Φιγούρα ξωτική και ταξιδιάρικη
στο φως του φεγγαριού ανθίζει πάλι
γιατί όλη την ζωή του την εξόδεψε
παράφορα γυρεύοντας μιαν άλλη
Θυμάμαι σαν παιδί γελούσε και έλεγε
στην σέλα ακροβατώντας ποδηλάτου:
«Τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας
πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του»
Μα ο κόσμος προχωρά χωρίς να μας ρωτά
κλεισμένοι δρόμοι, κλέφτες και αστυνόμοι
αγάπα το κελί σου, του παν, κι ύστερα
έξω πιο μόνος μα γελούσε ακόμη
Μια νύχτα μεθυσμένη παίρνει ανάποδες
ημερολόγια καίει και πτυχία
Το χάραμα μπαρκάρει σε πειρατικό
για της ζωής του την σκηνοθεσία
Αλγέρι, Αλεξάνδρεια, South Africa
στο Άμστερνταμ δυο τέρμινα και κάτι
γλιστρούσαν οι αγάπες μες στα μάτια του
σαν τον αφρό στα δάχτυλα του ναύτη
Στο Πόρτο Ρίκο χρόνια ασυλλόγιστα
και τις καρδιάς του σκόρπισε τα φύλλα
σε υπόγεια σκοτεινά και ύποπτα
λες και έψαχνε το φως μες στην ξεφτίλα
Κάποια ζεστή βραδιά σε ένα μπλουζάδικο
άκουσε να φαλτσάρει η μουσική του
τα αφεντικά στον δρόμο τον πετάξανε
τα στίγματα σαν είδαν στο κορμί του
Κι η Σύλβια που με πάθος τον αγάπησε
δεν έλειψε στιγμή απ’ το πλευρό του
ζητώντας με μανία στην αγκάλη του
την κόλαση και τον παράδεισό του
Σαλπάρισε μια νύχτα με πανσέληνο
και στο στερνό του γράμμα μου `χε γράψει:
«Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο
και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει»
Τα χρόνια έχουν περάσει δε θυμάμαι πια
Ερνέστο τον ελέγανε η Νίκο;
Κι ακόμα συγχωρείστε με που ξέχασα
αν χάθηκε στο Μετς η στο Πόρτο Ρίκο
Όσο για μένα είμαι πάντα εδώ
με των ματιών σας τη φωτιά σημαία
είναι όμορφα απόψε που ανταμώσαμε
μ’ αρέσει να αρμενίζουμε παρέα
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ
ένας ναύτης τραγουδάει
τους καημούς και τις ελπίδες
που μαζί του κουβαλάει.
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ
ένας ναύτης αραχτός
και δακρύζει η μουσική
και δακρύζει ο ποταμός.
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ
ένας ναύτης ξεψυχάει
κι είναι λιώμα κι όλο κλαίει
και χτυπιέται τούτη η πόλη
στο λιμάνι του Άμστερνταμ
στην ομίχλη το πρωί
ένας ναύτης ξεπετιέται
κει που κλαίει ένα παιδί.
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ
που μαζεύονται οι ναύτες
κάποιος απ’ αυτούς αρπάζει
ψαροκέφαλα απ’ τις γάτες
και τα δόντια του σου δείχνει
σαπισμένα που `χουν μείνει
που μπορούνε να ρουφήξουν
τα κατάρτια στη σελήνη.
Και στον ταβερνιάρη κάνει
με το χέρι του αδειανό
“γέρο μάγειρα μαλάκα
πέτα ψάρια κατά δω”
κι όπως του `ρθε να ξεράσει
έτσι ανήμπορος σαν πτώμα
ξεκαρδίζεται και λύνει
το ζωνάρι του στο χώμα.
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ
στήνουν ναύτες το χορό
παρασέρνουν τις γυναίκες
με καβάλο φουσκωτό
απ’ το βράχνιασμα της μέθης
το σκοπό έχουν ξεχάσει
και ξεσχίζουνε τη νύχτα
με τ’ αστεία που `χουν πιάσει.
Στροβιλίζονται χορεύουν
και γελάνε με λαγνεία
και τ’ ακορντεόν θα σκάσει
απ’ της μέθης τη μαγεία
κι έτσι έξω μες στη νύχτα
περηφάνεια και βρακιά
με τις πόρνες που τραβιούνται
μες στα βρωμικα στενά.
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ
ένας ναύτης μπεκροπίνει
μπύρες πίνει και μεθάει
κι όλο πίνει και ξερνάει
ξαναπίνει στην υγεία τους
στις πουτάνες που `χουν πάρει
εκατόν πενήντα άντρες
σε μια νύχτα η καθεμιά τους.
Έχουν χάσει την τιμή τους
παζαρεύοντας τη σάρκα
για ένα πιάτο κρύα σούπα
ένα αψέντι δύο μάρκα
και τη θάλασσα ο ναύτης
και τον ουρανό θα φτύσει
κι όπως κλαίω την αγάπη
έτσι αυτός θα κατουρήσει.
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ…
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ..