Timon Studler
Πήρα μεγάλη δόση τελευταία. Κάτι μια δήλωση ο ένας, κάτι μια παρατήρηση ο άλλος, κάτι όλοι τους μαζί, πόσο πια να κρατηθείς από τις εξαιρέσεις; Και τι να τους πεις; Πώς να εξηγήσεις και πώς να εξηγηθείς; Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που εύχομαι να μ’ έλεγαν Μαρία και να ‘μουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά. Ή Λαΐδα και να ‘μουν εταίρα στης Κορίνθου τα στενά.
Τη Μαρία την ήξερα (όχι αυτή καθαυτή του τραγουδιού – πάντως και Μαρία ήταν και έραβε και στην Κοκκινιά έμενε). Τη Λαΐδα τη γνώρισα μέσα από κείμενα, μύθους, πίνακες.
Η Μαρία ήταν πολύ κουρασμένη. Πάντα, πολύ κουρασμένη. Φαινόταν στα χέρια και τα λόγια της. Μιλούσε αργά, στο ίδιο τέμπο, λες και ο τόνος της φωνής της είχε προσαρμοστεί στον ρυθμό της ραπτομηχανής της. Ωστόσο, τίποτε άλλο δεν πρόδιδε πάνω της τα όσα πόσα είχε περάσει. Παιδί της επαρχίας, γονείς αριστεροί κυνηγημένοι, δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, έμαθε την τέχνη από γιαγιάδες και θειάδες προκομμένες και στη δικτατορία έραβε τα ραβασάκια μες στα πουκάμισα και τις καμισόλες.
Η Μαρία πάντα μού έλεγε: «Ολα από εκείνον τον μαραγκιασμένο σπόρο ξεκίνησαν». Το ‘λεγε και το ξανάλεγε και ποτέ δεν τη ρώτησα τι εννοεί. Ωσπου ένα μεσημεράκι, μου το φανέρωσε από μοναχή της: «Οταν τελικά, με τα πολλά, κατάφερε ο άνθρωπος να φτιάσει σοδειά, τότε ήταν που ξεκίνησαν όλα. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια πέρασαν ώστε να μάθει ο Μεσοποτάμιος τι έπρεπε να σπείρει και πού και πόσο νερό να δώσει για να πάρει τόσο καρπό. Πάντως, κάποια στιγμή τα κατάφερε. Και τότε άλλαξαν όλα. Αυτό τα βιβλία το λένε “αγροτική επανάσταση”. Εγώ το λέω “η αρχή των οργίων”. Ο άνθρωπος άρχισε να παράγει, φύτρωναν οι σπόροι, μάζευε αυτός. Μάζευε, μάζευε, άρχισε να καλοτρώει, άρχισε να μοσχοπουλάει και φτάσαμε στα χάλια τα τωρινά, να μας πουλάν και να μας αγοράζουν χωρίς καν να μας ξέρουμε, χωρίς καν να το ξέρουμε… Το ‘ξερες πως τότε, όλη η γης είχε όσο μια Ελλάδα κόσμο; Και τώρα είμαστε τόσοι όσοι ήμασταν όλους τους αιώνες που πατήσαμε στη γης! Ούτε οι σοδειές φτάνουν, ούτε οι άνθρωποι τις νοιάζονται. Και όλα αυτά για να βγαίνει ο γιος του Μητσοτάκη και να λέει πως να δουλεύεις οκτάωρο είναι παλιακό και ξεπερασμένο! Μαζί του και όλοι όσοι δεν έχουν δει ποτέ τους σπόρο, αλλά να θερίζουν ξέρουν… Που να ξεραθούν και φύτρο να μη βγάλουν!».
«Θα τα γράψω όλα αυτά Μαρία» της λέω. «Γράφ’ τα. Μα μη πεις πως σ’ τα ‘πε ράφτρα. Δεν θα σε ακούσει κανείς. Θα σε περάσουν για γραφικιά».
Πώς να της εξηγήσω πως κάλλιο χίλιες φορές τα «γραφικιά» γραφικά παρά τα σπουδαία και διανοουμενίστικα. Που από εξηγήσεις, ερμηνείες και πομπώδεις εκφράσεις έχουμε γκώσει και πάθαμε τυμπανισμό. Ελα, όμως, που τους έχει περί πολλού η Μαρία τους διανοούμενους, ένεκα που η ίδια δεν μπόρεσε να σπουδάσει (δεν είχε χαρτί «καθαρών» κοινωνικών φρονημάτων, βλέπεις) και θεωρεί πως η μόρφωση, οι σπουδές και τα ακαδημαϊκόχαρτα είναι «σπουδαία δουλειά»!
Μορφωμένη ήταν και η Λαΐδα. Εταίρα ξακουστή, σου λέει, της Κορίνθου. Δεν υπήρχε φιλόσοφος που να μην την ήθελε, ούτε βασιλιάς που να μην προσπάθησε να την προσεγγίσει. Ηταν όμως ακριβή η Λαΐδα. Πανάκριβη σε χρήμα και εκλεκτική σε γούστα. Πολύ χάρηκα όταν η Ταινιοθήκη της Ελλάδος πήρε το όνομά της. Γιατί, πράγματι, συνδύαζε την υψηλής αισθητικής εικόνα με μια μοναδική μόρφωση. Και, κυρίως, δεν ήταν για όλους!
Ειδικά γι’ αυτούς που είχαν ψηλά τον αμανέ. Ρήτορες, στοχαστές και καθηγητάδες που από τότε μέχρι σήμερα «σώζουν» διαρκώς τον κόσμο. Ειδικά αυτοί της Αριστεράς. Οι περισσότεροι, τίγκα στη δυσκοιλιότητα και την πομφολογία. Και αν δεν ήταν (που δεν το πιστεύω), έτσι κατέληξαν… Βρε, τι καλά που το έλεγαν τα παλιόπαιδα του Μάη, το ’68: Θε’ μου! Υποψιάζομαι πως είστε αριστερός διανοούμενος!