Ολο το ελληνικό τραγούδι βρέθηκε σήμερα στο Α’ Νεκροταφείο για τον Μάνο Ελευθερίου. Εκεί, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, θα πραγματοποιηθεί η πολιτική κηδεία του, ενώ στη συνέχεια η σορός του θα μεταφερθεί στη Βουλγαρία για να αποτεφρωθεί. Στο σημερινό μας αφιέρωμα παρουσιάζουμε αποσπάσματα από έναν παλιότερο, συλλεκτικό, «Μετρονόμο», από το τεύχος 58 που ήταν αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στον Μάνο Ελευθερίου και το οποίο κυκλοφόρησε το τρίμηνο Οκτώβριος-Δεκέμβριος του 2015.
«Δίκοπη ζωή, ένα τραγούδι-διαδρομή της γενιάς μου»
Του Θάνου Μικρούτσικου
Δεν ξέρω πώς γνωριστήκαμε με τον Μάνο αρχικά – ίσως μέσω της Μαρίας Δημητριάδη, δεν μπορώ να το θυμηθώ. Μου ήρθαν πάντως κάποιοι στίχοι όπως ο Νίκος Πλουμπίδης, αλλά μου ήρθαν και φωτοτυπίες από ποιητικές του συλλογές σταλμένες από τον ίδιο. Γι’ αυτό και τα «Τροπάρια για Φονιάδες» είναι μια μικτή ιστορία μελοποίησης στίχων αλλά και ποιημάτων. Αυτό το πράγμα μου είναι πολύ οικείο γιατί την ποίηση την περιέχω εντός μου και έχω μελοποιήσει πάρα πολλούς ποιητές. Αλλά επέλεξα και στιχουργούς όπως ο Ελευθερίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή όπως ο Αλκαίος και ο Τριπολίτης αργότερα, οι οποίοι επί της ουσίας είναι ποιητές.
Θυμάμαι ότι προηγήθηκε ένα μικρό δισκάκι που είχε μέσα τη «Ρόζα Λούξεμπουργκ» – αυτό κυκλοφόρησε το ’75 ενώ τα «Τροπάρια για Φονιάδες» το ’77. Οταν την ηχογράφησα στο στούντιο τον φώναξα κι ήρθε σπίτι μου. Θυμάμαι ότι είχε πάρει τηλέφωνο έναν φίλο του στον Βόλο -νομίζω τον σκηνοθέτη Σπύρο Βραχωρίτη- και του παίξαμε το τραγούδι μέσω τηλεφώνου· ο Μάνος είχε τρελαθεί, έκανε σαν μικρό παιδί.
Εγώ προσωπικά, που δεν επανέρχομαι στους παλιούς μου δίσκους, επανέρχομαι πολύ συχνά στα «Τροπάρια για Φονιάδες» χάρη στα κείμενα του Ελευθερίου. Είναι κείμενα αιμάτινα, που απαιτούν κλειδιά για να ξεκλειδώσεις τα σύμβολα και που επιδέχονται πολλές αναγνώσεις γιατί έχουν πολλά διαφορετικά επίπεδα ακόμα και ως προς τα ερωτήματα. «Οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά». Ποιοι είναι οι λύκοι και ποια τα σκυλιά; Είναι προς την ίδια κατεύθυνση; Ή είναι οι μεν και οι δε; Ουδείς δίνει την απάντηση. Η «Δίκοπη ζωή» είναι ένα τραγούδι-διαδρομή της δικιάς μου γενιάς, μια διαδρομή «μ’ όσους κρυφά περπάτησαν» μαζί μας. Αυτό το «κρυφά», που στην ποίηση του Ελευθερίου είναι πολύ σημαντικό και το συναντάμε συχνά, είναι ακριβώς το κλειδί που μπορεί να σου ξεκλειδώσει τη δυνατότητα απόλαυσης της τέχνης του Ελευθερίου στα «Τροπάρια για Φονιάδες».
Είμαι υπερήφανος γιατί τα κατάφερα να σταθώ στο ύψος του Ελευθερίου σ’ αυτόν τον δίσκο. Δεν θα μπορούσα να το κάνω με μια πιο μονοεπίπεδη μουσική. Γιατί; Γιατί υπήρχαν πολλά πράγματα που ήταν πολύ καλά κρυμμένα και έπρεπε με τη βοήθεια του ίδιου του κειμένου να τα αποκαλύψω. Νομίζω ότι αυτό συνέβη στα «Παγώνια της θάλασσας», στη «Δίκοπη ζωή», στον «Κώστα Μίχο» που το έχουμε αφιερώσει στον Γιώργο Χειμωνά, και βεβαίως και στη «Ρόζα Λούξεμπουργκ».
(Αφήγηση στον Ηρακλή Οικονόμου)
«Κράτησα στα χέρια μου ολοζώντανη και παρθένα ποίηση»
Του Θανάση Γκαϊφύλλια
Ξεκίνησα να τραγουδώ στην ιστορική μπουάτ «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη. Ο Αργύρης με παρουσίασε στον κόσμο του και με σύστησε στους φίλους του που ήταν άνθρωποι ιδιαίτεροι και ξεχωριστοί, όπως και ο ίδιος. Ενας από αυτούς ήταν και ο Μάνος Ελευθερίου. Ερχόταν σχεδόν κάθε βράδυ και ήταν πάντα ευγενής, αδιόρατα σαρκαστικός και εξόχως ευχάριστος. Εγώ δεν είχα ιδέα για το έργο του ώσπου κάποια στιγμή μού έφερε μερικά ποιήματά του και μου είπε πως θα ήθελε πολύ να με ακούσει να τα τραγουδώ. Ηταν η «Ατέλειωτη εκδρομή», η «Γνωριμία» και οι «Κιθάρες των νερών». Αυτή η χειρονομία του Μάνου ήταν καθοριστική για μένα.
Εκείνο τον καιρό, σχεδόν με αγωνία, έψαχνα μια ταυτότητα κι έναν τρόπο έκφρασης, και τότε ακριβώς ήρθαν τα ποιήματα του Μάνου και ήταν φώτα στην ομίχλη. Αργότερα συνειδητοποίησα πόσο τυχερός ήμουν τότε που κράτησα στα χέρια μου ολοζώντανη και παρθένα ποίηση και πόσο βαθιά επηρεάστηκα από τη σκέψη και τη γραφή του Μάνου.
Δε χόρταινα να τα διαβάζω και δειλά-δειλά άρχισα να μπαίνω σ’ έναν άλλο κόσμο: στο σύμπαν του Μάνου. Τα μελοποίησα με ενθουσιασμό και, καθώς είχε τελειώσει ο χειμώνας του ’71, άρχισα να τα τραγουδώ στην ταράτσα της μπουάτ «Μεταξύ μας», δίπλα στη Μαρίζα Κωχ. Με μεγάλη ικανοποίηση έβλεπα την αποδοχή που είχαν τα συγκεκριμένα τραγούδια από το κοινό και επάνω τους άρχισα να κτίζω το προφίλ μου σαν τραγουδοποιός. Στις ζωντανές εμφανίσεις τα τραγουδούσα χωρίς προβλήματα και μάλιστα ο κόσμος τα είχε μάθει και τα περίμενε.
«Ο ποιητής γίνεται προφήτης, απογειώνεται»
Του Γιώργου Νταλάρα
Είναι στην πρώτη σελίδα του ποιήματος «Ο νοητός λύκος» του Μάνου Ελευθερίου μαζί με άλλα αποσπάσματα από ποιήματα, επιστολές και άλλα γραπτά κείμενα, τα οποία ξεχωρίζει. Αν μου ζητούσαν οπωσδήποτε, πράγμα πολύ δύσκολο, να ξεχωρίσω ένα ποίημα του Μάνου, θα ήταν αυτό.
Δεν μπορώ να περιγράψω το σοκ, την έκπληξη και το θαυμασμό που ένιωσα διαβάζοντας αυτό το ποίημα. Στον «Νοητό λύκο» ο ποιητής φεύγει από το σώμα του, γίνεται κριτής, γιατρός και άγγελος του εαυτού του και τον οδηγεί σ’ ένα ταξίδι στον κάτω κόσμο, έστω για λίγο, εκεί που κάθονται οι σκιές χωρίς φτιασίδι. Εκεί κρίνει και κρίνεται. Αποκαλύπτει έτσι το νόημα και την ευθύνη της τέχνης του, μιας τέχνης ενός ανθρώπου ο οποίος ακροβατεί και ισορροπεί όχι στη συνήθεια, αλλά «στην αίρεση του κόσμου». Στον «Νοητό λύκο» ο ποιητής λαμβάνει χάρη, γίνεται προφήτης, απογειώνεται.
«Διάνοια στον χώρο της ποίησης και του στίχου»
Του Χρήστου Νικολόπουλου
Με τον Μάνο Ελευθερίου γνωριστήκαμε μέσω του κοινού μας φίλου Γιώργου Νταλάρα, τότε που εγώ έπαιζα σαν μουσικός στα τραγούδια που έγραφε με τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Στη συνέχεια μου εμπιστεύτηκε τους πρώτους στίχους, τους οποίους μελοποίησα. Για μένα ήταν η αρχή μιας διαφορετικής προσπάθειας.
Γράψαμε μαζί κάποια τραγούδια που τα θεωρώ από τα πιο σπουδαία της συνθετικής μου προσπάθειας. Ενδεικτικά θα αναφέρω τη «Διαθήκη» με τη Χάρη Αλεξίου, «Με ποια τραγούδια θα σε θυμάμαι» και «Ανοιξα το συρτάρι μου» με τον Γιώργο Νταλάρα, επίσης το τραγούδι της ζωής μου «Στων αγγέλων τα μπουζούκια» και αρκετά ακόμα ιδιαίτερα τραγούδια. Διάνοια στο χώρο της ποίησης και του στίχου, κάθε του τραγούδι είναι σαν ένα ποίημα, μια δική του προσωπικότητα στη γραφή με χαρακτηριστικά την ποιότητα και την πρωτοτυπία στα θέματα.
«Θεμελιωτής του νεότερου ελληνικού τραγουδιού»
Του Ηλία Ανδριόπουλου
Ο Μάνος Ελευθερίου ανήκει στην υψηλή περιοχή των σπουδαίων ποιητών μας. Αναφέρω δύο συλλογές του, «Αναμνήσεις από την όπερα» και «Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου», που αποτελούν διαμάντια της νεότερης ελληνικής ποίησης. Στο τραγούδι, λοιπόν, κόμισε την ποίησή του. Δεν προσέφερε απλούς στίχους, γιατί δεν είναι στιχουργός. Εγραψε και λίγα τέτοια, αλλά εδώ μιλάμε για τα σημαντικά του. Οπως στιχουργοί δεν είναι ο Γκάτσος, ο Λειβαδίτης, ο Χριστοδούλου, ο Μύρης, και ο Αναγνωστάκης.
Εδώ εντοπίζεται η μεγάλη του διαφορά με τους διασκεδαστές στιχουργούς της άλλης πλευράς και εδώ αναδεικνύεται, σε σχέση πάντα με μια καλή μουσική που ντύνει τους στίχους του, η αξία των τραγουδιών ή των έργων (αν προτιμάτε) που έχουν καταγράψει με άπειρη ευγένεια και ομορφιά τις πιο βαθιές νεοελληνικές μας ευαισθησίες. Γι’ αυτό τον θεωρώ αδιαμφισβήτητο θεμελιωτή του νεότερου ελληνικού τραγουδιού, που για τέσσερις περίπου δεκαετίες, μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, απλώθηκε στην πατρίδα μας σαν μια μεγάλη ανθισμένη κληματαριά, για να μεταχειριστώ μια δική του ποιητική έκφραση.
Και επειδή δεν δημιουργούν όλες οι εποχές και οι καιροί στέρεα πράγματα στην τέχνη, έχω την εντύπωση ότι τα ποιήματα και τα τραγούδια του Ελευθερίου θα αποτελούν σημείο αναφοράς και για τις νεότερες γενιές των ανθρώπων στο μέλλον.