Τα περισσότερα βιώνονται τώρα -στην πεπερασμένη, μικρή ζωή. Και αυτά που βιώνονται εδώ και τώρα είναι η ευημερία, η ποιότητα της δημοκρατίας και του δημόσιου διαλόγου, οι ανισότητες, οι αδικίες, οι καταστροφές, η αποτελεσματικότητα ή όχι των κρατικών μηχανισμών, η αβεβαιότητα για τα παιδιά κ.λπ. κ.λπ.
Ακόμα και η καλημέρα, η επίσκεψη στη ΔΟΥ, τη ΔΕΗ ή οι δημόσιες συγκοινωνίες, τα νοσοκομεία και τα σχολεία.
Ομως, ποιος γνωρίζει ποια είναι ακριβώς τα πιο κρίσιμα από όσα βιώνονται; Ποιος ξεχωρίζει ποια θα καθορίσουν, πραγματικά, τη ζωή και το μέλλον του;
Ιδού το δύσκολο που, όταν φαίνεται αξεπέραστο, εύκολα παρακάμπτεται και μπαίνει σε έναν αμυντικό μηχανισμό που ο επινοητής του περιέγραψε στις αρχές του 20ού αιώνα ως «άρνηση της πραγματικότητας».
Τα περισσότερα ερμηνευτικά στερεότυπα παραμένουν δυσανάλογα πολλά και κινούνται ευθέως ανάλογα με το μέγεθος της σύνθετης πραγματικότητας, της οργής, της άγνοιας, της κοντής μνήμης, αλλά και του άγχους, των συμφερόντων και του στιγμιαίου ενθουσιασμού∙ του πολιτικού οφέλους ή κόστους.
Πολλοί ήδη παραδέχονται ότι δεν χρειαζόμαστε το παρελθόν∙ ότι δεν είναι παρά ένα ιδεολογικό αφήγημα -που, ενδεχομένως, μπορεί και να αλλάζει. Επομένως, γιατί να μην ισχύει το ίδιο και για το παρόν;
Και, εάν υποθέσουμε ότι ακόμη και το παρόν είναι επιφαινόμενο, τότε γιατί να μη βρούμε ένα ακόμα καλύτερο, ένα ακόμη πιο φανταχτερό αφήγημα για το παρόν και το μέλλον; Αλλωστε, δεν υπάρχει ανάγκη κάποιας τεκμηρίωσης.
Εφόσον βρισκόμαστε καβάλα στην Ιστορία, στο έλεος συνωμοσιών, ή στο «τέλος της Ιστορίας» και εφόσον «η γη είναι επίπεδη», τότε -όπως δίδασκε ο Τερτυλλιανός στους πρωτοχριστιανικούς αιώνες- οφείλουμε να «πιστεύουμε σε κάτι, ακριβώς επειδή είναι παράλογο».
Εχει φτάσει η ώρα της παραδοχής ότι καθεαυτή η απουσία οποιασδήποτε τεκμηρίωσης επιλογών και δράσεων υπήρξε ένα έμμονο χαρακτηριστικό του νεοελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, που υπηρετήθηκε με θρησκευτική ευλάβεια. Θυμηθείτε μόνον ότι, στο πρόσφατο παρελθόν, η κάθε πολιτική μερίδα είχε το προνόμιο να εμφανίζει το αφήγημά της ως το μόνο σωτήριο∙ εν συνεχεία, άφηνε στην τύχη την υπόθεση της επικύρωσης ή της απόρριψης στους ίδιους τους οπαδούς της -τους οποίους, επίσης, άφηνε «στο χέρι του θεού» ή σε κάποια νομοτελειακή ειμαρμένη.
Λόγου χάριν, το «δημοκρατία ή τανκς» είχε στιγμιαία βάση∙ κατόπιν, στήθηκε ένα κρατικό σύστημα, μια ομπρέλα χαμηλής ποιότητας, που άφησε απέξω τους δημοκράτες.
Η «Αλλαγή» δεν άλλαξε όσα θα έπρεπε να αλλάξουν∙ απεναντίας, ολοκλήρωσε το κομματικό, αναποτελεσματικό κράτος. Αυτό το κράτος κατηγορήθηκε οριζοντίως (στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’80 και στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’90), όμως χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί και να πολεμηθεί ο παράλογος χαρακτήρας του.
Και το αφήγημα του εγχώριου «εκσυγχρονισμού» ανακατεύτηκε με τη χρηματιστηριακή φούσκα, το εύρημα της «υπερήφανης Ελλάδας», τα χαμηλά ευρωπαϊκά επιτόκια και, αργότερα, με το πάρτι των Ολυμπιακών έργων∙ και, μετά, με τον έλεγχο των εθνικών λογαριασμών του Αλογοσκούφη -όχι για να μπουν σε τάξη τα δημόσια λογιστικά, αλλά για να κατηγορηθούν οι προηγούμενες κυβερνήσεις του σημιτικού ΠΑΣΟΚ.
Ομοίως, η δημοσιοποίηση των Greek Statistics το 2009 δεν έγινε με σκοπό τη φροντίδα των κρατικών ελλειμμάτων και του χρέους, αλλά για να κατηγορήσει η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου την προηγούμενη διακυβέρνηση Κώστα Καραμανλή ως ένοχη της δημοσιονομικής αφροσύνης.
Και έτσι, στη «γη του κανενός», φτάσαμε στα Μνημόνια Συνεννόησης, στο ΔΝΤ και στη χαμένη δεκαετία, αφού οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν ήταν διατεθειμένες να δανείσουν την αφερέγγυα χώρα με το ανυπόληπτο πολιτικό προσωπικό.
Η άρνηση της πραγματικότητας -όπως τουλάχιστον την έβαλε σε λέξεις ο Φρόιντ- για το άτομο είναι μια υποσυνείδητη διαδικασία, ίσως ωφέλιμη και υγιής για την προσαρμογή του σε δύσκολες και επώδυνες καταστάσεις.
Αλλά για ομάδες ευθύνης και για κοινωνικές ολότητες -σε περιόδους οικονομικής και πολιτισμικής κρίσης- αποτελεί κατά κανόνα μια επιβλαβή συνειδητή αυταπάτη.
Σε φάσεις καμπής και υπαρξιακής συλλογικής αγωνίας, όταν όλοι διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να παρακάμψουν τα δυσάρεστα και πιεστικά γεγονότα, καλό θα ήταν να τα κατανοήσουν και να τα αποκωδικοποιήσουν με μεγαλύτερη υπευθυνότητα. Πολύ δε περισσότερο, όταν η ορμή των γεγονότων παραμένει, κατά κοινή παραδοχή, σκοτεινή και δύσκολα οικειοποιήσιμη.
Θα επαναληφθούν φιέστες του τύπου «ο Ερντογάν απελευθέρωσε τους ήρωες στρατιωτικούς»; Βρίσκεται στο τέλος του το πείραμα της Ε.Ε. και το μεγάλο δράμα του ελληνικού λαού;
Τίποτα δεν είναι βέβαιο και όλα είναι ανοιχτά. Η πληρέστερη κατανόηση της πραγματικότητας, μαζί με τη συνεργασία, είναι ένα κλειδί εξόδου. Οχι η άρνηση της πραγματικότητας ή η στρέβλωσή της.
Οταν, στο μέλλον, το παρόν θα έχει σταθεροποιηθεί, τότε σίγουρα όλα θα επανεκτιμηθούν, με νέα αφήγηση που θα περικόψει και θα στείλει στα αζήτητα της Ιστορίας ό,τι περιττεύει σήμερα και ό,τι εμποδίζει την κατανόηση της κατάστασης.
Και, βέβαια, δεν εννοούμε τότε που -κατά τον Τζ. Μ. Κέινς- θα είμαστε όλοι μακαρίτες.