Φράουλες, 1905, ΠΙΕΡ ΟΓΚΙΣΤ ΡΕΝΟΥΑΡ
Καθόταν στον υπολογιστή και δούλευε. Καιρό τώρα ετοίμαζε μια δουλειά και είχε έρθει η ώρα να τη βάλει σε τάξη. Αυτά θα μπουν εδώ, εκείνα θα πάνε εκεί κ.ο.κ.
Πλάι της είχε ένα βαθύ πιάτο με φράουλες, από αυτές του Μαΐου, τις καλές όπως την έμαθαν από μικρή, αυτές που έχουν μεγαλώσει στον καιρό τους, όχι εκείνες που έβλεπε από τον Φεβρουάριο και τις ζήλευε στα μανάβικα, αλλά δεν τις αγόραζε – απέφευγε ό,τι δεν ήταν της εποχής.
Δούλευε με τόση αφοσίωση που σχεδόν δεν άκουγε το ραδιόφωνο που έπαιζε, είχε ξεχάσει και τις φράουλες δίπλα της. Ωσπου ένιωσε ένα τράβηγμα στο χέρι της που ξεκινούσε από τον ώμο και έφτανε ώς τα δάχτυλα: η κούραση, οι ώρες πάνω στο πληκτρολόγιο και το ποντίκι και η ίδια και απαράλλακτη στάση του σώματος, σαν γεωμετρικό σίγμα τελικό, αλλά με ευθείες κάθετες μεταξύ τους γραμμές.
Σταμάτησε λίγο και κοίταξε τις φράουλες. Πήρε μία και τη δάγκωσε, άφησε την ήπια γλυκιά γεύση της να ξυπνήσει τον ουρανίσκο της και πριν καλά καλά το καταλάβει είχε φάει τις μισές. Λαίμαργα, όπως πίνεις νερό όταν διψάς πολύ.
«Μου αρέσουν οι φράουλες», της είχε πει κάποτε μια φίλη της. «Μου αρέσουν γιατί μοιάζουν με φιλιά, με ξεδιψάνε. Αλλά δεν τρώω τη μαρμελάδα. Με λιγώνει». Την είχε πειράξει τότε, λέγοντάς της ότι έχει συνέχεια το μυαλό της στο πονηρό, αλλά ήξερε πως είχε δίκιο.
Πάντοτε έτρωγε λαίμαργα τις φράουλες. Και λίγο πριν έρθει το καλοκαίρι, στα τέλη Μαΐου, αγόραζε δύο ή τρία κιλά και έφτιαχνε μαρμελάδα.
Μερακλίδικη μαρμελάδα. Φράουλες ολόκληρες ή κομμένες στα δύο αν ήταν μεγάλες, τις ανακάτευε σε αναλογία δύο προς ένα με τη ζάχαρη και τις άφηνε λίγες ώρες για να ρίξουν τους χυμούς τους. Πρόσθετε λίγο λεμόνι και τις σιγόβραζε, αφαιρώντας τον αφρό. Λίγο πριν από την τελική βράση, πρόσθετε και μουσκεμένα φύλλα ζελατίνης, ίσα ίσα για να βοηθήσει να δέσει το σιρόπι τους. Και στο τέλος, έτσι όπως ήταν καυτή η μαρμελάδα, την έβαζε σε γυάλινα βάζα που τα σφράγιζε αμέσως, για να μη χαλάει το παρασκεύασμα εκτός ψυγείου.
Τα μισά τα μοίραζε. Κρατούσε και για το σπίτι, για να διατηρήσει τα αρώματα της άνοιξης όλο το καλοκαίρι, έως και τα Χριστούγεννα καμιά φορά.
Και πού δεν την έβαζε. Στο ψωμί με τυρί κρέμα ή με βούτυρο. Στο γιαούρτι, όταν προσπαθούσε να ξεγελάσει την υπογλυκαιμία της. Στο παγωτό βανίλια με τις μεγάλες ζέστες. Μια φορά είχε κάνει και γεμιστά μπισκότα με μαρμελάδα φράουλα.
Και ενώ άδειαζε το πιάτο και έμεινε μία, τελευταία φράουλα, συνειδητοποίησε ότι φέτος δεν είχε κάνει μαρμελάδα. Ο Μάης είχε περάσει τα μισά του και στο σπίτι δεν είχαν αποθέματα του γλυκού μαγικού ζωμού.
Ποιος θα την έτρωγε, θα μου πεις; Η μάνα της δεν ήταν πια εκεί για να τη βάλει στο ψωμί της στο πρωινό με το τσάι της. Κι εκείνη τέλειωνε ακόμη τα βάζα με τις άλλες μαρμελάδες που είχε φτιάξει κατά καιρούς: πορτοκάλι, βερίκοκο, σύκο. Αλλά δεν είχε ούτε ένα βάζο φράουλα. Ούτε ένα…
Εφαγε την τελευταία φράουλα και πήγε στην κουζίνα. Στο ψυγείο υπήρχε ακόμη ένα κουτάκι του μισού κιλού. Σαν κάπως μαραμένες τής φάνηκαν για να τις φάει ωμές – ή μήπως όχι; Και τι πείραζε αν δεν ήταν;
Ανοιξε το ντουλάπι. Ζάχαρη, φύλλα ζελατίνης και φρέσκο λεμόνι. Τέλεια.
Τις έπλυνε καλά, τις έκοψε και τις έβαλε στην κατσαρόλα. Περίπου μισή ώρα μετά είχε ένα βάζο του μισού κιλού καυτή μαρμελάδα και λίγη ακόμη περίσσευμα σε ένα μικρό μπολ.
«Θα τη φάω το πρωί με τις φρυγανιές μου», σκέφτηκε, «και θα πάω στη λαϊκή να αγοράσω κι άλλες».
Μετά ξαναγύρισε στο γραφείο και τον υπολογιστή της, να γράψει και να τελειώσει εκείνη τη δουλειά που ετοίμαζε χρόνια τώρα.