Η ζέστη του πρώτου καλοκαιρινού καύσωνα ήταν αφόρητη, ακόμη κι εκεί, στο νησί. Ηταν μεσημέρι και γύρισε στο δωμάτιο, αφήνοντας τους υπόλοιπους να ψήνονται κάτω από τις ομπρέλες και να νομίζουν ότι δροσίζονται με στιγμιαίες βουτιές στο θαλασσινό νερό ή παγωμένες μπίρες.
Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Απνοια, ζέστη, μια περίεργη συννεφιά και υγρασία. Συννεφόκαμα. Αισθάνθηκε βαριά, δεν δροσιζόταν με τίποτα. Εκανε ντους, άνοιξε το παράθυρο του μπάνιου, έκλεισε τα παντζούρια στο δωμάτιο για να κάνει ρεύμα και έμεινε γυμνός από τη μέση και πάνω. Το μεσημεριανό ημίφως βοηθούσε στην ψευδαίσθηση δροσιάς.
Ηταν δεν ήταν τέσσερις όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι. Πήρε αγκαλιά το μαξιλάρι και αποχαυνωμένος από τη ζέστη αποκοιμήθηκε. Βαρύς ήταν ο ύπνος του, γεμάτος ιδρώτα. Ενιωθε μια κόπωση παράταιρη με το περιβάλλον και τις ημέρες των διακοπών. Αλλά κοιμόταν.
Ξύπνησε από ένα γέλιο έξω από το δωμάτιο. Ενα γυναικείο γέλιο. Κάτι του θύμιζε –ή έτσι νόμιζε. Ανοιξε τα μάτια του και κοίταξε το ταβάνι. Προσπαθούσε να ακούσει περισσότερα, να καταλάβει.
Σίγουρα δεν ήταν η γυναίκα του. Την είχε αφήσει να λιάζεται στην παραλία. Ούτε ήταν αυτή η φωνή της, αλλά σίγουρα την αναγνώριζε.
Σηκώθηκε. Πήγε στο παράθυρο. Προσπάθησε να δει μέσα από τις γρίλιες. Ποια ήταν αυτή που γέλασε, που κάτι κουβέντιαζε, μάλλον στο τηλέφωνο. Δεν τα κατάφερνε. Ανοιξε προσεκτικά τα παραθυρόφυλλα, δημιουργώντας μια σχισμή.
Στην αρχή δεν έβλεπε τίποτα. Μετά την πρόσεξε. Στεκόταν κάτω από την ελιά στην αυλή της πανσιόν. Δεν έβλεπε το πρόσωπό της, μόνο την πλάτη της. Τα μαλλιά της ήταν ανοιχτά καστανά, προς το ξανθό, καμένα λίγο από τον ήλιο και μαζεμένα χαλαρά με ένα λαστιχάκι ψηλά. Φορούσε ένα ελαφρύ καλοκαιρινό φουστάνι, λευκό, κάπως διαφανές. Από μέσα διέκρινε το μαγιό της.
Στεκόταν ξυπόλητη στη σκιά και μιλούσε στο τηλέφωνο. Κάθε τόσο γελούσε χαρούμενα κι εκείνος δεν μπορούσε να θυμηθεί πού ήξερε αυτό το γέλιο. Σίγουρα το ήξερε, το είχε ξανακούσει.
Υστερα εκείνη γύρισε προς το μέρος του, κάθισε σταυροπόδι στο πεζούλι γύρω από τη ρίζα της ελιάς και έκλεισε το τηλέφωνο κοιτώντας προς το μέρος του, αλλά βλέποντας στο κενό. Δεν είχε καταλάβει ότι κάποιος έκλεβε την εικόνα της πίσω από τις γρίλιες, ήταν απορροφημένη σε κάποια σκέψη. Δυο ξανθές τούφες έπεφταν στα μάτια της.
Τότε την θυμήθηκε. Δεκαπέντε χρόνια πριν, το πρώτο καλοκαίρι μετά τον στρατό, στο ίδιο νησί. Το κορίτσι που έμενε με τις αδελφές της δίπλα του.
Είχαν γίνει μια παρέα, εκείνος, ο φίλος του, τα διπλανά κορίτσια. Πήγαιναν μαζί για μπάνιο, τα βράδια τα περνούσαν στην παραλία πίνοντας τσίπουρα ή μπίρες, κουβεντιάζοντας και γελώντας έως τα ξημερώματα. Ενα βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου.
Και ένα μεσημέρι με καύσωνα, συννεφιά και υγρασία, μια μέρα πριν τα κορίτσια γυρίσουν στην Αθήνα, έπιασε μια μπόρα λίγο πριν φύγουν για τη θάλασσα. Είχαν μείνει οι δυο τους κάτω από τη βεράντα του δωματίου. Η πανσιόν άδεια, όλοι έλειπαν.
Τα ξανθά τσουλούφια της είχαν σγουρύνει από την υγρασία. Είχε βγάλει τα σανδάλια της αφήνοντας τα πόδια της να βρέχονται γυμνά στο δάπεδο.
Την είχε φωνάξει μέσα, να μη βρέχεται κι εκείνη του χαμογέλασε. Μπήκε μέσα και έκλεισε το παντζούρι. Αγκαλιάστηκαν.
Τώρα τα ένιωθε όλα ξανά. Τη μυρωδιά της βροχής ανάμικτη με ένα άρωμα φρούτων στα μαλλιά της και φρέσκου ζεστού ψωμιού στο δέρμα της, την ήρεμη αναπνοή της, τις σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπό της, το γέλιο της.
Μια παρόρμηση τον έσπρωχνε να της φωνάξει, να της μιλήσει, αλλά δεν το έκανε. Τι να έλεγε; Εμεινε εκεί, να την κοιτάζει πίσω από τις γρίλιες, σαν κλέφτης. Το μέτωπό του είχε μουσκέψει από τη ζέστη, την υγρασία, ίσως την ταραχή.
Τότε όμως ακούστηκε μια βροντή. Ηρθε ξανά η βροχή και εκείνη έτρεξε να προστατευτεί στη βεράντα του.