Η οργή δεν έχει κοπάσει, αλλά το σοκ έχει καταλαγιάσει, έχει μείνει η θλίψη και ένας πόνος βουβός, που μένει να φανεί αν θα οδηγήσει σε μια πραγματική αλλαγή, σε κάτι που θα φέρει την ελπίδα για ένα μέλλον πιο ορθολογικό, πιο οργανωμένο, που θα μπορεί να προλάβει –στο μέτρο του δυνατού- τόσο μεγάλες καταστροφές. Ενα μέλλον που θα χτιστεί με άξονα την ομαλή και με σεβασμό συμβίωση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον.
Θύματα της καταστροφικής πυρκαγιάς στην Αττική μετράμε ακόμη: δεν είναι μόνο όσοι τόσο τραγικά έχασαν τη ζωή τους, ούτε μόνο όσοι έχασαν το σπίτι τους. Είναι και όσα παιδιά ορφάνεψαν, όσοι γονείς έχασαν τα παιδιά τους –αλήθεια, υπάρχει λέξη που να μπορεί να περιγράψει αυτό; Πώς ονομάζεται η «ορφάνια» από το παιδί σου;-, όσοι έχασαν φίλους αγαπημένους, εκείνοι που δεν θα δουν ξανά τα κατοικίδιά τους.
Πέρασαν τόσες ημέρες και ακόμη εγώ προσωπικά, που είμαι καλά και οι δικοί μου είναι καλά, δεν μπορώ να επεξεργαστώ το σοκ του γεγονότος –ίσως γι’ αυτό εξακολουθώ να απορώ με τις κραυγές που ακούω από πολιτικούς και πολιτικολογούντες, δημοσιογράφους και δημοσιο-γράφοντες, γνώστες και μη. Αλλά το παιχνίδι των ευθυνών ποτέ δεν ήταν εύκολο σ’ αυτήν τη χώρα. Πάντα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι φταίει ένας Χατζηπετρής –όλοι οι υπόλοιποι, πολιτικοί και πολίτες, είμαστε αθώοι του αίματος.
Αναρωτιέμαι αν μπορεί να υπάρξει λόγος παρηγορητικός. Τι μπορείς να πεις στους τραγικούς επιζώντες, που με τόσο βίαιο τρόπο απώλεσαν τους δικούς τους, για να πάρεις λίγο από το βάρος τους; Πώς μπορείς να τους ανακουφίσεις, πέρα από την αλληλεγγύη σε είδος που πράγματι ήταν συγκινητική; Μπορεί να βρεθεί μια απάντηση, ένα «επειδή» στο «γιατί;» που για μήνες και χρόνια θα τους ξυπνάει τις νύχτες;
Τίποτα δεν είμαστε –έτσι έλεγαν οι γιαγιάδες μου όταν έφευγε ένας αγαπημένος άνθρωπος από τη ζωή, φίλος ή συγγενής, σαν να ήθελαν να παρηγορηθούν για την απώλεια, να ξορκίσουν τον πόνο και να εξηγήσουν στους άλλους –νομίζω κυρίως στους εαυτούς τους- τον χαμό.
Οποιος έχει χάσει δικό του άνθρωπο, όποιος έχει δει δικό του να φεύγει από τη ζωή, εκεί σε ένα κρεβάτι, σε ένα νοσοκομείο, όποιος έχει δει αυτό το μαλακό «φουουου» της τελευταίας ανάσας, το καταλαβαίνει: τίποτα δεν είμαστε, αλήθεια είναι, μια αναπνοή χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο. Αλλά τελικά αυτό το τίποτα μπορεί να είναι και τα πάντα.
Και μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν προλάβαμε να πούμε στους ανθρώπους μας πόσο πολύ νοιαστήκαμε γι’ αυτούς, πόσο μας επηρέασαν, πόσο θέλαμε να τους έχουμε δίπλα μας, ακόμη και πόσο μας πλήγωσαν κάποιες φορές και πως, ακόμα και αν ήταν δύσκολο, εμείς τους αγαπήσαμε. Και πως τελικά συγχωρήσαμε αυτά που κρίναμε ότι ήταν λάθη τους και θα θέλαμε να κάνουν και κείνοι το ίδιο για τα δικά μας.
Θυμάμαι έναν Αύγουστο, χρόνια πριν, στην Ανδρο, στο εκκλησάκι της Παναγίας της Θαλασσινής, να κοιτάζω την αγριεμένη από το μελτέμι θάλασσα και να μην μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο. Με μάγευε η εικόνα και είχα τόσο απορροφηθεί που δεν άκουγα τους φίλους μου που κουβέντιαζαν δίπλα μου.
Μόνο έναν στίχο του τραγουδιού θυμάμαι να γυρίζει στο μυαλό μου: «Αγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή…»*, προσευχή για όσους κινδυνεύουν στα πελάγη και τους ωκεανούς. Εκεί στο ίδιο τραγούδι, σε άλλο σημείο, λέει: «Πριν από χρόνια, μεθυσμένη, μου είπες ‘‘σ’ αγαπώ’’».
Εύχομαι ειλικρινά κι ελπίζω να είμαστε όλοι τυχεροί, να ακούσουμε ένα μεθυσμένο «σ’ αγαπώ» και ένα ειλικρινές «σε συγχωρώ». Κι ύστερα, να βρίσκουμε το κουράγιο να το λέμε κι εμείς όταν το νιώθουμε. Δεν θα μείνει από μας τίποτα άλλο.
* «Θεσσαλονίκη», Νίκος Καββαδίας – Θάνος Μικρούτσικος, σε ερμηνεία Γιάννη Κούτρα