός
Ρητή είναι και η αναφορά στη λειτουργία του διατραπεζικού συμπρακτικού μηχανισμού (Hub) όσον αφορά την καθολική επίβλεψη όλων ανεξαιρέτως των υποθέσεων του εξωδικαστικού. Στις 28 Νοεμβρίου 2017 αποφασίζεται και αναφέρεται ρητά ότι οι τράπεζες και δη το Hub θα παρακολουθεί το περιεχόμενο των αιτήσεων ακόμα και αν αυτές δεν έχουν υποβληθεί οριστικά.
Το γεγονός αυτό δίνει σήμα στις τράπεζες να προετοιμαστούν και να μεταχειριστούν ειδικά όποιον οφειλέτη εκδηλώνει απλώς ενδιαφέρον για αίτηση στον εξωδικαστικό και η πλατφόρμα λειτουργεί ως δότης της πρόθεσης του οφειλέτη σε παίκτες που έχουν πολλαπλό ενδιαφέρον να γνωρίζουν αυτήν την πρόταση. Αξίζει η υπενθύμιση πως ο εξωδικαστικός παρέχει μεταξύ άλλων προστασία από πλειστηριασμούς και κατασχέσεις. Σε εσωτερικό έγγραφο με ημερομηνία 28 Νοεμβρίου 2017 διαβάζουμε πως «εκκρεμεί από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ να δώσει στις τράπεζες τον ρόλο του monitoring».