Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία έρευνας για τα χρήματα που ζητούν οι αμερικανοί καταναλωτές για να εγκαταλείψουν μέσα κοινωνικής δικτύωσης, email και ψηφιακούς χάρτες. Τι σημαίνουν για το «καταναλωτικό πλεόνασμα» και τα εταιρικά κέρδη…

Πόσο θα έπρεπε να σας πληρώσω για να εγκαταλείψετε το Facebook; Το email; Ή την πρόσβαση σε μηχανές αναζήτησης; Ανακάλυψα ότι έκανα τέτοιες ερωτήσεις στον εαυτό μου κατά τη διάρκεια του πρόσφατου ταξιδιού μου στην Κίνα, όπου αρκετές παρόμοιες υπηρεσίες είναι μπλοκαρισμένες. Ωστόσο, οι απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις έχουν πολλά να μας διδάξουν για το πώς πηγαίνει η οικονομία αλλά και για το πώς θα μπορούσαμε να ρυθμίσουμε αυτές τις νέες ψηφιακές υπηρεσίες.

Μία νέα έρευνα από τρεις οικονομολόγους -Erik Brynjolfsson, Felix Eggers και Avinash Gannamaneni- προσπαθεί να μετρήσει ακριβώς την αξία που έχουν για εμάς, υπηρεσίες όπως το Facebook. Κατά τη διάρκεια διαφόρων πειραμάτων (σε ενήλικες Αμερικανούς) έδιναν τη δυνατότητα πληρωμής σε μετρητά, αν άφηναν τα κοινωνικά δίκτυα για έναν μήνα, παρατηρώντας ποιες προσφορές αρνούνταν και ποιες δέχονταν.

Το 20% των χρηστών της ιστοσελίδας ήταν απρόθυμο να παραιτηθεί για ένα δολάριο· για 48 δολάρια ανά μήνα (το 2016) ή 38 δολάρια (το 2017) οι μισοί Αμερικανοί χρήστες του Facebook θα το άφηναν ευχαρίστως. Δεν υπάρχουν ακόμη αρκετά στοιχεία διαθέσιμα για να ξέρουμε πόσο το σκάνδαλο Cambridge Analytica έχει αλλάξει τις επιλογές τους.

Ο κ. Brynjolfsson και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν μία πιο ανεπίσημη έρευνα για να εκτιμήσουν την αξία άλλων υπηρεσιών. Ένα πρώτο συμπέρασμά τους ήταν ότι ο μέσος άνθρωπος θα έπρεπε να πληρώνεται περίπου 17.500 δολάρια τον χρόνο για να μείνει χωρίς μηχανές αναζήτησης, 8.500 δολάρια για να εγκαταλείψει το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και 3.500 δολάρια για να σταματήσει να χρησιμοποιεί τους ψηφιακούς χάρτες.

Το βίντεο streaming μέσα από ιστοσελίδες όπως το Netflix και το YouTube έχουν αξία άνω των 1.150 δολαρίων ετησίως· το ηλεκτρονικό εμπόριο 850 δολάρια και τα κοινωνικά δίκτυα λίγο περισσότερο από 300 δολάρια. Αυτοί οι αριθμοί διαφέρουν λίγο αναλόγως τη μέθοδο της έρευνας, αλλά η συνολική κατάταξη δεν αλλάζει πολύ.

Και η δική μου εμπειρία στην Κίνα αντανακλά αυτή τη σειρά: Ήταν ενοχλητικό να έχω χάσει τους Χάρτες της Google και ήταν απαραίτητο να αντικαταστήσω το Gmail και την αναζήτηση του Google με εναλλακτικά προγράμματα (ευτυχώς τέτοιες εναλλακτικές είναι άμεσα διαθέσιμες). Δεν υπήρχε εναλλακτική για το Twitter και το Facebook –  εκτός αν ήθελα να ξαναφτιάξω την κοινωνική δικτύωσή μου από την αρχή – αλλά δεν «τα έβαψα μαύρα» για τις απώλειες τους. Το να εγκαταλείψω για δυο εβδομάδες το Twitter έμοιαζε σαν να σταματούσα το αλκοόλ τον Ιανουάριο. Δεν μου έλειψε το Facebook ούτε δευτερόλεπτο.

Το πρώτο μάθημα από αυτή την έρευνα είναι ότι κάποια από αυτά τα νέα ψηφιακά προϊόντα έχουν τεράστιο και αμέτρητο όφελος στους καταναλωτές – «καταναλωτικό πλεόνασμα», στην αργκό. Αυτό δεν είναι κάτι εντελώς καινούριο: Ο οικονομολόγος William Nordhaus έχει εκτιμήσει ότι κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, οι καινοτόμες εταιρείες γενικά κατάφεραν να έχουν ως κέρδη μόλις 3,7% της κοινωνικής αξίας που δημιούργησαν. Το υπόλοιπο 96,3% πήγε σε άλλους, κυρίως καταναλωτές.

Για παράδειγμα, η πενικιλίνη σώζει ζωές για λίγα σεντς. Άλλο παράδειγμα: Οι εσωτερικές τουαλέτες. Οι Messrs Brynjolfsson, Eggers και Gannamaneni βρήκαν ότι οι εσωτερικές τουαλέτες αποτιμώνται πιο υψηλά από οποιαδήποτε υπηρεσία διαδικτύου. Οι τουαλέτες δεν είναι ακριβές, οπότε παράγουν τεράστιο καταναλωτικό πλεόνασμα.

Βεβαίως, πολλά ψηφιακά προϊόντα είναι δωρεάν – και αν η αναζήτηση στο διαδίκτυο πραγματικά αξίζει 17.500 δολάρια ανά άτομο κάθε χρονιά, αυτό είναι ίσο με το ένα τρίτο του αμερικανικού ΑΕΠ. Οπότε, ίσως το μη μετρήσιμο καταναλωτικό πλεόνασμα είναι μεγαλύτερο από ότι στο παρελθόν – αυτό, όπως λέει ο κ. Gannamanemi, «παραμένει ένα ερώτημα που μένει να απαντηθεί».

Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο σημαντικό μάθημα εδώ. Η πρόσβαση στο email φαίνεται ότι αξίζει σχεδόν 30 φορές περισσότερο από την πρόσβαση στα κοινωνικά δίκτυα· μία καλή μηχανή αναζήτησης έχει επίσης διπλάσια αξία. Ωστόσο, οι βασικοί πάροχοι ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και αναζήτησης – Alphabet, Apple και Microsoft – δεν έχουν αξία 50 φορές περισσότερο από το Facebook, το οποίο κυριαρχεί τα κοινωνικά δίκτυα μέσα από την ιστοσελίδα του και τις θυγατρικές του Instagram, Messenger και WhatsApp. Αν ήταν, θα έφταναν σε αξία τα 20 τρισ. δολάρια.

Με άλλα λόγια, το Facebook είναι πιο αποτελεσματικό όσο αφορά τη μετατροπή του καταναλωτικού πλεονάσματος σε κέρδος. Το γεγονός δεν προκαλεί έκπληξη, αφού όλοι οι φίλοι σου είναι στο Facebook. Η μόνη σοβαρή εναλλακτική είναι να μη χρησιμοποιείς καθόλου τα κοινωνικά δίκτυα. Εν αντιθέσει, είναι εύκολο να βρεις έναν εναλλακτικό πάροχο ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα τρόπο για να μετατρέψουμε τα κοινωνικά δίκτυα σε κάτι που θα μοιάζει πιο πολύ με το email – ένα φορητό προφίλ που μπορεί άψογα να πάει από τον έναν άλλο πάροχο στον άλλον, όπως ακριβώς μπορούμε να μεταφέρουμε τους τηλεφωνικούς αριθμούς μας από δίκτυο σε δίκτυο και να τηλεφωνήσουμε οποιονδήποτε άλλο αριθμό στον κόσμο.

Σήμερα υπάρχουν διάφορες προτάσεις: Ο μηχανικός διαδικτύου Tim Berners-Lee «σπρώχνει» ένα σύστημα που ονομάζεται «Solid», το οποίο δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες να ελέγχουν τα δεδομένα τους και να δίνουν όσα αυτοί θέλουν σε ψηφιακές υπηρεσίες.  Ο Ιταλός βουλευτής και επιχειρηματίας τεχνολογίας Stefano Quintrarelli προσπαθεί να εισάγει νομοθετικές ρυθμίσεις στην Ιταλία.

Ένα τελευταίο μάθημα αναδύεται από μία άλλη έρευνα – από τους οικονομολόγους Susan Athey, Christian Catalini και Catherine Tucker. Η κα Athey και οι συνάδελφοί της ρώτησαν ποια αξία βάζουν οι φοιτητές του Tεχνολογικό Iνστιτούτο Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) στα δικά τους προσωπικά δεδομένα και τα δεδομένα των φίλων τους. Η απάντηση δεν είχε μεγάλη συνάφεια: Οι φοιτητές θα έκαναν πολύ διαφορετικές επιλογές ως αντίδραση σε μικρά σκουντήματα και θα έδιναν ευχαρίστως τα προσωπικά δεδομένα ως αντάλλαγμα για μία πίτσα.

Η αξία που βάζουμε σε υπηρεσίες όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και η αναζήτηση είναι σαφής. Η αξία που βάζουμε στη δική μας ιδιωτικότητα δεν είναι. Το σημερινό μπέρδεμα δεν αποτελεί έκπληξη.