Της το ‘λεγε. Να πεις πως δεν της το ‘λεγε. «Να τους βράσεις και να του δώσεις του παιδιού να πιει. Πριν σαραντίσει. Να ‘ναι προφυλαμένο». Δίκιο είχε η μάνα της. Μα δίκιο είχε και η δικιά μου μάνα (και δική της κόρη). Πού να βρει στην πόλη μια ντουζίνα σκορπιούς, να τους πιάσει, να τους βράσει και να μου δώσει να πιω το ζουμί τους, ώστε να αποκτήσω, μέσω μιας προϋπάρχουσας μορφής ομοιοπαθητικής (πριν καν τη λέξη «ομοιοπαθητική»), ανοσία στο τσίμπημα του σκορπιού. Το ίδιο κάμανε και με τις σφίγγες, τις μέλισσες, τους σκούρκους κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο ιπτάμενο κεντροφόρο κίνδυνο υπήρχε τω καιρώ εκείνω.
Γιατί το σημερινό απόκαιρο για να πιάσεις μέλισσα σημαίνει πως είτε μένεις σε αυθαίρετο στη μέση του πουθενά (που αποκαλούμε «παρθένα φύση») είτε είσαι τζιμάνι εντομολόγος με ικανότητες Ιντιάνα Τζόουνς στην ανακάλυψη σπάνιων ευρημάτων είτε ανήκεις σε ιδιότυπη κάστα ιθαγενών με υπερβατικές ιδιότητες, μη αλκοολικών, που ως είδος προς εξαφάνιση και οι ίδιοι, έλκουν αντίστοιχα είδη του φυσικού βασιλείου.
Αν αυτά ισχύουν για τις μέλισσες, φαντάσου τι ισχύει για τους σκορπιούς. Ε, αν έχουν απομείνει καμιά τριανταριά στην Ελλάδα, εγώ στα μπαγκάζια μου από το νησί έφερα τον τριακοστό πρώτο.
Η αλήθεια είναι πως πήγα κι εγώ να διακοπεύσω στο τέρμα θεού. Τελευταίο σπίτι τελευταίου πρώην οικισμού. Ξεραΐλα και ησυχία. Μήτε κοκόρι δεν ακουγόταν. Εκεί τον «ψώνισα» τον εν λόγω, ο οποίος έσπευσε να μου συστηθεί με το που γύρισα και έκανα ν’ ανοίξω τη βαλίτσα.
Τι κι αν ήταν μικρός, τόσος δα; Ο πόνος απ’ το τσίμπημα ήταν μεγάλος, τόσος να! Ενεκα που δεν με σκορπιοπότισε στα μικράτα μου η μάνα (και να πεις πως δεν της το ‘λεγε; Της το ‘λεγε!), έτρεξα σαν την απεγνωσμένη στο νοσοκομείο… Στο σημείο αυτό, ήρθε η ώρα να εξομολογηθώ το κρίμα μου: κάλλιο το ‘χω να ‘μαι γειτόνισσα του Κυριάκου, του Αδώνιδος και του Λοβέρδου μαζί και να τους βλέπω καθ’ εκάστην και αργία, παρά να δω νοσοκομείο!
Επείγοντα, 10 το βράδυ, κόσμος ουρά, περισσότερος και από νταμπαντουμπάδικο της παραλιακής. Πρώτα περνάς από τη γενική ιατρό και, αναλόγως το σύμπτωμα, αυτή σε κατευθύνει στην αρμόδια ειδικότητα… Πώς είπατε; Πρώτα περνάς από τη γενική ιατρό και αυτή αποφασίζει πού θα σε στείλει; Είσαι με τα καλά σου, σύντεκνε; Θα πει στον (νεο)Ελληνα γιατρός σε ποιον γιατρό θα πάει, λες και δεν το ξέρει ήδη… από μοναχός του;
Το τι άκουσα; «Σαν δεν ντρέπονται που άλλαξαν το σύστημα και ενώ πηγαίναμε κατευθείαν στον γιατρό που θέλαμε, τώρα περιμένουμε να μας κάνουν διάγνωση πρώτα!», «Μα είναι πράγματα αυτά;», «Τι μας περάσανε; Για τίποτα ξεμωραμένους;» και άλλα παρόμοια επιστημολογικά. Μόλις δε τόλμησα να ψελλίσω ευγενικά (λόγω πόνου και τρόμου, όχι καλής διαγωγής) πως δεν είναι δυνατόν ο ασθενής να κάνει τη διάγνωση μόνος του, γυρνάει μια κυρία (κυρία όμως!) και μου λέει: «Καλά, εσύ άμα πονάει τ’ αφτί σου, τράβα στον γυναικολόγο!». Κατόπιν τούτου, κατέβασα τα μάτια και έγινα σκορπιοχώρι (στην κυριολεξία).
Από το τσίμπημα με γλίτωσαν. Κάτι οι οροί, κάτι οι αντιβιώσεις, κάτι τα αντιισταμινικά, συνήλθα κάπως. Από την ντροπή όμως, όχι. Που ρεζίλι με έκαναν οι ιθαγενείς των νοσοκομείων εμένα την έξυπνη που θέλησα να τους πω πως «ο γιατρός κάνει τη διάγνωση και όχι ο ασθενής».
Περίεργο πράγμα οι ουρές. Ανθρωπινές ή ζωικές, κάπου θα σε βρουν να σε κεντρίσουν. Στα έντομα γίνεται επειδή θυμούνται: έχουν ενδόμυχη ανάμνηση της ανθρώπινης απειλής και αμύνονται. Μα στους ανθρώπους; Πώς γίνεται, μα σε καλό, μα σε κακό, να χύνουμε δηλητήριο με την πρώτη ευκαιρία;
«Αγκά Σφι και Φι» ήταν ο τίτλος θεατρικού έργου σε σενάριο και σκηνοθεσία της Χρύσας Σπηλιώτη. Υπέροχο έργο. Το ‘χε παρουσιάσει πριν χρόνια, φοιτήτρια ήμουν ακόμη στην Πάτρα. «Αγκάλιασέ με – Σφίξε με και Φίλησέ με». Αυτό σήμαινε. Τότε… Τώρα, πόσοι ακόμα το θυμούνται άραγε;