αυγή | 30 Ιουνίου 2018 17:30
Το ενδεχόμενο του πολιτισμικού και οικονομικού ολοκληρωτισμού δεν περιορίζεται πλέον στα όρια μιας χώρας
Του Νίκου Δόικου
Στο σύνολο της αιγαιακής πνευματικής κληρονομιάς ο πλούτος ταυτίζεται με το «κακό» ή με την «ύβριν». Ενώ είναι ανεκτή η αξιοπρεπής ικανοποίηση των βασικών αναγκών, δαιμονοποιείται ο πλούτος ο άμετρος, ο υπερβολικός, η υπερ-συσσώρευση.
Ο συλλέκτης πλούτου φαίνεται να γοητεύεται από την ατομική αναρρίχηση πάνω στους ώμους της κοινότητας. Επιδιώκει τη διάκριση. Από μιαν άποψη, καταστρατηγεί τους άγραφους νόμους, τα έθη της κοινότητας, εκείνα που υμνούν τις αρετές της κοινοτικής ομοιοτροπίας. Ίσως γι’ αυτό ταυτίζεται με το κακό και την ύβρι. Πόσο μάλλον ο αμετροεπής πλούτος της σημερινής νεο-φιλελεύθερης υπερ-συσσώρευσης, που αθροίζεται εις βάρος πλέον όχι της κοινότητας ή της κοινωνίας, αλλά ολόκληρου του πλανήτη.
Υπ’ αυτό το πρίσμα θα έλεγα πως έχουμε σήμερα το προνόμιο να ζούμε σε μιαν εποχή όπου επιβεβαιώνονται οι μύθοι. Επικαιροποιούνται η μυθολογία, μαζί με τον Αριστοτέλη, τον Αριστοφάνη και άλλους κορυφαίους τού στοχασμού και της δραματουργίας.
Ο Μίδας, γιος του βασιλιά της Φρυγίας, είχε μιαν ιδιαίτερη κλίση στις υπερβολικές υλικές απολαύσεις και τη συσσώρευση πλούτου. Κάποτε ζήτησε από τον θεό Διόνυσο να τον κάμει πλουσιότερο, να τον ευλογήσει, μάλιστα, με το χάρισμα ό,τι θα πιάνει χρυσάφι να γίνεται. Ο Διόνυσος δέχτηκε υπό έναν όρο. Για να πραγματωθεί η επιθυμία του Μίδα, έπρεπε να δεχτεί να μεγαλώσουν τα αυτιά του ώστε να μοιάζει με Σάτυρο.
Ο Μίδας συμφώνησε και, πράγματι, από εκείνη τη στιγμή ό,τι άγγιζε γινόταν χρυσάφι. Μόνο που χρυσάφι γινόταν και το φαΐ και το νερό του. Σύντομα κατάλαβε ότι κινδύνευε να πεθάνει από ασιτία και δίψα. Παρακάλεσε τότε πάλι τον Διόνυσο να πάρει πίσω την «ευλογία». Έτσι κι έγινε. Του έμειναν όμως τα μεγάλα αυτιά. Ως τρόπαια της ύβρεως και της ανοησίας.
Άλλος ένας υπέροχος μύθος είναι αυτός τού Ερυσίχθονος. Στην Κνιδία υπήρχε ένα ωραιότατο άλσος αφιερωμένο στη θεά Δήμητρα. Ο βασιλιάς της Θεσσαλίας Ερυσίχθων, παθιασμένος με την ανέγερση πολυτελών ανακτόρων, σκέφτηκε πως υλοτομώντας το άλσος της θεάς θα εξασφάλιζε ξυλεία για πολλά παλάτια. Ξεκίνησε λοιπόν με τους πιο δυνατούς υπηρέτες του να κόβουν ένα – ένα τα πυκνόφυλλα δέντρα, με πρώτη μια πανύψηλη λεύκα, που καθώς σωριαζόταν στο χώμα έβγαλε ένα στεναγμό πόνου.
Η Δήμητρα και οι άλλοι θεοί ακούγοντας τον γογγυσμό της λεύκας ταράχτηκαν για τον χαμό του αγαπημένου δέντρου της θεάς. Εξοργισμένοι με το θράσος και την ασέβεια του Ερυσίχθονος, που δεν δίστασε να καταστρέψει την αρμονία της φύσης, την αρμονία του κόσμου για να χορτάσει τη ματαιοδοξία του, αποφάσισαν να τον τιμωρήσουν να μην μπορεί να κορέσει την πείνα του. Να μην μπορεί να χορτάσει με τίποτα.
Και άρχισε ο δύσμοιρος να καταβροχθίζει τα πάντα. Κι όταν τέλειωσαν οι προμήθειες του παλατιού, άρχισε να τρώει τα ζώα του, ακόμα και τα αγαπημένα του θεσσαλικά άλογα, όμως η πείνα δεν έλεγε να υποχωρήσει. Πούλησε ακόμα και τη χαϊδεμένη του κόρη για να αγοράσει φαγώσιμα να κορέσει τη βουλιμία του. Τίποτα. Το μαρτύριο συνεχιζόταν, έως ότου (κατά μια εκδοχή) ο Ερυσίχθων κατέφαγε τις σάρκες του.
Γοητευτικά αλληγορικός είναι και ο μύθος της γέννησης του θεού Πλούτου. Στη Θήβα, στους γάμους του Κάδμου και της Αρμονίας, η θεά Δήμητρα και πάλι (δεν είναι τυχαίο, πρόκειται για τη θεά της παραγωγής) γνωρίζει και ερωτεύεται τον νεαρό Ιασίωνα. Και οι δυο ασυγκράτητοι από τον κεραυνοβόλο έρωτα εγκαταλείπουν τη γαμήλια τελετή και, κάπου εκεί στα «τρισοργωμένα» χωράφια της Κρήτης, αφήνονται στο πάθος της ερωτικής συνεύρεσης.
Όταν λασπωμένοι και αναμαλλιασμένοι επιστρέφουν στο γαμήλιο γλέντι, ο Δίας αντιλαμβάνεται αμέσως τι έγινε, εξοργίζεται με τη Δήμητρα που παρέβη την εντολή του να μη σμίγουν οι θεοί με θνητούς και κεραυνοβολεί τον Ιασίωνα. Καρπός αυτού τού έρωτα είναι ο θεός Πλούτος, αυτός που χαρίζει στους θνητούς την αφθονία των αγαθών. Τυφλός θεός, για να μην ξεχωρίζει τους δίκαιους, τους σοφούς και τους έντιμους από τους εκμεταλλευτές.
Τυφλό γέρο, φυλακισμένο από τους πλούσιους, για να τον χαίρονται μονάχα οι ίδιοι, τον βρίσκουμε και στην ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη. Ένας πανέξυπνος αγρότης, ο Χρεμύλος, με τη βοήθεια του υποτακτικού του ελευθερώνουν τον θεό, τον περιθάλπουν και τον βοηθούν να ξαναβρεί το φως του. Από εκείνη τη στιγμή ο πλούτος αρχίζει πια να διανέμεται και στους δίκαιους, τους σοφούς και τους έντιμους.
Στην κωμωδία του Αριστοφάνη, θα μπορούσε να πει κανείς, έχουμε τον πρώτο γνωστό στοχασμό περί αναδιανομής τού πλούτου.
Στα “Ηθικά Νικομάχεια” ο Αριστοτέλης εξυμνεί το μέτρο, «…κακόν το αμετροεπές» (κακή η υπερ-συσσώρευση), ακριβώς όπως και ο Πλάτων, πριν από αυτόν, θα γράψει στον «Φίληβο» πως το μέτρο πρέπει να εξουσιάζει το αμετροεπές, το όριο να ελέγχει το απεριόριστο.
Και σε δύο στίχους του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου ΙΘ 22-26 για τον «πλούσιο νέο», παραβολικά και μεταφορικά, αναδεικνύεται το ασυμβίβαστο μεταξύ πλούτου και κοινοτικής συνοχής, χαράσσονται οι θεμελιακές βάσεις της αντι-συσσωρευτικής κοινοτικής ομοιοτροπίας, ιδέες που αργότερα αναπτύσσονται με το λαμπερό οικοδόμημα της Ανατολικής Θεολογίας: «(23) αμήν λέγω υμίν ότι δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών. (24) Πάλιν δε λέγω υμίν, ευκολώτερόν εστί κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν».
Αλήθεια, όταν όλη η πνευματική κληρονομιά του γένους μας, εννοώ του γένους των ανθρώπων, δαιμονοποιεί τον πλούτο, από πού ξεπηδά αυτή η προδιάθεση, το πάθος για περισσότερες υλικές απολαύσεις;
Θα έλεγα πως δεν πρόκειται για γονιδιακή προδιάθεση προς τη συσσώρευση. Απλώς η διάχυση μιας αντίληψης του Μέτρου, μέσα στο κοινωνικό σώμα, σκόνταφτε πάντα και συνεχίζει να σκοντάφτει πάνω σε Συστήματα ισχυρότερα από τις ίδιες τις κοινωνίες: Πολιτικές και πλουτοκρατικές ελίτ, απολυταρχικές γραφειοκρατίες και, σήμερα, μια δι-εθνική ελίτ της υπερ-συσσώρευσης ελέγχου και πλούτου. Συστήματα που επιβάλλουν τα δικά τους κυρίαρχα πολιτισμικά και οικονομικά (καταναλωτικά) μοντέλα.
Επιβάλλουν την εικονική πραγματικότητα του εύκολου πλουτισμού. Ενός πλουτισμού που μας ξεχωρίζει από τους άλλους (έτσι νομίζουμε), που μας επιβεβαιώνει (έτσι αισθανόμαστε), που μας χαρίζει κοινωνική αναγνώριση. Έτσι μας λένε όσοι, με κίβδηλα πρότυπα ζωής, κατόρθωσαν να εκθρέψουν και να γιγαντώσουν τις προσωπικές μας ανασφάλειες.
Η επιβεβαίωση των μύθων αρχίζει ακριβώς εκεί που σταματάει η λογική. Τα μεγάλα αυτιά του Μίδα, αναλλοίωτη σφραγίδα ντροπής, και η ακόρεστη πείνα του Ερυσίχθονος, που τον οδηγεί στον αφανισμό, είναι τα καμπανάκια πριν από τον τελευταίο γύρο του δρόμου ταχύτητας προς τη συλλογική αυτοκαταστροφή.
Οι πολιτικές κοινωνίες του 21ου αιώνα θα μπορούσαν να αντιστρέψουν αυτήν την πορεία προς την αυτοκαταστροφή. Είναι θέμα κοινωνικής εγρήγορσης και διαθεσιμότητας. Επαφίεται στη συνειδησιακή ωριμότητα και το αγωνιστικό μεράκι του καθενός. Οι κοινωνίες άλλωστε αναγορεύουν τους εξουσιαστές ή τους λυτρωτές τους. Πάντοτε οι κοινωνίες. Θυμηθείτε τον Edward R. Murrow: «…societies of sheep soon beget governments of wolves». Κοινωνίες προβάτων γεννούν κυβερνήσεις λύκων.
Για πρώτη φορά στη διάρκεια της Ιστορίας της ανθρωπότητας η διλημματική διάκριση τίθεται τόσο αδυσώπητα. Επιβίωση ή βαρβαρότητα. Ίσως γιατί, για πρώτη φορά, η απειλή ολοκληρωτικής τυραννίας δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες κρατικές οντότητες, γεγονός που θα δικαιολογούσε ελπίδα απελευθέρωσης.
Το ενδεχόμενο του πολιτισμικού και οικονομικού ολοκληρωτισμού δεν περιορίζεται πλέον στα όρια μιας χώρας ή μιας αυτοκρατορίας, αλλά αφορά ολόκληρη την πλανητική κοινότητα. Επιπλέον γιατί εξίσου αδυσώπητα είναι τα μεγέθη και οι δείκτες της πλανητικής ισορροπίας, καθώς έχουν ήδη προσεγγίσει την κόκκινη ζώνη επικινδυνότητας, το όριο των μη αναστρέψιμων επιπτώσεων