Σχεδόν έναν αιώνα προτού ο Αλέξης Τσίπρας βγάλει τη γραβάτα του σε μια δημόσια ή μάλλον τηλεοπτική εμφάνισή του, ένας Γερμανός επαναστάτης, ο Ερνστ Τέλμαν, συνήθιζε να κάνει το ίδιο στις δημόσιες ομιλίες του.
Με τη διαφορά ότι, μαζί με τη γραβάτα, απαλλασσόταν και από το κολάρο του. Όπως διαβάζουμε στην «Έλευση του Γ΄ Ράιχ» του Βρετανού ιστορικού Ρίτσαρντ Τζ. Εβανς (σελ. 241-42):
«…ως επαγγελματίας πολιτικός ήταν υποχρεωμένος να φορά γραβάτα και κολάρο. Έγινε όμως σταθερό γνώρισμα των [δημόσιων] ομιλιών του να τα βγάζει κάποια στιγμή μέσα σε ενθουσιώδη χειροκροτήματα και να γίνεται ένας απλός εργάτης».
Όπως και ήταν εξάλλου, καθώς ο Τέλμαν είχε δουλέψει σε μονάδα ιχθυαλεύρων και ως οδηγός σε φορτηγό καθαριστηρίου και, σύμφωνα με τον Εβανς, «ενσάρκωνε το κομμουνιστικό ιδεώδες του επαναστάτη εργάτη».
Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 1920, το κολάρο, από το οποίο με τόση θεατρικότητα απαλλασσόταν ο Τέλμαν, ήταν ένα «πρόσθετο περιλαίμιο», δηλαδή ένας αποσπώμενος γιακάς, τον οποίο φορούσαν μετά το πουκάμισο κι έκλεινε με ένα μικρό, μη εξωτερικά ορατό κουμπί.
Επικράτησε για λόγους καθαρά πρακτικούς: ο γιακάς του πουκαμίσου λερώνεται και φθείρεται πολύ πιο γρήγορα από ό,τι το υπόλοιπο ρούχο. Επομένως, ήταν πιο εύκολο και οικονομικό να αλλάζει κανείς κολάρο παρά πουκάμισο. Επιπλέον, το κολάρο συνήθως ήταν σκληρό και άκαμπτο σαν κυρτή ξύλινη σανίδα, κάτι πολύ πιο μπελαλίδικο και τυραννικό από τη γραβάτα.
Από μια άποψη, η απαλλαγή του αντρικού φύλου από το σκληρό κολάρο ήταν μια απελευθερωτική καινοτομία, περίπου ισοδύναμη με την απελευθέρωση των γυναικών από τον σφιχτό κορσέ.
Για «το βασανιστήριον του σκληρού και υψηλού κολλάρου», έγραφε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος πριν 100 χρόνια, το 1914, υμνώντας τη νέα μόδα του ανοιχτού αντρικού κολάρου, μια μόδα που είναι «άνεσις, υγεία, φαιδρότης και… ωραιότης».
Απορεί ο Ξενόπουλος πώς ο άνθρωπος, που έκανε τόσες εφευρέσεις και ανακαλύψεις, «εδέχθη να περισφίγξη τον λαιμόν του μέχρι ασφυξίας και τας σπείρας διπλού κολλαριστού φωκόλ και λαιμοδέτου». Το «φωκόλ», το επίσημο, το «εθιμοτυπικό» κολάρο άρχιζε από τη βάση του λαιμού κι έφτανε μέχρι το πιγούνι καθώς είχε ύψος εφτάμισι πόντους! («Φωκόλ» από το γαλλικό faux col.)
Ο Ξενόπουλος δεν λέει τίποτα για το «λαιμοδέτη», τη γραβάτα, ένα τμήμα της ανδρικής ενδυμασίας που αποδείχτηκε πολύ πιο ανθεκτικό στο χρόνο. Δεν επιθυμώ να σχολιάσω την πολυσυζητημένοι κίνηση του πρωθυπουργού.
Περισσότερο εντύπωση από την αφαίρεση της γραβάτας, μου έκανε η αντίδραση των επισήμων στο Ζάππειο. Γνωστά, πασίγνωστα στελέχη της κυβέρνησης ξεκαρδίστηκαν στα γέλια, σηκώθηκαν όρθιοι και χειροκροτούσαν κατενθουσιασμένοι τον πρωθυπουργό, έχοντας προφανώς πιάσει κάποιο νόημα το οποίο αδυνατούμε να συλλάβουμε εμείς οι κοινοί και άνευ φαντασίας θνητοί.
Γέννημα θρέμμα του γερμανικού προλεταριάτου των ηρωικών εποχών ήταν ο κομμουνιστής ηγέτης Ερνστ Τέλμαν, που δολοφονήθηκε το 1944 στο Μπούχενβαλντ με προσωπική εντολή του ίδιου του Χίτλερ. Σε κανένα βίντεο δεν έχουν απαθανατιστεί οι στιγμές που έβγαζε το κολάρο και τη γραβάτα του. Μπορούμε όμως να φανταστούμε τους εργάτες που τον άκουγαν και τον επευφημούσαν πριν τα σαρώσει όλα ο θανάσιμος οδοστρωτήρας του φασισμού.
Εύκολα μπορεί κανείς να αποτινάξει την τυραννία (αν θεωρείται τυραννία) ή τον κομφορμισμό της γραβάτας. Το δύσκολο είναι, γυναίκες και άντρες, να αποτινάξουμε το αόρατο, το εσωτερικό κολάρο, τον εσωτερικό κορσέ, τον εσωτερικό χαλκά. Το χαλκά που δεν μας το φορούν πάντα οι ξένοι, αλλά δεχόμαστε να τον περνάνε οι δικοί μας στο λαιμό μας και να μας είναι αδύνατο να φανταστούμε μια ζωή χωρίς κολάρο. Και, μαζί με τον Ξενόπουλο, να απορήσουμε: «Πώς ειμπορεί, αλήθεια, να συνυπάρχη τόση σοφία και τόση ηλιθιότης, τόσον πρακτικόν πνεύμα και τόση κακομοιριά, τόσος πόθος ευζωίας, ανέσεως, και τόση υποταγή εις κάθε τι βασανιστικόν και ολέθριον; Μυστήριον».