24.08.2018, 15:30 | εφσυν
Σε πολλούς λείπουν ήδη τα μνημόνια. Και η επιχειρηματολογία τους υποκρύπτει ματαίωση που εκφράζει αξιώσεις επαναφοράς τους. Το «και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς μνημόνια» έχει κάποια αναλογία με το «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις». Ωστόσο, το μείζον είναι η ανάκτηση μέρους της κυριαρχίας και των δημοσιονομικών χειρισμών – γεγονός που πιστώνεται στις θυσίες του λαού και έγινε με την παρούσα κυβέρνηση∙ όχι με κάποια άλλη.
Το άλλο σημαντικό έχει να κάνει με το υποθετικό σενάριο: Να εκκινούσε –λέει– η χώρα με ένα δημόσιο χρέος, όπως το ορίζει το ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, μικρότερο του 60% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Τι θα γινόταν; Πιθανώς, το πολιτικό προσωπικό της χρεοκοπίας, αυτοί που λάτρεψαν τα δάνεια, χαρούμενοι και απλοχέρηδες θα απολάμβαναν τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια δανεισμού και, με οικονομικοπολιτική παιδεία φυλάρχων, θα άρχιζαν πάλι τους πολιτικούς οικονομικούς κύκλους και… η υπόθεση θα έφτανε ξανά στην ετυμηγορία των αγορών (οι οποίες ξέρουν και πώς να σωφρονίζουν, ποιον να δανείζουν και με τι επιτόκιο να δανείζουν). Οπως γίνεται με την Ελλάδα.
Οταν οι δανειστές εταίροι επαναλαμβάνουν τη γενικευτική επωδό «Μπράβο, αλλά συνεχίστε τις μεταρρυθμίσεις», εννοούν «Κοιτάξτε, μην ξαναρχίσετε ιστορίες ροζ ελεφάντων και δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι θα πάρουμε πίσω το χρήμα που σας δανείσαμε για να σώσουμε τις τράπεζές μας και το ευρωπαϊκό σπίτι μας. Θέλουμε να κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου εφόσον κάναμε το καθήκον μας, δείχνοντας τη μεγαλύτερη αλληλεγγύη που επέδειξε ποτέ ο αναπτυγμένος κόσμος».
Αλλά ακόμα κι αν δεν είναι έτσι τα πράγματα, οφείλουμε να αλλάξουμε λίγο την ερώτηση και από το «Βγήκαμε από τα μνημόνια;» να την κάνουμε «Τι μάθαμε από τα μνημόνια;»∙ τι «σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι»;
Από την υπόθεση της εξόδου για λόγους εγχώριας κατανάλωσης μέχρι την καθαρή έξοδο, η απόσταση είναι τεράστια. Αν, π.χ., οι Ιρλανδοί, οι Πορτογάλοι ή οι Ισπανοί ή οι Κύπριοι αδελφοί τα κατάφεραν καλύτερα, αυτό οφείλεται, εν μέρει, στο ότι έδειχναν την Ελλάδα και έλεγαν «Εμείς δεν θέλουμε να γίνουμε Ελλάδα».
Εμείς είπαμε ποτέ «Δεν θέλουμε να είμαστε Ελλάδα», εννοώντας ότι δεν θέλουμε να είμαστε μια χώρα χωρίς προοπτική θεραπείας; Μήπως η πραγματική ύβρις είναι ότι «Θέλουμε να είμαστε Ελλάδα»;
Αυτός θα πρέπει να είναι σήμερα ο βαθύτερος πολιτικός προβληματισμός και το ιστορικό στοίχημα για τη χώρα και τους Ελληνες∙ όχι η νοητική λογιστική ή το χαμένο κόστος.
Η πίκρα είναι ότι στην καρδιά του ελληνικού προβλήματος δεν πολεμήθηκαν αυτά που θα έπρεπε να πολεμηθούν∙ δεν ήρθησαν αδικίες και στρεβλώσεις.
Δεν αποφασίσαμε τι ακριβώς θέλουμε να κάνουμε και πώς. Κουκουλώσαμε τα κουσούρια μας με λαμπρές –τω όντι– κληρονομιές. Δεν έχουμε καν πειστεί για τον δρόμο που θα έπρεπε –εμείς– να είχαμε χαράξει για να γίνουμε καλύτεροι, αποτελεσματικότεροι, κανονικοί, ισότιμοι των εταίρων μας.
Οποιαδήποτε, λοιπόν, κουβέντα γίνεται τούτη την ώρα για τις ελπίδες που γεννάει η μεταμνημονιακή εποχή έχει να κάνει με ανατροπές και αλλαγές και αναγκαιότητες εθνικής επιβίωσης εντός του διεθνούς και ευρωπαϊκού πλαισίου (που δεν είναι και το καλύτερο του κόσμου τούτου).
Το πολιτικό σύστημα δεν έχει συζητήσει έως σήμερα κάποιο εθνικό σχέδιο άμβλυνσης των συνεπειών της κρίσης και εξόδου από την κρίση. Και το μιντιακό σύστημα δεν βοηθάει.
Και φαίνεται να απουσιάζει η στοιχειώδης διάθεση συναίνεσης –όπως έγινε στις άλλες χώρες. Αντίθετα, η πολιτική τάξη προτάσσει την άγονη σύγκρουση με γνώμονα, πάλι, τα στενά κομματικά οφέλη και όχι τα συμφέροντα της χώρας∙ με τη νομή της εξουσίας να γίνεται αυτοσκοπός.
Αυτή η πολιτική κουλτούρα δεν προδιαγράφει κάτι καλύτερο∙ πάντα θα φαλκιδεύει το μέλλον∙ φτύνει στο πρόσωπο τις μέλλουσες γενιές.
Και ένα τελευταίο. Το να μνημονεύουμε τον Καβάφη είναι καλό, όπως το να κλέβουμε τη σοφία του για να γίνουμε καλύτεροι. Αλλά εάν –ακολουθώντας ποιητικές ηθικοδιδαχές– τα κομματικά απαράτ αξιοποιούν την καθολική αποδοχή των συμβόλων της Ιθάκης ή του ομηρικού έπους, το πράγμα στραβώνει. Ο Οδυσσέας έφτασε μόνος του στην Ιθάκη, χωρίς συντρόφους (δεν το λες κι αριστερό αυτό). Και το καβαφικό έργο μετατοπίζεται συνεχώς από το ατομικό στο γενικό, από το παράδειγμα στον κανόνα, από την ταυτότητα στη διαφορά, από την αποτυχία στον θρίαμβο…
Η ποίηση του Καβάφη υφίσταται τις συνέπειες της απεριόριστης διαθεσιμότητάς της. Απεριόριστης, με όρους.
Ο Καβάφης δεν μίλησε για διεθνή πολιτική οικονομία, για διαμάχη δημοσιονομικής τόνωσης-λιτότητας, ούτε για οικονομικό φιλελευθερισμό, ούτε για τις ψυχώσεις του ΔΝΤ. Δεν απαντάει στα στοιχήματα της οικονομικής ανάπτυξης∙ ούτε τα ομηρικά στοιχεία και, πολύ περισσότερο, η συμβολοκρατία και ο επικοινωνιασμός. Αυτά που λέμε «real» (πραγματικά) είναι άλλης τάξης μεγέθη. Εδώ, φαίνεται, πως τερματίσαμε τον Καβάφη.