08.05.2018, 18:16 | εφσυν
Αυτό που χαρακτηρίζει τη διεθνή κατάσταση δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, είναι η όξυνση όλων των βασικών αντιθέσεων του σημερινού κόσμου, οι διαιρέσεις και ανακατατάξεις στη δύναμη των διεθνών κέντρων και στην αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων ανάμεσά τους, που προκαλούν απότομη κλιμάκωση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής, και σκοτεινιάζουν το διεθνή ορίζοντα, επαναφέροντας την απειλή για παγκόσμιο πόλεμο και πυρηνικό αλληλοεκβιασμό.
Μετά την κατάρρευση και διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990-91, σε συνθήκες που ο παγκόσμιος συσχετισμός δυνάμεων άλλαξε αποφασιστικά προς όφελος των ΗΠΑ, η στρατηγική που διακήρυξαν και εφάρμοσαν οι ηγέτες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού συμπυκνώθηκε στο δόγμα: «δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα αντίπαλο κράτος να αμφισβητήσει την παγκόσμια θέση που κατακτήσαμε».
Το δόγμα αυτό στο επίπεδο της διεθνούς οικονομικής πολιτικής τους, σε συνθήκες μιας ενιαίας παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, εκφράστηκε με την περιβόητη παγκοσμιοποίηση, που αποσκοπούσε, μέσα από την κατάργηση των όποιων προστατευτικών μέτρων και φραγμών είχαν στη διάθεσή τους διάφορα κράτη για να στηρίξουν την οικονομία τους, το μονοπωλιακό κεφάλαιο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, πιο ανεξέλεγκτο και ασύδοτο, να διασχίζει εθνικά σύνορα, να μπαίνει και να βγαίνει γρήγορα σε οικονομίες, να τις εκμεταλλεύεται και να τις καταληστεύει.
Ωστόσο, οι πολυδάπανοι και μακρόχρονοι κατακτητικοί πόλεμοι που εξαπέλυσαν σε Αφγανιστάν και Ιράκ στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και τα μεγάλα αδιέξοδα στα οποία βρίσκονται σήμερα, ύστερα από 15 χρόνια πολέμων και επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή, η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση που ξέσπασε στο εσωτερικό του το 2008, η ταχεία ισχυροποίηση των ανταγωνιστών του στο διάστημα αυτό, υπέσκαψαν και εξασθένησαν την παγκόσμια ηγεμονική του θέση και έκαναν να ξεθωριάσει γρήγορα το αλαζονικό του όνειρο για έναν «αμερικανικό 21ο αιώνα».
Μπορούμε να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια επιταχύνθηκαν οι οικονομικές ανακατατάξεις στη δύναμη των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών σε βάρος της θέσης των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία.
Παρά τις αλλαγές αυτές και τις ανακατατάξεις που έχουν σημειωθεί, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να παραμένουν ακόμη η πιο ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη, σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό, πλην όμως οι δυνατότητές τους εξασθενούν, η παγκόσμια αμερικανική κυριαρχία συναντά μεγάλα εμπόδια, αρχίζει να φθίνει, ενώ η στρατηγική τους δοκιμάζεται και βρίσκεται σε κρίση.
Αν οι τάσεις αυτές και οι πολύμορφες διεργασίες που συντελούνται, εδραιωθούν και κυριαρχήσουν στη διεθνή σκηνή, τότε οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να εξοστρακιστούν από την πρώτη θέση και μεγάλες ανατροπές θα σημειωθούν στα πλαίσια του αδιάκοπου ανταγωνισμού των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και στη βάση των νέων παγκόσμιων συσχετισμών δυνάμεων που διαμορφώνονται.
Η προοπτική απώλειας της ηγεμονικής του θέσης στην παγκόσμια σκηνή, κάνει τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό πιο επικίνδυνο και τυχοδιωκτικό, πηγή πολέμου και επίθεσης. Η νέα κατάσταση που άρχισε να διαμορφώνεται αποτυπώθηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τον Δεκέμβρη του 2017 στη «Νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας», που διακήρυξε ο Τραμπ. Ο Τραμπ, παρουσιάζοντας τη νέα στρατηγική των ΗΠΑ, ξεκαθάρισε: “Αποδεχόμαστε ότι ένας σθεναρός στρατιωτικός, οικονομικός και πολιτικός ανταγωνισμός, βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη στον κόσμο».
Αυτό τον ανταγωνισμό προσδιορίζει ως εξής η νέα στρατηγική των ΗΠΑ: «Η Κίνα και η Ρωσία θέλουν να διαμορφώσουν έναν κόσμο που είναι αντίθετος στις αξίες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η Κίνα θέλει να εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ινδο-Ειρηνική περιοχή, να επεκτείνει το οικονομικό της μοντέλο που έχει κινητήρια δύναμη το κράτος και να αναδιοργανώσει την περιοχή προς όφελός της. Η Ρωσία επιδιώκει να ανακτήσει καθεστώς μεγάλης δύναμης και να κατοχυρώσει σφαίρες επιρροής κοντά στα σύνορά της».
Ένα μήνα μετά την εξαγγελία της νέας «Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας» από τον Τραμπ, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Μάτις, την εξειδίκευσε στο στρατιωτικό επίπεδο με τη νέα «Στρατηγική Εθνικής Άμυνας» τον Γενάρη του 2018, ξεκαθαρίζοντας πως οι αμερικάνικες ένοπλες δυνάμεις θέτουν στην καρδιά του νέου στρατιωτικού δόγματος την αντιμετώπιση της Κίνας και της Ρωσίας.
Αναλύοντας το στρατιωτικό δόγμα, ο υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Κόλμπι, προχώρησε σε απροκάλυπτες πολεμικές απειλές: «Κίνα και Ρωσία εργάζονται επί σειρά ετών για να αναπτύξουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες για να αμφισβητήσουν τα στρατιωτικά μας πλεονεκτήματα… θα εστιάσουμε στην προετοιμασία για πόλεμο και συγκεκριμένα για πόλεμο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων».
Στρατηγικός σκοπός του αμερικανικού ιμπεριαλισμού είναι να ανατρέψει τη διαμορφούμενη τάση απώλειας της παγκόσμιας ηγεμονικής του θέσης, επιδιώκοντας να φρενάρει την ορμητική άνοδο της Κίνας και τη σταθερή επάνοδο της Ρωσίας.
Στη θέση μιας εσωτερικά σαπισμένης, ιδεολογικά χρεοκοπημένης, οικονομικά κατεστραμμένης και ετοιμόρροπης Σοβιετικής Ένωσης της περιόδου Γκορμπατσόφ, βρίσκεται σήμερα μία Ρωσία σε φάση εσωτερικής καπιταλιστικής ισχυροποίησης, που επανακάμπτει και επανέρχεται με νέους όρους και δυνατότητες στο τραπέζι των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Στη θέση μιας Κίνας με μικρή διεθνή πολιτική επιρροή και οικονομική δύναμη τη δεκαετία του 1980, βρίσκεται σήμερα μία ανερχόμενη παγκόσμια καπιταλιστική δύναμη, που η ιμπεριαλιστική της πολιτική αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στις διεθνείς υποθέσεις.
Η Ε.Ε. κάτω από την ηγεμονία της Γερμανίας αντιμετωπίζει την πιο βαθιά κρίση της ιστορίας της, εξασθενεί η ιμπεριαλιστική της συνοχή και απειλείται με διάσπαση
Με τις αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής της Ε.Ε., σε συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που ξέσπασε ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου, επιταχύνθηκε ο ρυθμός κατεδάφισης όλων των μεταπολεμικών εργατικών κατακτήσεων, επιβλήθηκε μια αιματηρή εξοντωτική λιτότητα στην εργατική τάξη και τους λαούς της Ευρώπης, προκειμένου το ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του και να εξασφαλίσει καλύτερους όρους ανταγωνισμού απέναντι στα άλλα διεθνή οικονομικά κέντρα.
Η άνοδος του Τραμπ στις ΗΠΑ συνοδεύτηκε, ιδιαίτερα το πρώτο εξάμηνο, με την εξαπόλυση μιας σφοδρής επίθεσης ενάντια στην Ε.Ε. και τη Γερμανία, καλώντας σε διάλυση της Ε.Ε., αφού «μετατράπηκε σε όχημα του Βερολίνου» και εξυμνούσε τη στάση της Μεγάλης Βρετανίας για την απόφαση αποχώρησής της. Το ρήγμα που προκλήθηκε στο δυτικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο αποτυπώθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, το Μάη του 2017, και στο ναυάγιο της Συνόδου των G7 που επακολούθησε.
Εκφράζοντας τη θέση της Γερμανίας μπροστά στη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε, η Μέρκελ δήλωνε αμέσως μετά: “Η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να βασίζεται πλήρως στους συμμάχους της. Το έζησα αυτό τις τελευταίες μέρες. Και για αυτό μπορώ μόνο να πω ότι εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει πραγματικά να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι πρέπει να αγωνιστούμε μόνοι μας για το μέλλον μας, για τη μοίρα μας ως Ευρωπαίοι”.
Στα πλαίσια αυτά ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, Γκάμπριελ, διαθέτοντας τη στήριξη όλων των αστικών κομμάτων, εξήγγειλε το νέο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας στις αρχές Δεκέμβρη του 2017, που συνίσταται στην απεξάρτηση από τις ΗΠΑ και στον στρατηγικό επαναπροσδιορισμό της γερμανικής πολιτικής. Προσδιορίζοντας στη βαρυσήμαντη ομιλία του ο Γκάμπριελ, μέσα από μία “ψύχραιμη ανάλυση σε ποια σημεία θα συγκρουστούμε με τις ΗΠΑ, είτε περιστασιακά είτε μόνιμα”, ανέφερε τα παρακάτω:
♦ Την απόφαση των ΗΠΑ για τις κυρώσεις στη Ρωσία που “επηρεάζουν υπάρχοντες γερμανικούς αγωγούς φυσικού αερίου στη Ρωσία” και “θέτουν μία υπαρξιακή απειλή για τα δικά μας οικονομικά συμφέροντα”.
♦ Την καταγγελία από τις ΗΠΑ της συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, που υπέγραψαν ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γερμανία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία με το Ιράν, η οποία δημιουργεί μία επικίνδυνη κατάσταση στη Μέση Ανατολή και πλήττει μεγάλα οικονομικά συμφέροντα των γερμανικών μονοπωλίων.
♦ Την απόφαση του Τραμπ να επαναδιαπραγματευθεί την ισχύουσα συμφωνία ελεύθερου εμπορίου στη Βόρεια Αμερική (NAFTA) ανάμεσα στις ΗΠΑ, το Μεξικό και τον Καναδά, με σκοπό να βάλει υπέρογκους δασμούς (40%) στα γερμανικά αυτοκίνητα που κατασκευάζονται σε γερμανικά εργοστάσια στο Μεξικό και εισάγονται κατά χιλιάδες στις ΗΠΑ, απειλώντας έτσι να καταφέρει βαρύ πλήγμα στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.
Κίνα, μια πανίσχυρη ανερχόμενη καπιταλιστική δύναμη που προκαλεί μεγάλες ανακατατάξεις στο παγκόσμιο καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό σύστημα
Η Κίνα προχωρεί με ραγδαίους ρυθμούς στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τώρα και τέσσερις δεκαετίες, με μία ταχύτητα, διάρκεια και κλίμακα ανόδου τέτοιας έκτασης, που δεν έχει γνωρίσει ποτέ η ιστορία των καπιταλιστικών κρατών.
Έχοντας εξασφαλίσει στο διάστημα αυτό ρυθμούς ανάπτυξης πολύ πάνω από 10% ετησίως μέχρι και το 2012, το ΑΕΠ της εκτοξεύτηκε σε μία 25ετία από 350 δις δολάρια το 1990 σε 12 τρις δολάρια το 2015, μία αύξηση δηλαδή 35 φορές πάνω, όταν την αντίστοιχη περίοδο το ΑΕΠ των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών (ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Γερμανίας, Βρετανίας, Γαλλίας) αυξήθηκε κατά μιάμιση έως δυόμιση φορές το πολύ.
Στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας και ενόσω ο δυτικός καπιταλιστικός κόσμος και η Ιαπωνία βυθίζονταν στην οικονομική κρίση, η Κίνα υπερσκέλισε σε οικονομική δύναμη τη Βρετανία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία και αναδείχθηκε δεύτερη οικονομική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο, κάτω από την κυριαρχία ενός αντιδραστικού πολιτικού καθεστώτος άγριας οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής καταπίεσης του κινέζικου λαού.
Ήδη, μάλιστα, αν υπολογιστεί το ΑΕΠ όχι ονομαστικά σε ένα νόμισμα, αλλά σε Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης (ΡΡΡ), που αρκετοί διεθνείς οικονομικοί παράγοντες θεωρούν πιο αξιόπιστο τρόπο υπολογισμού, αφού κάνει συγκρίσιμο το κόστος των προϊόντων και υπηρεσιών σε διαφορετικές χώρες και απεικονίζει συγκριτικά την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, τότε με βάση την παγκόσμια κατάταξη του ΔΝΤ για το 2016, το ΑΕΠ της Κίνας ήταν πρώτο με 21 τρις δολάρια, της ΕΕ δεύτερο με 20 τρις δολάρια και των ΗΠΑ τρίτο με18,5 τρις δολάρια.
Έχοντας εξασφαλίσει μια τεράστια συσσώρευση αποθεματικών κεφαλαίων με τις συνθήκες καπιταλιστικού κάτεργου που έχει επιβάλει στην εργατική τάξη και το λαό της, ο κινεζικός καπιταλισμός διεισδύει οικονομικά και επεκτείνει τη δράση του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, ασκώντας ιμπεριαλιστική πολιτική, και αποτελεί τη μόνη κρατική δύναμη που μπορεί να ανταγωνιστεί σε παγκόσμια κλίμακα τις ΗΠΑ στο οικονομικό επίπεδο, ενισχύοντας διαρκώς την οικονομική και πολιτική του επιρροή.
Στο πρόσφατο 19ο Συνέδριο του ΚΚ Κίνας εκφράστηκαν οι αχαλίνωτες φιλοδοξίες της ηγεσίας της για την ανάδειξή της στις επόμενες δυο-τρεις δεκαετίες σε παγκόσμια κυρίαρχη δύναμη με “ένα στρατό παγκόσμιας κλάσης”.
Με νέους όρους και δυνατότητες επανέρχεται η Ρωσία στην κεντρική αρένα του διεθνούς ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού
Ύστερα από μία μακρά περίοδο εσωτερικής διάλυσης και εθνικιστικής αποσύνθεσης, απόσχισης εδαφών και εμφύλιων πολέμων, η αστική τάξη της Ρωσίας βρίσκεται σε μία φάση εσωτερικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, ισχυροποίησης και επανάκαμψης, κάτω από την αντιδραστική πολιτική κυριαρχία του Πούτιν. Με μια πολιτική ενεργητικής ανάσχεσης και διεκδίκησης της επιρροής και των ζωτικών συμφερόντων του ρωσικού ιμπεριαλισμού πάνω στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, κατάφερε να αναχαιτίσει την επεκτατική πορεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, προχωρώντας τα τελευταία χρόνια σε δυναμικές κινήσεις που δημιούργησαν νέα δεδομένα στη διεθνή σκηνή.
Η πρώτη ήταν η προσάρτηση της Κριμαίας, και η ενσωμάτωσή της στη Ρωσία. Ήταν η απάντηση του ρωσικού ιμπεριαλισμού στις επιθετικές κινήσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά κατά μήκος όλων των δυτικών συνόρων της Ρωσίας.
Η δεύτερη κίνηση της Ρωσίας ήταν η στρατιωτική επέμβαση στον πόλεμο της Συρίας, τον Οκτώβρη του 2015, που είχε ακόμα πιο βαρύνουσα διεθνή σημασία, αφού σηματοδότησε την επάνοδο του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην κεντρική αρένα του διεθνούς ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, σε μία περιοχή μακριά από τα σύνορά της, όπως είναι η Μέση Ανατολή, που φλέγεται τώρα και μία δεκαπενταετία και εθεωρείτο “προνομιακό” πεδίο επέμβασης, ελέγχου και κυριαρχίας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Έχοντας εξασφαλίσει ο ρωσικός ιμπεριαλισμός με το αντιδραστικό καθεστώς Πούτιν πολιτική σταθερότητα και σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης -αν και η οικονομία του βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο, με το ΑΕΠ του να αντιπροσωπεύει το 1/10 του ΑΕΠ των ΗΠΑ- και διαθέτοντας τεράστια γεωστρατηγικά εδάφη και ανεξάντλητα ενεργειακά αποθέματα, με ένα πανίσχυρο στρατιωτικό-πυρηνικό οπλοστάσιο που τον καθιστά παγκόσμια στρατιωτική δύναμη, επανακτά το ζωτικό του χώρο και ενισχύει την επιρροή του στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, επανέρχεται με νέους όρους στο τραπέζι των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και αποκαθιστά τα συμφέροντά του σε διάφορες περιοχές, προκαλώντας ανακατατάξεις στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και όξυνση του ανταγωνισμού για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής.
Εξασθενούν οι θέσεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη φλεγόμενη Μέση Ανατολή και ενισχύονται οι θέσεις του ρώσικου ιμπεριαλισμού
Πριν δεκαπέντε χρόνια, το 2003, οι ΗΠΑ επεξεργάστηκαν και έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο της «Μεγάλης Μέσης Ανατολής». Το σχέδιο αυτό περιελάμβανε δεκάδες χώρες, συνολικά 32, από την Αλγερία και Τυνησία στη Β. Αφρική, μέχρι το Ιράν, το Αφγανιστάν, το Ουζμπεκιστάν στη Ν.Δ Ασία και αποσκοπούσε να θέσει κάτω από τον έλεγχο και την κυριαρχία των ΗΠΑ όλη αυτή την τεράστια περιοχή.
Απαιτούσε την ευθυγράμμιση όλων αυτών των χωρών στις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, διαφορετικά απειλούσε με την εξαπόλυση πολέμων και κάθε είδους επεμβάσεων ενάντια στις χώρες και τους λαούς που αρνούνταν να υποταχθούν σε αυτά τα σχέδια. Από τότε, η Μέση Ανατολή, που ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί εστία έντασης και πεδίο αντιπαράθεσης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, έχει γίνει βασικό θέατρο πολέμων και επεμβάσεων, καταστρέφοντας χώρες και λαούς, οδηγώντας εκατομμύρια ανθρώπους στο θάνατο, τον ξεριζωμό και την προσφυγιά.
Η πρώτη φάση του ιμπεριαλιστικού σχεδίου ξεκίνησε με τη στρατιωτική εισβολή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο Ιράκ, το 2003, που εξελίχθηκε σε μακρόχρονο, αιματηρό κατακτητικό πόλεμο, συναντώντας τη γενναία αντίσταση του ιρακινού λαού και προκαλώντας μεγάλα πλήγματα, πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε ξεκινήσει ο κατακτητικός πόλεμος στο Αφγανιστάν με τα ίδια χαρακτηριστικά και συνέπειες για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Η δεύτερη φάση του σχεδίου της «Μεγάλης Μέσης Ανατολής» μπήκε σε εφαρμογή το 2010, με την αξιοποίηση της κατάστασης που δημιούργησε η «Αραβική Άνοιξη». Στη φάση αυτή κλιμακώθηκε η ιμπεριαλιστική επέμβαση και ανάμειξη σε μια σειρά χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, με την επιβολή στρατιωτικοφασιστικού πραξικοπήματος στην Αίγυπτο, ύστερα από το διάλειμμα Μόρσι, την εξαπόλυση αεροπορικών βομβαρδισμών, την ισοπέδωση και κατάληψη της Λιβύης και στη συνέχεια την επέμβαση στη Συρία, που εξελίχθηκε σε έναν ανελέητο πόλεμο για την ανατροπή του Άσαντ και την κατάκτησή της, ο οποίος συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Δεκαπέντε χρόνια μετά ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός μπορεί να αιματοκύλισε την περιοχή, όμως ο βασικός σκοπός του να τη θέσει κάτω από την κυριαρχία του όχι μόνο δεν επετεύχθη, αλλά αντίθετα, όπως έδειξε η έκβαση του πολέμου στη Συρία και οι εξελίξεις στην Τουρκία, τα ερείσματα και η επιρροή του στην περιοχή μειώνονται, οι δυνάμεις και οι θέσεις του εξασθενούν, ενώ αντίθετα βγαίνει ιδιαίτερα ενισχυμένος ο ρώσικος ιμπεριαλισμός, που συγκροτώντας ένα μέτωπο με το Ιράν, τη Συρία και εν μέρει την Τουρκία, διαδραματίζει βασικό ρόλο για την πορεία των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή.
* Μέλος της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ