10.05.2018, 22:53 | εφσυν
Εφυγαν μια χαραυγή, πριν από πενήντα χρόνια. Με ψεύτικα χαρτιά, στην πιο βαθιά ανωνυμία, μέσα σ’ ένα πλοίο που θα διέσχιζε τον Ατλαντικό και θα τους πήγαινε μακριά. Πατέρας και κόρη έφευγαν για να μην πνιγούν στα απόνερα του Εμφυλίου. Εκείνος ήξερε πως ο θάνατος είχε επιβιβαστεί μαζί τους, πως κέρδιζε μέρα με τη μέρα το κουρασμένο κορμί.
Στη διάρκεια του μακρινού τους ταξιδιού, καθισμένος στο κατάστρωμα και τυλιγμένος με μια κουβέρτα, κοίταζε την απέραντη θάλασσα και τον ατελείωτο ουρανό, ευχόμενος να προλάβει να δει τη νήσο Ελις. Σκεφτόταν συχνά πως αν πέθαινε στη διάρκεια του ταξιδιού, το σώμα του ή θα σάπιζε ή θα γινόταν τροφή στα κοπάδια των καρχαριών που συχνά έβλεπε να τους ακολουθούν. «Δεν θα σας κάνω το χατίρι, εδώ δεν φοβήθηκα τα τσακάλια στο βουνό, θα φοβηθώ εσάς, ουστ από δω διαβολόψαρα!»
Η κόρη τον παρακολουθούσε να παραμιλάει και σκεφτόταν πως ο πατέρας της, ακόμα κι αν δεν χάσει τη ζωή του σ’ αυτό το ταξίδι, είναι σίγουρο πως θα χάσει τα λογικά του. Οσο λογικό τού έμεινε δηλαδή, από τότε που το έσκασε από τη φυλακή λίγες μέρες πριν εκτελεστεί ως ένας από τους πιο ενεργούς αντάρτες του βουνού. Πάντως, αυτό το καινούργιο όνομα που της έδωσαν δεν μπορούσε να το συνηθίσει. Πώς να ακούσει στο Μαρία, αφού μέχρι τώρα, που ήταν δεκαεφτά χρονών, τη φώναζαν Στέλλα;
Στο νησί έφτασαν μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Αγριοι προβολείς τούς επιτέθηκαν. Ο πατέρας της, ή έστω η σκιά του εαυτού του, ήταν ακόμη ζωντανός. Ολα καλά, και τα χαρτιά εντάξει. Τον πήγαν αμέσως στους γιατρούς και η κόρη από πίσω ακολουθούσε μη καταλαβαίνοντας, μόνο ελπίζοντας. Για δυο μήνες έβλεπαν τη μεγάλη πολιτεία του Μανχάταν μόνο από τα τζάμια του νοσοκομείου. Κι εκείνη αποφάσισε πως αν της δινόταν η ευκαιρία θα γινόταν νοσοκόμα. Πόσο τις ζήλευε αυτές τις περιποιημένες γυναίκες με τις καθαρές στολές και τα περιποιημένα μαλλιά! Ο πατέρας της έδιωξε τον θάνατο από το κορμί και από το δωμάτιο. Τα κατάφερε το θηρίο!
Σιγά σιγά πήρε τ’ απάνω του και με τη βοήθεια άλλων Ελλήνων βρήκε αργότερα και δουλειά. Κι εκείνη, Μαίρη πια, ένα χρόνο μετά την αποβίβασή τους, έκανε πρακτική δίπλα σε έμπειρες νοσοκόμες. Ξέχασε την πατρίδα, ξέχασε. Με τα χρόνια αγάπησε το Μαίρη, αγάπησε την Αμερική, αγάπησε τον Τόμι και τα κόκκινα ιρλανδέζικα μαλλιά του.
Μόνο προχθές συνέβη κάτι που δεν περίμενε. Εκεί που η κόρη της έψαχνε στο facebook να βρει, λέει, τους προγόνους της στην Ελλάδα, ένα αλλιώτικο πουλί που δεν το είχε ξαναδεί, στάθηκε στο πρεβάζι του παραθύρου και τη φώναξε με τ’ όνομά της «Στέλλα, όπου κι αν πας, όσα χρόνια κι αν περάσουν, Στέλλα». Ανοιξε το παράθυρο μα δεν το πρόλαβε, έφυγε. «Στέλλα μου» είπε μόνο, κι η κόρη της γύρισε ακούγοντας το όνομά της.