«Οπου υπάρχει φόβος χάνεται η ελευθερία», διαβάζω στη νέα ποιητική συλλογή του συνάδελφου Γιάννη Παπουτσάκη «Στις ράγες της μνήμης» [εκδόσεις Βακχικόν] και αμέσως μετά: «Δεν καταφέραμε να αλλάξουμε τον κόσμο αδερφέ μου/ όμως δεν κατάφερε κι ο κόσμος/ ν’ αλλάξει εμάς».
Ιδού πώς γεννήθηκε η συλλογή των πολύ τρυφερών ποιημάτων του: «Ξεκίνησα για το καφενείο ώστε να δω ποδόσφαιρο, την ΑΕΚ της καρδιάς μου. Ξαφνικά αντί να στρίψω αριστερά προς το καφενείο, τράβηξα, δεν ξέρω γιατί, δεξιά προς τις γραμμές του τρένου. Αρχισα να βαδίζω στις σκουριασμένες ράγες -το τρένο έχει πάψει εδώ και μερικά χρόνια να κυλάει σ’ αυτές- χωρίς να ξέρω για πού. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και η φθινοπωρινή βροχούλα γινόταν ολοένα και πιο αισθητή. Οσο περπατούσα, συνειδητοποιούσα πια ότι τα βήματά μου με πήγαιναν στο κοιμητήριο. “Ναι, πατέρα, θα στο ανάψω το καντηλάκι σου. Δεν με τρομάζει το σκοτάδι, ούτε με φοβίζουν οι νεκροί. Τους ζωντανούς φοβάμαι…”».
Χρέος του ποιητή να αφιερώσει τη συλλογή στη μνήμη του πατέρα του, του ανθρώπου που του έδειξε «το δρόμο της ευγένειας, της καλοσύνης, της αξιοπρέπειας, της λεβεντιάς, της περηφάνιας, της δικαιοσύνης…».
Ο ποιητής έχει επιλέξει τα δύσβατα μονοπάτια και όχι τις λεωφόρους της ευκολίας. «Το ξέραμε από την αρχή ότι είμαστε λίγοι/ Οπως λίγοι ήταν πάντα οι απροσκύνητοι/ σ’ αυτόν τον τόπο όπου ένα πλήθος υποτακτικών/ προσκυνά εκείνους που ξεπουλάνε τα όνειρά τους…Ανυπόταχτοι/ Ασυμβίβαστοι/ Ρομαντικοί/ Τίμιοι/ Ουτοπιστές ίσως/ Αλλά αυθεντικοί». Συμμερίζομαι την αθωότητα του γίγνεσθαι του ποιητή: «Κρυώνουμε/ όταν απομακρυνόμαστε/από την παιδική μας ηλικία/ από τον ήλιο της αθωότητάς μας»…. «Κι όσο υπάρχει ήλιος θα γεννιούνται όνειρα/ θα γεννιούνται ελπίδες/ θα γεννιούνται ανυπόταχτες ψυχές».
Τον ποιητή δεν τον τρομάζουν οι δίσεκτοι καιροί μήτε η ερημία των ανθρώπων, «πάντα αισιόδοξος/ κι ονειροπόλος/ και γενναίος». Παρόλα αυτά γράφει για τη θλίψη, που έχει επικρατήσει στην ελληνική κοινωνία, κόντρα στις παιδικές μνήμες και την αισιοδοξία της αθωότητας.
«Εκεί που κάποτε κατοικούσαν τα χαμόγελα/ τώρα έχει κουρνιάσει η θλίψη/ γι’ αυτούς που έφυγαν/ γι’ αυτά που χάσαμε/ για εκείνους που μας πρόδωσαν». Εκτός από την πολιτική «οσμή» των ποιημάτων επικρατεί ο ομφάλιος λώρος της πατρικότητας.
Στον Αποχαιρετισμό, αφιερωμένο στη μνήμη του αγαπημένου του πατέρα διαβάζουμε: «Πορεύτηκες πατέρα στα μονοπάτια της ζωής/ με αρχοντιά και περηφάνια/ Η καρδιά σου ήταν ένας κήπος ολάνθιστος, μια μοσχοβολιά/ κι η ψυχούλα σου μια αιώνια λιακάδα/ ένα πουλάκι που όταν το όρισε ο Θεός/ πέταξε ήρεμα γι’ άλλους ουρανούς».
Χρόνια στο αθλητικό και πολιτιστικό ρεπορτάζ, έχει το δικαίωμα να γράφει: «Το σύστημα διώκει το πνεύμα/ Οι πνευματικοί άνθρωποι/ θεωρούνται επικίνδυνοι/ για τη δημόσια υγεία».
Ιδού ο «Πόνος» του: «Πονάς γιατί βλέπεις εκλεγμένους κυβερνήτες μας/ να ξεπουλάνε την Ελλάδα στους εχθρούς της/ Εχθροί κι οι ίδιοι σε κάθε τι ελληνικό/ Βοούν τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, η Καισαριανή/ Δεν έχουν στερέψει ακόμη τα δάκρυα/ για τους νεκρούς τους/ κι η μπότα του κατακτητή είναι και πάλι εδώ…/ Αμοιρη πατρίδα/ Ως πότε θα σε προδίδουν τα παιδιά σου/ Ως πότε θα πικραίνεσαι και θα υποφέρεις/ κουβαλώντας μόνη κι αβοήθητη/ τις μεγάλες πέτρες της περηφάνιας σου».