11.07.2018, 21:21 | εφσυν
Τη Δευτέρα 2 Οκτωβρίου του 1989 εκατοντάδες Ανατολικογερμανοί επιβιβάζονταν σε λεωφορεία από την Τσεχοσλοβακία για να μεταφερθούν ξανά στην Ανατολική Γερμανία και από εκεί να μεταβούν στη Δυτική.
Ολη αυτή η διαδικασία έγινε διότι ο γενικός γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος Εριχ Χόνεκερ ήθελε να δείξει στον κόσμο ότι οι συγκεκριμένοι Ανατολικογερμανοί ήταν προδότες και δεν έφευγαν οικειοθελώς από την Ανατολική Γερμανία, αλλά τους έδιωχνε το ίδιο το καθεστώς. Ο ίδιος απαίτησε να επιβιβαστούν σε σφραγισμένα τρένα, στα οποία, καθ’ οδόν, Ανατολικογερμανοί αξιωματούχοι θα έπαιρναν από τους επιβάτες τα επίσημα έγγραφά τους, ώστε να τους αφαιρείται κατ’ αυτόν τον τρόπο η υπηκοότητα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ).
Ανάμεσα στους επιβαίνοντες ήταν και η εκπαιδευτικός Μπριγκίτ Σπάναους μαζί με την κόρη της. Η ίδια εξιστορεί τα εξής για το συγκεκριμένο συμβάν:
– «Καλημέρα, είμαστε από την Κρατική Ασφάλεια και θα μαζέψουμε τις αστυνομικές σας ταυτότητες, τώρα»
«Ποτέ δεν θα ξεχάσω πώς έσκυβαν για να μαζέψουν τα χαρτιά μας γιατί οι άνθρωποι τα πέταγαν στα πόδια τους. Αισθανόμουν σαν να τους λέμε: ”Δεν μας τρομάζουν οι απειλές σας”»1.
Δεν μας τρομάζουν οι απειλές σας… και δεν μας νοιάζουν αυτές οι ταυτότητες, να προσθέσω εγώ. Το παραπάνω περιστατικό εκ πρώτης όψεως δεν έχει άμεση σχέση με το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, με μία όμως πιο προσεκτική ματιά θα διαπιστώσουμε ότι μέσα από τις εθνικές ομάδες ο θεατής επιζητεί μία ταυτότητα που του δίνει το δικαίωμα -κατά τον ίδιο- να υποστηρίζει ότι υπάρχει μέσα στην ανώνυμη μάζα.
Στην ουσία, ο σύγχρονος τηλεθεατής που παρακολουθεί ένα θέαμα σαν κι αυτό του Μουντιάλ συμπυκνώνει τον χρόνο σε ένα ενενηντάλεπτο. Σε αυτά τα 90′ θεωρεί ότι το κοινωνικό φαντασιακό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιδέα ενός αδιαίρετου έθνους στο γίγνεσθαι δίχως ασυνέχειες και αλληλεπιδράσεις. Είναι πεπεισμένος ότι οι Νόμοι της Αγοράς είναι μία κανονικότητα -άρα και απαραίτητοι- για τη σύνδεση που γίνεται μέσω ενός ποδοσφαιρικού αγώνα και μιας διαφημιστικής πινακίδας που γράφει «Invest in Egypt».
Δεν τον ενοχλεί καθόλου αν η Αγορά τον βλέπει ως αγοραστή και όχι σαν κάποιον που παρακολουθεί ένα άθλημα. Αισθάνεται μία αδήριτη ανάγκη, ως θεατής, να ταυτιστεί με το πλάνο του σκηνοθέτη και τα λόγια του σπόρτκαστερ, που περιγράφει το πάθος που επιδεικνύει ένας ποδοσφαιριστής που προσβλέπει στην καταξίωση και τη δόξα. Ο ίδιος ποδοσφαιριστής θα του δώσει χαρά σε ενδεχόμενη νίκη και λύπη σε περίπτωση ήττας. Θεωρεί ότι ταυτίζεται με τους θεατές στις κερκίδες του γηπέδου, που δείχνουν τα πλάνα του σκηνοθέτη, που αντιδρούν ποικιλοτρόπως όταν αντιλαμβάνονται ότι «τους παίρνει η κάμερα».
Δεν ξέρω βέβαια αν ο τηλεθεατής παρατηρεί ότι σε μία χώρα όπως η Βραζιλία, που μεγάλο μέρος της είναι μαύροι ή μιγάδες -κάτι που συναντάται και στην εν λόγω εθνική ομάδα- που ζουν μέσα στην ένδεια, οι Βραζιλιάνοι στις κερκίδες είναι λευκοί -όπως συνέβη και στο προηγούμενο Παγκόσμιο Κύπελλο που έλαβε χώρα στη Βραζιλία. Δεν ξέρω αν προσέχει ότι οι μετακινήσεις ανθρώπων από μία φτωχή περιοχή (Κόσοβο) προς μία άλλη ευημερούσα (Ελβετία) δεν φανερώνει αποστασία ή έλλειψη πατριωτισμού, αλλά σαφή ένδειξη βούλησης για μία καλύτερη ζωή.
Αμφιβάλλω, από την άλλη, αν σκέφτεται ότι όταν ένας ποδοσφαιριστής σχηματίζει τον αετό της Αλβανίας2 δείχνει άθελά του όλες τις παθογένειες του εθνικισμού που δημιουργήθηκαν από τον 19ο αιώνα. Δεν ξέρω αν κατανοεί ότι αυτό που χαρακτηρίζει το ποδόσφαιρο ως άθλημα είναι η συνεργασία και η φαντασία. Μία φαντασία που έχει ευνουχιστεί όταν ο στόχος (γκολ) έχει αποκτήσει ένα ντετερμινιστικό νόημα ως προς την εμπορευματοποίηση του αθλήματος, δημιουργώντας παίκτες-σταρ και παίκτες-εργάτες με καθορισμένους ρόλους εντός και εκτός γηπέδων.
Σε αυτή τη χυδαιότητα που έχει μετατραπεί το ποδόσφαιρο, η κίνηση της Μπριγκίτ Σπάναους και των συνανθρώπων της, να πετούν τα έγγραφα που πιστοποιούσαν μεν μία νομική ταυτότητα για το κράτος αλλά μία κίβδηλη δε και δυσάρεστη για τους ίδιους, μας δείχνει με τον εναργέστερο τρόπο πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ορθολογικοποίηση του ποδοσφαίρου από τεχνοκράτες αλλά και γενικότερα όλες τις νόρμες που διέπουν τις ζωές μας.
(1) Victor Sebestyen, Η πτώση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας, Ψυχογιός, Αθήνα, 2011 (2) Τον δικέφαλο αετό οικειοποιήθηκαν, εκτός από την Εκκλησία, και ποδοσφαιρικές ομάδες καθώς και έθνη στις σημαίες των οποίων εμφανίζεται, για να υποστηρίξει και να ενισχύσει τη συνάφειά τους με το μεγαλείο που ενυπάρχει -σύμφωνα με το δικό τους αφήγημα- ανάμεσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τους ίδιους, ως θεματοφύλακες μιας ιερής ιδέας. Ανεξάρτητα αν ως σύμβολο έκανε την εμφάνισή του κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα και ήταν το στοιχείο που πιστοποιούσε -προσωρινά- τη συμφιλίωση ανάμεσα σε έναν εγγονό που εποφθαλμιούσε τον θρόνο και στον παππού του, τον αυτοκράτορα
* ελεύθερος επαγγελματίας