Η θέση των μικρών κομμάτων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου όπου κυριαρχούν η πόλωση και τα εκβιαστικά διλήμματα, καταστάσεις που ήδη ζούμε, είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Αμύνονται για να επιβιώσουν και προσπαθούν να αποδείξουν τη χρησιμότητά τους είτε από τη θέση της αντιπολίτευσης είτε από τη θέση του κυβερνητικού εταίρου.
Εχουν να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις των κομμάτων εξουσίας τα οποία επιχειρούν να δελεάσουν τους ψηφοφόρους τους και κυρίως την εκμαυλιστική λογική της «χαμένης ψήφου».
Ακόμη και το ΚΚΕ, κόμμα με υπολογίσιμη οργανωτική παρουσία, ξεχωριστή ιδεολογική φυσιογνωμία και ισχυρή πολιτική ταυτότητα, έχει υποστεί πλήγματα.
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ένα κομμάτι του κόσμου του δεν αντιστάθηκε στις επιθέσεις φιλίας του ΠΑΣΟΚ και το στήριξε: το 1981 για να φύγει η Δεξιά, το 1985 για να μην επιστρέψει η Δεξιά, το 1993 για να ξαναφύγει η Δεξιά η οποία είχε δραπετεύσει από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας όπου την είχε κλείσει (έτσι νόμιζε) ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Σήμερα ο νέος δικομματισμός πορεύεται στον δρόμο του παλιού δικομματισμού.
Η Νέα Δημοκρατία κάνει τα πάντα προκειμένου να αποτρέψει τη δημιουργία κομμάτων στα δεξιά της, υποστηρίζοντας ότι αυτά θα λειτουργήσουν σαν δεκανίκι του ΣΥΡΙΖΑ, και καλεί τους ψηφοφόρους να μην επιτρέψουν να πάρει τρίτη ευκαιρία η χειρότερη κυβέρνηση που έχει γνωρίσει ο τόπος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του επιχειρεί να παίξει με το γνωστό σχήμα (πολύ αποδοτικό στο παρελθόν) που περιγράφει την εκλογική αναμέτρηση ως σύγκρουση δύο κόσμων, με αυτόν να εκφράζει την πρόοδο και τη Δεξιά την οπισθοδρόμηση.
Επανέρχεται ο «μπαμπούλας της Δεξιάς», αν θυμάστε οι παλιότεροι. Οπότε κόμματα που του κόβουν ψήφους βοηθούν αντικειμενικά τη Δεξιά, τη σημερινή Δεξιά η ηγεσία της οποίας ερωτοτροπεί με τον εθνικισμό και έχει παραδοθεί στην ακροδεξιά φράξια.
Πιο δύσκολη είναι όμως η θέση των κομμάτων που κάποτε ήταν μεγάλα, κυριαρχούσαν στην πολιτική ζωή, είχαν την αλαζονεία του δυνατού, διεκδικούσαν και πετύχαιναν αυτοδυναμίες, αποσπούσαν στελέχη από τους διπλανούς κομματικούς χώρους (σαλαμοποίηση λέγεται), αλλά σήμερα κινούνται σε ρηχά νερά.
Κρατούν από το παρελθόν τους τη μεγαλομανία και αρνούνται πεισματικά να συμφιλιωθούν με τη νέα πραγματικότητα. Ο λόγος για το ΠΑΣΟΚ. Στις μέρες μας, Κίνημα Αλλαγής.
Ποιον ακριβώς ρόλο θέλει να παίξει; Διαβάζοντας τη συνέντευξη της Φ. Γεννηματά στο «Εθνος» μπερδεύτηκα. Ζητάει «πολιτική αλλαγή για να φύγει αυτή η κυβέρνηση, να σταματήσει ο κατήφορος».
Αν όμως φύγει αυτή η κυβέρνηση, θα έρθει η Νέα Δημοκρατία, θα υπάρξει πολιτική αλλαγή.
Ούτε αυτή αρέσει στην κ. Γεννηματά γιατί «κανένα δήθεν μετριοπαθές, μεταρρυθμιστικό προσωπείο δεν μπορεί να κρύψει τους κινδύνους από την παλινόρθωση της Δεξιάς».
Εχουμε και λέμε λοιπόν: συνέχιση του κατήφορου αν νικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, κίνδυνος αν επικρατήσει η Δεξιά. Αρα;
Να υποθέσω ότι δεν πιστεύει η επικεφαλής του ΚΙΝ.ΑΛΛ. ότι είναι δυνατόν το κόμμα της να τερματίσει πρώτο. Να υποθέσω επίσης ότι η κ. Γεννηματά εκτιμά πως το κόμμα της ως κυβερνητικός εταίρος θα βάλει φρένο στον κατήφορο που οδηγεί τη χώρα ο ΣΥΡΙΖΑ και θα αντιμετωπίσει τους κινδύνους που θα προκύψουν από την παλινόρθωση της Δεξιάς.
Το ερώτημα είναι το εξής: Προτίμηση έχει; Προσφέρεται να συνεργαστεί και με τα δύο κόμματα, που είναι κατά τη γνώμη της εξίσου επικίνδυνα για τον τόπο και τη δημοκρατία;
Ανάγωγα
Ο Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Οπλων ανακοίνωσε ότι δεν βρήκε αποδείξεις για χρήση νευροπαραλυτικού αερίου κατά την επίθεση που σημειώθηκε τον Απρίλιο στην πόλη Ντούμα της Συρίας. Μα άλλα έλεγε ο Τραμπ και γι’ αυτό διέταξε βομβαρδισμούς. Αλλα έλεγαν ορισμένες δυτικές κυβερνήσεις που συμφώνησαν με την απόφαση του Τραμπ. Αλλα διατυμπάνιζαν τα μεγάλα και… ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης. Μάλλον ο Οργανισμός δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Ισως γιατί ελέγχεται από μπολσεβίκους.