Αν αρχίσουμε να μετράμε «ανθέλληνες», «προδότες», «μειοδότες» και «πουλημένους», θα χάσουμε τον λογαριασμό. Για παράδειγμα, πρέπει να συναριθμηθεί στους μειοδότες ο Παύλος Μελάς, που, όπως γνωρίζουμε από τα γραπτά του, δημοσιευμένα από τη σύζυγό του πριν από πολλές δεκαετίες, αποκαλούσε μακεδονική την ακατονόμαστη γλώσσα; Θα καταγγελθεί σαν ανθέλληνας ο σλαβόφωνος οπλαρχηγός Κωνσταντίνος Κώττας, κι όχι επειδή ξεκίνησε την αντιτουρκική δράση του από κοινού με Βουλγάρους, αλλά επειδή πεθαίνοντας στην τουρκική αγχόνη, το 1905, φώναξε «Ντα ζίβι Γκρτσια» («Ζήτω η Ελλάδα»); Είπε δηλαδή τις ύστατες λέξεις του «στην ντοπιολαλιά», όπως γράφουν τα ελληνικά ιστορικά μυθιστορήματα που αναπλάθουν τον βίο του, μια ντοπιολαλιά που τις προάλλες της δόθηκε το παρωνύμιο «κομιτατζίδικα» από ελληνικές εφημερίδες. Και ο Στράτης Μυριβήλης, με τους «Μακεντών ορτοντόξ» της «Ζωής εν τάφω», πουλημένος κι αυτός;
Για να προσγειωθούμε στο σήμερα, ποιος εθνικά απαξιωτικός χαρακτηρισμός (κομμένος στα εμποροραφεία της πατριδοκαπηλίας) αντιστοιχεί στον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, που πέρυσι, στις 11 Ιουλίου, έψεγε στη Βουλή τον κ. Βασίλη Λεβέντη, δεινό νεομακεδονομάχο, επειδή, σαν «νέος στην αίθουσα», «δεν θυμόταν ότι υπάρχει επίσημη θέση της ελληνικής κυβέρνησης, επικυρωμένη δις από την Εθνική Αντιπροσωπεία, για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις, erga omnes»; «Αυτή είναι η επίσημη θέση της Εθνικής Αντιπροσωπείας», συνέχιζε ο πρόεδρος της Ν.Δ., «όπως τουλάχιστον αποτυπώθηκε και στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Καραμανλή το 2007 και όπως επικυρώθηκε για άλλη μια φορά μετά τις διαπραγματεύσεις που έγιναν στο Βουκουρέστι».