Η μικρή «χαμένη» κάθεται και κλαίει… Στον αυλόγυρο της χαμένης ελπίδας και έξω από τα παραθύρια των «νοικοκυραίων» με τα καλοκεντημένα κουρτινάκια, ολολύζουν οι νέοι της ένδειας. Άνθρωποι που εντάσσονται στη μακρά λίστα νεανικής ανεργίας, κοιτούν χωρίς να βλέπουν. Ακούν χωρίς να προσέχουν. Ζουν χωρίς να ζουν…
Χλωμός, μίζερος καιρός. Νυχτώνει αργά, με το φεγγάρι μισοφαγωμένο. Ποιος αστρολάβος του ουρανού και της γης να το μελετήσει;
Η «μικρή Ελένη», όντας άνεργη και απελπισμένη στα πρώιμα νιάτα της, δεν ονειρεύεται σύντροφο, παιδάκι, έπιπλα από το ΙΚΕΑ, εξοχικό στην Κέα και λοιπά μικροαστικά. Αναζητά καθημερινά τρόπο να επιβιώσει.
Ηδύτατη κατάδυση στην ανυπαρξία. Το «μοιρολόι της φώκιας» της μόνης δηλαδή ύπαρξης που αντιλήφθηκε τον ανεπαίσθητο παφλασμό της μικρούλας, καθώς βουτούσε στο υγρό βάραθρο υπό τους ήχους της φλογέρας και το ποθοπλάνταγμα του αόρατου βοσκού. Ο αιπόλος, αφοσιωμένος στο σουραύλι και τη μακρόσυρτη μελωδία της καθημερινής ενασχόλησης, δεν άκουσε καν την πτώση της «νεανίσκης». Μόνο η φώκια, στις απόμερες σπηλιές του νου, να περιπαίζει με τις παιχνιδιάρικες καταδύσεις της, τον επιθανάτιο ρόγχο… Μα ποιος νοιάζεται σήμερα για κάθε «νεανίσκη» που βουλιάζει στα απέλπιδα βάθη;
Νέοι, μικρές μπουκιές στο κήτος του Ιωνά. Μεγέθη αναλώσιμα. Χωρίς προσμονή, δίχως όραμα, με μια κάρτα ανεργίας ανά χείρας.
Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη. Σύνθλιψη. Ταπείνωση. Γονάτισμα. Προσβολή. Επιβολή. Καθημαγμός. Δήωση.
Αποπλέουν δια παντός εκ της Ελλάδος οι τριήρεις των πτυχιούχων Αχαιών προς την απανταχού γης επαγγελματική Τροία. Θυσιάζονται στην Αυλίδα οι Ιφιγένειες μα ο άνεμος που φυσά, μόνο ούριος δεν είναι…
Άνεμος (δ)ούρειος κι απρόσμενος που τα παρασύρει όλα. Εργασιακά κεκτημένα, αυτοδιαχείριση, εναντίωση στην αλλοτρίωση, ιδεολογίες, σθεναρές απόψεις. Απ’ τους αγώνες της μεταπολιτευτικής Ελλάδος, μένουν νυγμοί. Και υπαινιγμοί για εκείνους που δεν αντιλήφθησαν τη βοή των επερχομένων…
Το αδειανό πουκάμισο το φουσκώνει η παραταξιακή αερολογία μιας βάσκανης πολιτικοποίησης που ακινητοποιεί όποια κινητοποίηση. Με σημαίες, με ταμπούρλα και με… βούρλα, αλαλάζουμε προς εκτόνωσιν. Κι ύστερα, η σιωπή των αμνών και των αστών επιτρέπει στους κάθε λογής φασιστίζοντες να μετατρέπονται σε μασκοφόρους-εκδικητές που με τη διαλεκτική της ωμής βίας, προσδοκούν να φιμώσουν αύριο όλους μας! Ανελλήνιστοι Ελληναράδες που κόπτονται για μια πατρίδα που δεν αγαπούν και μια δημοκρατία που υπονομεύουν…
Δεν είναι η Ελλάδα αγροτεμάχιο-φιλέτο σε τιμή ευκαιρίας. Δεν είναι μαγαζί-γωνία στις γειτονιές του κόσμου, ξεπουλημένο έναντι πινακίου φακής. Δεν είναι μήτε σεκέρ μπακλαβάς στα δόντια του επιβουλευόμενου «Σουλτάνου». Μήτε «ψωροκώσταινα», έρπουσα και επαίτης, που εκλιπαρεί τους εταίρους υπογράφοντας αυτοβούλως την επιπρόσθετη οικονομική σύνθλιψη των παιδιών της. Είναι μια πατρίδα που οι εκάστοτε Αγαμέμνονες νοιάζονται μόνο για την περικεφαλαία τους και η ωραία Ελένη καταλήγει να μοιράζεται το κρεβάτι της με κάθε Πάρι της παρωχολογίας.
Για τη γενιά των ανώριμων «ώριμων», τη γενιά που οδήγησε την Ελλάδα στο σήμερα, όλα κύλησαν πολύ γρήγορα. Τίποτα δεν κράτησε πολύ-εκτός ίσως από τη μάρκα των τσιγάρων και τα φούμαρα των αιρετών. Ξέμεινε μόνο ότι πρόλαβε να αποθηκευτεί στην καρδιά ή τη σκέψη. Ακόμη και οι έρωτες, σαν τα πολιτικά κόμματα εξουσίας, από σαρανταπεντάρια δισκάκια έγιναν λονγκ πλαίη που γρήγορα απέκτησαν χαρακιές… Η βελόνα της συνήθειας και της απάθειας «κόλλησε», μέχρι που ο δίσκος έπαψε πια να παίζει.
Και μόνο μια μελωδία γνωστού τραγουδιού, έρχεται κάπου από το βάθος της απολίτιστης πόλης: «…κι εσύ Ελένη και κάθε Ελένη… η ζωή σου να το ξέρεις, είναι επικηρυγμένη… Να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο- κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει…!»