13.08.2018, 22:03 | εφσυν
Το τέλος της μνημονιακής περιόδου δεν είναι είσοδος στην εποχή της κανονικότητας. Το εμπεδώσαμε αυτό με τις καταστροφικές πυρκαγιές.
Συνδέεται, όμως, η οικονομική κρίση του 2010 με την καταστροφική πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική το 2018;
Θα επιχειρήσω να κάνω τη σύνδεση, μέσω ενός ζητήματος που δεν είναι το πρωτογενές αίτιο και φαίνεται δευτερεύον, αν και είναι μείζον και θεμελιακό. Θα το χρησιμοποιήσω παραδειγματικά. Πρόκειται για το κτηματολόγιο.
Περιττό να εξηγήσει κανείς τη σημασία του για τις χρήσεις της γης. Από την εποχή της ανεξαρτησίας, το ελληνικό κράτος δεν μπόρεσε να αποκτήσει κτηματολόγιο. Χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ενωση, τίποτε. Αδυναμία ή σκόπιμη πολιτική;
Το δεύτερο. Η γη, ως το μεγάλο ενέχυρο, ήταν το απόθεμα πολιτικής δύναμης. Η ασάφεια ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τη χωρική κατανομή των δραστηριοτήτων ήταν το «λαδάκι» που διευκόλυνε τη λειτουργία ενός συστήματος, που ούτε στη μεγάλη ιδιοκτησία το έπαιρνε να ενδώσει ούτε μια συνεπή πολιτική προς τα δημόσια κοινά αγαθά επεδίωκε να ακολουθήσει.
Οπου η αυθαιρεσία και η νομιμοποίησή της, η καταπάτηση και η ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου ήταν κανόνας για όλους. Και με τη μισή Ελλάδα συγκεντρωμένη στην Αττική, πώς να αντέξει το περιβάλλον, πώς να μη γίνουν εκεί οι μεγαλύτερες καταστροφές;
Αν κάποιος γράψει την ιστορία της επέκτασης της πρωτεύουσας από τη δεκαετία του 1920 έως σήμερα, τους τρόπους και τους μηχανισμούς της, την αλληλοδιαπλοκή της με το πολιτικό σύστημα και την οικονομική πολιτική, με το τι πήρε και τι έδωσε, θα έχει φιλοτεχνήσει ένα απαράμιλλο κοινωνικό πορτρέτο της Ελλάδας. Και η Αθήνα δεν είναι εξαίρεση. Σε όλο τον κόσμο, η ανάπτυξη των μεγα-πόλεων είναι ο καθρέφτης της ιστορίας και της φυσιογνωμίας της κάθε χώρας.
Το κτηματολόγιο, λοιπόν, ως εκκρεμότητα. Με όλες τις κυβερνήσεις. Και, βέβαια, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, μπήκε και στα καθήκοντα που έπρεπε να εκπληρώσει η Ελλάδα με τα μνημόνια.
Είναι αλήθεια ότι πολύς λόγος έγινε στις αρχές της κρίσης για τις αδυναμίες και τις ελλείψεις της Ελλάδας, και οι μεταρρυθμίσεις έγιναν σημαία. Ποιες μεταρρυθμίσεις, όμως;
Το κτηματολόγιο, ως μέτρο των μεταρρυθμίσεων, ήταν αόρατο στα μάτια και των δικών μας ζηλωτών μεταρρυθμιστών και της τρόικας που δεν το έθεσε ποτέ στα προαπαιτούμενα. Τους αρκούσε ο ΕΝΦΙΑ και η φορολόγηση της έγγειας περιουσίας.
Μεγαλύτερη σημασία έδιναν στο δικαίωμα των ιδιοκτητών ιδιωτικών σχολείων να απολύουν ανεξέλεγκτα, παρά σε ζητήματα που αφορούσαν τις θεμελιακές συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας, που υποτίθεται ότι ήθελαν να μεταρρυθμίσουν.
Ετσι φτάσαμε στο τέλος της ισχύος των μνημονίων και στις εκκρεμούσες μεταρρυθμίσεις. Ποια δεν ολοκληρώθηκε και εκκρεμεί; Το κτηματολόγιο.
Εχει σχέση η καταστροφή στο Μάτι με το κτηματολόγιο; Δεν είναι, ασφαλώς, ποιητικό αίτιο. Ωστόσο η απουσία του, η σύγχυση που περιβάλλει όλη αυτή τη σφαίρα που αφορά τις χρήσεις της γης, το εντός και εκτός σχεδίου κ.λπ. ανήκει στα έμμεσα μεν, ουσιαστικά δε, αίτια της έκτασης της καταστροφής.
Η σύγχυση που υπάρχει εξαιτίας της απουσίας κτηματολογίου, δεν ήταν ιστορικό λάθος των κυβερνήσεων. Ηταν ικανή συνθήκη αναπαραγωγής του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Γιατί, μέσα από διαδοχικούς συμβιβασμούς και μερικευτικές προσαρμογές, εξασφάλισαν την αναπαραγωγή του, μια ασταθή ισορροπία σε έναν συσχετισμό δυνάμεων που απέτρεπε ριζικές λύσεις, που είτε θα διευκόλυναν τη μεγάλη ιδιοκτησία είτε θα εξασφάλιζαν τα δημόσια κοινά αγαθά.
Το ίδιο σχήμα αφορά και την ελληνική οικονομία ως προς την κρίση. Η σύγχυση και η ρευστότητα που της επέτρεπαν να αναπαράγεται έφτασε στο τέλος της, με την αλλαγή του διεθνούς περιβάλλοντος που σημαδεύτηκε με την κρίση του 2008, βυθίζοντας την ελληνική κοινωνία σε μια ύφεση που επιδεινώθηκε από τα φάρμακα που της χορηγήθηκαν.
Ετσι η οικονομία έχασε το ένα τέταρτο του δυναμισμού της, σαν να είχε διέλθει από εμπόλεμες συνθήκες. Τα μνημόνια προωθούσαν τρία ζητήματα. Την αλλαγή μοντέλου, την εσωτερική υποτίμηση και τη μεταφορά δημόσιου πλούτου.
Η απουσία κτηματολογίου και μετά την κρίση αυτή, που υποτίθεται ότι θα μεταρρύθμιζε την ελληνική κοινωνία, είναι ενδεικτική της ασυμμετρίας ανάμεσα στις αιτίες των κρίσεων, τη διάγνωσή τους και τις πολιτικές μεταρρυθμίσεων.
Ενδεικτική της αδυναμίας των ηγετικών ομάδων να αναπτύξουν μια βαθιά συζήτηση για το τι δεν μπορούμε πλέον να συνεχίσουμε και τι πρέπει να αλλάξουμε.
Μια συζήτηση που δεν θα καταλήξει μόνο σε επιβεβλημένες θεσμικές αλλαγές, αλλά σε νοοτροπιακές αλλαγές, στην καλλιέργεια μιας κουλτούρας ευθύνης και μέριμνας προς τα δημόσια αγαθά, δηλαδή το δάσος, την πλατεία, τη θάλασσα, τον δημόσιο χώρο και το φυσικό περιβάλλον.
Πρόκειται για εκείνα τα αγαθά που αποκτούν στη συνείδησή μας την σπουδαιότητα που τους πρέπει μόνο σε συνθήκες έκτακτες.
Πρόκειται για ζητήματα που τα λογαριάζουμε ως πολιτικά, μόνο μετά τις καταστροφές. Αντ’ αυτού; Εμπάθεια και εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Και τύφλα.